Η διάκριση ανάμεσα στην εξαρτημένη εργασία και τις λοιπές συγγενείς μορφές συμβάσεων είναι ιδιαιτέρα σημαντική καθώς από τον ορθό χαρακτηρισμό της εκάστοτε σχέσης εξαρτάται η εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου. Είναι γνωστό ότι η ύπαρξη σύμβασης ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας, συνεπάγεται την εφαρμογή πληθώρας δικαιωμάτων και προστατευτικών διατάξεων προς όφελος των εργαζομένων, όπως η εφαρμογή των διατάξεων για τα ελάχιστα όρια αμοιβών, το δικαίωμα λήψης άδειας και επιδόματος αδείας – επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα, των διατάξεων περί ωραρίου και χρονικών ορίων εργασίας, περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και λήψης αποζημίωσης απόλυσης αλλά και κοινωνικής ασφάλισης στο ΙΚΑ. Τα παραπάνω, αναμφίβολα αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν τον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων και δημιουργούν επιπρόσθετα κόστη.
Παρατηρείται, λοιπόν, συχνά το φαινόμενο σχέσεων – συμβάσεων που βρίσκονται στα όρια μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και ανεξάρτητης απασχόλησης, των οποίων ο χαρακτηρισμός αποτελεί ζήτημα εξέχουσας σημασίας, καθώς έχει πληθώρα συνεπειών τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό – πολιτικό επίπεδο.
Το ζήτημα προφανώς δεν έχει αφήσει αδιάφορο τον νομοθέτη ο οποίος με παρεμβάσεις επεδίωξε τη ρύθμισή του.
– Τεκμήριο εξαρτημένης εργασίας.
Σύμφωνα με τον άρθρο 1 του ν. 3846/2010, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 2639/1998, ορίζεται ότι «η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες.»
Με την παραπάνω διάταξη εισήχθη θετικό τεκμήριο ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας, υπό τις προϋποθέσεις α) να απασχολείται ο εργαζόμενος αυτοπροσώπως και κατά κύριο λόγο (τουλάχιστον) στον ίδιο εργοδότη και β) να διαρκεί η απασχόληση για 9 μήνες συνεχώς.
Η εισαγωγή του παραπάνω θετικού τεκμηρίου, τροποποίησε το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, υπό τον ν. 2639/1998 σύμφωνα με το οποίο υπήρχε αρνητικό τεκμήριο καθώς προβλεπόταν ότι η μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η συμφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Τα τεκμήριο αυτό, ωστόσο, δεν ίσχυε αν ο απασχολούμενος προσέφερε την εργασία του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, το θετικό τεκμήριο του ν. 3846/2010, είναι μαχητό γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα ανταπόδειξης.
Αντίστοιχα και στη νομοθεσία του ΙΚΑ προβλέπεται ότι σε περίπτωση δυσχερούς διάκρισης σχετικά με το αν η εργασία ενός προσώπου είναι εξαρτημένη ή όχι ισχύει εκ του νόμου τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας . Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, το τεκμήριο είναι μαχητό, καθώς ανατρέπεται εάν αποδεικνύεται κάθε φορά κατά τρόπο βέβαιο και σαφή ότι η παρεχόμενη εργασία δεν είναι εξαρτημένη .
Το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και συγγενών μορφών έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό και την θεωρία και τη νομολογία του εργατικού δικαίου. Άλλωστε η κρίση και ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε σύμβασης, όπως και στη συνέχεια θα εκτεθεί, αποτελεί έργο των Δικαστηρίων.
Για την κατάφαση της ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας έχουν διατυπωθεί διαχρονικά τέσσερις κυρίως θεωρίες . Συγκεκριμένα έχει διατυπωθεί η θεωρία της προσωπικής εξάρτησης, η θεωρία της νομικής εξάρτησης, η θεωρία της λειτουργικής ή οργανικής εξάρτησης και η θεωρία της οικονομικής εξάρτησης. Τελικώς στη νομολογία επικράτησε η θεωρία της προσωπικής – νομικής εξάρτησης με την υιοθέτηση όμως ορισμένων κριτήριων και των άλλων δύο θεωριών . Έτσι, σύμφωνα με την κρατούσα θέση αποφασιστικό κριτήριο για την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, και κατά συνέπεια για την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου είναι ο καθορισμός του τόπου, του τρόπου και του χρόνου παροχής εργασίας από τον εργοδότη.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έχει κρίνει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές.
Αντίθετα σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς όμως να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Στη περίπτωση της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει μεν κάποια δέσμευση και εξάρτηση, ή οποία μπορεί να έχει σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, χωρίς όμως να υποδηλώνει εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη, με την παραπάνω έννοια.
Βασικό στοιχείο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη είναι το ποιοτικό στοιχείο, και συγκεκριμένα η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν δικαιολογημένη την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο και όχι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης. Το ποιοτικό στοιχείο, που διαφέρει κατά περίπτωση, συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών εργασίας, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, και συνδυαζόμενο με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.
Τέλος, πρέπει να γίνει σαφές ότι ανεξαρτήτως των συμφωνιών των μερών η κρίση αν μια σχέση αποτελεί ή όχι εξαρτημένη εργασία ανήκει στα Δικαστήρια τα οποία είναι αρμόδια να προβούν στην ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης. Έτσι ο Δικαστής αφού εκτιμήσει το σύνολο των εκάστοτε πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένων περιστάσεων θα κρίνει με ποιά νομική σχέση συνδέονται τα μέρη, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν αυτά σχέση που τα συνδέει. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικότερη όλων η πραγματική κατάσταση και η δυνατότητα απόδειξής της εάν και εφόσον υπάρξει ανάγκη και δεν αρκεί, μόνη, η περιγραφή ή αποποίηση ιδιοτήτων ή καταστάσεων σε ένα συμβατικό κείμενο μεταξύ των εκάστοτε συμβαλλομένων μερών.
[i] άρθρο 2 παρ. 1 του αν.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4476/1965 (Α΄ 103)
[ii] ΣτΕ 1605/2009, ΝΟΜΟΣ
[iii] ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ/ΓΑΡΔΙΚΑ, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1995 σελ 43επ
., ΖΩΓΡΑΦΟΠΟΥΛΟΥ Δ., Προτάσεις για το νομικό χαρακτηρισμό της εξαρτημένης εργασίας, ΕΕργΔ 64/205 σελ. 1445 επ.,
ΖΕΡΔΕΛΗ Δ., Η έννοια της εξαρτημένης εργασίας, ΔΕΝ 1995 σελ. 1121-1132,
ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ Φ., Η έννοια της εξαρτημένης εργασίας στο πεδίο έντασης και συνάντησης των διαφόρων θεωρητικών προσεγγίσεων, ΕΕργΔ 68/2009, σελ. 83
[iv] ΟλΑΠ 28/2005, ΕΕργΔ 2005 σελ 1396 επ., ΑΠ 542/2008, ΕΕργΔ 2009 σελ 116 ΑΠ 947/1992 ΔΕΝ 50.283, ΑΠ 1403/2000 ο.π. Α.Π. 704/2002 ΕλλΔνη 43.1656, ΕφΑΘ 3266/2001 Δ.Ε.Ε. 8.196, ΕφΑΘ 226/2001 ΕλλΔνη 42.78
[v] ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ Φ., ο.π., σελ. 85