Ομιλία Αλέξη Μητρόπουλου στο Πολεμικό Μουσείο,13-2-2012
Κυρίες, κύριοι,
Ευχαριστώ τον «Σύνδεσμο Επιτελών Εθνικής Αμύνης» και το «Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Σπουδών-ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ», καθώς και τους Προέδρους των Διοικητικών τους Συμβουλίων κ.κ.Μαίρη Μαρούλη-Ζηλεμένου και Λάμπρο Καζάκο, με συμπεριέλαβαν στους ομιλητές αυτής της πολύ επίκαιρης ημερίδας με τίτλο «Η Ευρώπη σε κρίση: Η περίπτωση της Ελλάδας-Προοπτικές».
Προκαταρκτικά, συμφωνώ απόλυτα με την αλληλουχία των εννοιών στην κατάστρωση του τίτλου. Κυρίως θεωρώ εύστοχο το σημείο της στίξης «διπλή τελεία». Υποδηλώνει ότι η περίπτωση της πατρίδας μας δεν είναι κάτι το αυτοτελές, αλλά οργανικό στοιχείο της ευρωπαϊκής κρίσης. Και μπορεί μεν αυτή να μην είχε εκδηλωθεί κατά την περίοδο της πιστωτικής υπερεπέκτασης και της απόλυτης απελευθέρωσης της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας, (κατά τη διάρκεια της οποίας δημιουργούσε -και δυστυχώς ακόμη εξακολουθεί να δημιουργεί- νέα προϊόντα εικονικού χρήματος επί των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης κάθε μεγέθους και κάθε αξίας όλων των αγαθών και υπηρεσιών)˙ πλην όμως, ήταν αναμενόμενο να αποκαλυφθεί με την έκρηξη της κρίσης στα τιτλοποιημένα ενυπόθηκα δάνεια των ΗΠΑ και στην συνδεδεμένη «επενδυτική» αλληλουχία.
Υπό τη θέαση αυτή, οι εξελίξεις ήταν αναπόφευκτες. Τα κράτη και οι κοινωνικοί προϋπολογισμοί της Ευρώπης κλήθηκαν, κάτω από συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων, να αναπληρώσουν με κρίσιμους αναπτυξιακούς και κοινωνικούς πόρους τις αστοχίες και τις τολμηρές και ασύδοτες «επενδυτικές» δραστηριότητες της «οικονομίας-καζίνο».
Στην πρωτοφανή όμως επέκταση παγκοσμίως της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας ενυπήρχε η σοβούσα κρίση κέρδους του κεφαλαίου, δηλαδή η πτωτική τάση της απαλλοτριούμενης υπεραξίας, κυρίως λόγω της ραγδαίας αύξησης της οργανικής σύνθεσης των επενδυτικών κεφαλαίων που προκαλεί ο αδυσώπητος ανταγωνισμός (για να θυμηθούμε και την κλασική εξίσωση του Κάρολου Μαρξ στο τρίτο βιβλίο του «Κεφαλαίου»).
Ως προς την Ευρώπη, η κρίση ακολούθησε πολλαπλασιαστικούς ρυθμούς λόγω της ανορθολογικής και ανολοκλήρωτης πολιτικής του ενιαίου νομίσματος και του αυστηροποιούμενου πλέον Συμφώνου Σταθερότητας. Η ΕΕ έχει προ πολλού αφήσει την σχετικά εξισορροπημένη πολιτική της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς του ordoliberalismus[1] και, αρχικά με την ενιαία πράξη, εν συνεχεία δε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, υιοθέτησε πλήρως ως σύστημα γενικής και οικονομικής διακυβέρνησης τον νεοφιλελευθερισμό και κατ’ακολουθίαν τον δημοσιονομικό μονεταρισμό,[2] παρά τα αντιθέτως διατυμπανιζόμενα.
Στην ευρωπαϊκή υπερεθνική «κοινωνία των ιδιωτών», ένα κυρίαρχο οικονομικά τμήμα της, πέτυχε να χειραφετηθεί[3] και να επιβάλλει τις επιλογές του πάνω σε όλη την ευρωπαϊκή κοινωνία.
Έκτοτε και τα ευρωπαϊκά όργανα (κυρίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) αντιστοιχήθηκαν σ’αυτή την καθοριστική και απολύτως ταξική (όπως θα έλεγε ο Γκράμσι και όπως σχετικά πρόσφατα χαρακτήρισε ο αείμνηστος Καστοριάδης[4]) συγκρότηση και λειτουργία της ΕΕ. Είχε προηγηθεί η παταγώδης αποτυχία εφαρμογής ενός ριζοσπαστικού Κεϋνσιανισμού από τους Εργατικούς στη Βρετανία (1976), το Ενιαίο Μέτωπο στη Γαλλία υπό τον Μιτεράν (1983), τον ιστορικό συμβιβασμό στην Ιταλία, αλλά και από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης,[5] που ανήλθαν με μεγάλη πλειοψηφία στην εξουσία.
