Παράλληλα, επιχειρούν να προσδιορίσουν την «ελάφρυνση» που θα έχει το τεράστιο δημόσιο χρέος της χώρας από την κυοφορούμενη συμφωνία της Ε.Ε. Βέβαιο πάντως θεωρείται ότι το πιθανολογούμενο κούρεμα της τάξεως του 50% δεν οδηγεί σε ισόποση μείωση του δημόσιου χρέους (βλ. σχετικό ρεπορτάζ), καθώς αφορά μόνο τα ομόλογα που θα ενταχθούν στον περίφημο μηχανισμό ανταλλαγής (PSI αγγλιστί) που είχε δημιουργηθεί με τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου.
Η συμφωνία αυτή προέβλεπε ότι με ένα κούρεμα των ομολόγων που θα ενταχθούν στο μηχανισμό αυτό της τάξεως του 21%, το δημόσιο χρέος της χώρας θα μειωνόταν κατά 13 δισ. ευρώ. Επομένως, αν οι ίδιες παραδοχές ισχύσουν και στη νέα συμφωνία, η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους από ένα κούρεμα των ομολόγων της τάξεως του 50% θα αγγίξει τα 32 δισ. ευρώ. Ετσι το χρέος από 360 δισ. ευρώ θα περιοριζόταν στα 328 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση που η συμφωνία ανταλλαγής επεκταθεί και σε ομόλογα που λήγουν μετά το 2020, εύλογο είναι ότι το όφελος που θα προκύψει στο χρέος θα είναι μεγαλύτερο.
Τα δεδομένα στην παρούσα φάση ωστόσο είναι ασαφή. Κατ' αρχάς δεν είναι γνωστόν αν η νέα συμφωνία θα περιλαμβάνει μόνο τα ομόλογα που λήγουν μέχρι το 2020, ήτοι περίπου 150 δισ. ευρώ, ή αν θα επεκταθεί σε μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Στην περίπτωση που διατηρηθούν οι βασικές παράμετροι της 21ης Ιουλίου, τότε η ζημιά των τραπεζών, από τα 5,5 δισ. ευρώ, που είχε προκύψει με κούρεμα 21%, εκτινάσσεται στα 13,5 με 14 δισ. ευρώ. Ωστόσο, οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών θα ξεπεράσουν το ποσό αυτό καθώς η Ε.Ε. θα ζητήσει από όλες τις τράπεζες να ανεβάζουν τον πήχυ στο δείκτη κεφαλαιακής τους επάρκειας στο 9% (από 8% που ήταν στα προηγούμενα τεστ κοπώσεως - stress tests του Ιουλίου). Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο εκτιμάται πάντως ότι οι τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίησή τους (ήταν και το μοναδικό σημείο που συμφωνήθηκε στη χθεσινή σύνοδο κορυφής) θα χρειαστούν περίπου 109 δισ. ευρώ.
Οσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, οι ζημιές από το μεγαλύτερο κούρεμα και πιθανότατα τα αποτελέσματα από το διαγνωστικό έλεγχο της BlackRock θα επδεινώσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Σύμφωνα με υπολογισμούς που έχουν κάνει οι τραπεζίτες, τα πρόσθετα κεφάλαια που θα χρειαστούν οι ελληνικές τράπεζες σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο κυμαίνονται στα 10 με 15 δισ. ευρώ. Βέβαια, το ποσόν αυτό δεν μπορεί να αντληθεί από την κατατονική αγορά, οπότε το σύστημα στο σύνολό του θα αναγκαστεί να προσφύγει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Από το πρώτο Μνημόνιο, το Ταμείο αυτό έχει προικοδοτηθεί με 10 δισ. ευρώ, στα οποία θα προστεθούν άλλα 20 δισ. ευρώ από τη συμφωνία του Ιουλίου.
Η κεφαλαιακή αυτή ενίσχυση θα σημάνει την «κρατικοποίησή τους», επιλογή η οποία δεν είναι πλέον και τόσο ρηξικέλευθη, αν ληφθεί υπόψη ότι και στις ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers οι περισσότερες τράπεζες οδηγήθηκαν σε αυτό το καθεστώς. Ομως στην περίπτωση της Ελλάδας θα έχει συμβεί το οξύμωρο η κρατικοποίηση να γίνει με δανεικά χρήματα. Επομένως, η λύση αυτή θα οδηγήσει εν τέλει σε αύξηση του δημόσιου χρέους, στο αντίθετο δηλαδή από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.