Επειδή τα μέτρα των εθνικοποιήσεων και των αυξήσεων στις αμοιβές της εργασίας, των θεσμικών διατιμήσεων στην αξία της εργατικής δύναμης και των διευρυνόμενων παροχών του Κοινωνικού Κράτους δεν μπορούσαν να απαντήσουν στην κρίση του ’70 με τις κλασικές παλιές συνταγές, όλες οι προοδευτικές κυβερνήσεις πολύ γρήγορα «ανέκρουσαν πρύμναν» και, προκειμένου να καταστήσουν ανταγωνιστικές τις εθνικές επιχειρήσεις και να αυξήσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας, άρχισαν την κατεδάφιση των κοινωνικών και εργασιακών κατακτήσεων. Δηλαδή κατέληξαν στο αντίθετο από αυτό που επαγγέλθηκαν.
Το διεθνές κλίμα είχε αλλάξει. Οι υπερεθνικές επιχειρήσεις είχαν αλώσει και μεταβάλλει την παραγωγική βάση, είχαν διαρρήξει κάθε περιορισμό στην κίνηση αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών και με τη βοήθεια των διεθνών Οικονομικών Οργανισμών, αλλά και ακραιφνών νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων σε μεγάλες χώρες του κόσμου, επέβαλαν τις επιδιώξεις τους και ως πολιτικό πρόγραμμα.
Βλέποντας αυτά, υποστήριζα ήδη από το 1989, όταν μετά από πρόταση του Χαρίλαου Φλωράκη ηγήθηκα της Εθνικής Επιτροπής κατά του Μάαστριχτ, την άποψη ότι «ο ασταθής πολιτικο-οικονομικός ελληνικός σχηματισμός θα υποστεί σε λίγα χρόνια έναν καταλυτικό σεισμό με πολλές παρενέργειες και ασύλληπτες εκ των προτέρων εξελίξεις…».[6]
Την ίδια περίοδο υποστήριζα επίσης ότι «…οι δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου που προωθούν την Ενιαία Αγορά, το ευρωπαϊκό νόμισμα, την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, έχουν σχεδιάσει ενόψει του 1992 και μετά μια νεοσυντηρητική, νεοφιλελεύθερη πολιτική παρέμβαση σε βάρος των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου».[7]
Όσοι, ως εκ τούτου, είχαμε διαβάσει τα νεότερα κείμενα των Συνθηκών και βλέπαμε ότι δεν είναι καθόλου ουδέτερα ιδεολογικά, είχαμε προειδοποιήσει και είχαμε απορρίψει την «ελιτίστικη» ή αριστοκρατική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Τεχνοδομής και του ευρύτατου εγχώριου βρυξελληνικού ρεύματος.
Αυτό το ρεύμα, που κυριαρχεί ακόμη στο θεσμικό εποικοδόμημα, λοιδορούσε τον γνήσιο ευρωπαϊσμό, τη δημοκρατία των πολιτών μέσω των δημοψηφισμάτων και το κοινωνικό μοντέλο που κυριαρχεί στις Αγορές.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, με πρωτοφανή οικονομικό ανορθολογισμό, δεν κατάλαβε πώς μπορεί να λειτουργήσει ο εσπευσμένος και χωρίς στοιχειώδη προετοιμασία εγκλεισμός τού ήπιου εργατικού, κοινωνικού, αλλά και χαλαρού, ελληνικού «ποιμενικού» στο ίδιο «χρυσό κλουβί» με το γερμανικό «ντόπερμαν».
Έτσι η Ελλάδα, αποστερημένη των νομισματικών και δημοσιονομικών μεθόδων, της -έστω τεχνητής- ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς της, παρακολουθούσε μοιραία την αποσυγκρότηση του πρωτογενούς και δευτερογενούς-μεταποιητικού τομέα, που η πρωτόγνωρη λειτουργία του ατελούς ή «κολοβού» νομίσματος υπαγόρευε. Οι αναπτυξιακές δυνατότητες που παρέχει το εθνικό νόμισμα, παρά τις αίολες προσδοκίες του Μιτεράν και του Ντελόρ, δεν μεταφέρθηκαν σε ενωσιακό επίπεδο, ούτε υποκαταστάθηκαν με διαρκείς και ελεγχόμενες μεταβιβάσεις και αναπτυξιακές ροές προς τον Νότο, που θα άμβλυναν εν μέρει τον νομισματικό ακρωτηριασμό. Το ενδοευρωπαϊκό εμπόριο απέβη εις βάρος της. Ταυτόχρονα υπέγραψε την απελευθέρωση των Αγορών, όχι μόνο από τις χώρες της Ευρώπης και τις συνδεδεμένες με προτιμησιακές συμφωνίες χώρες, αλλά μέσω της GATT, του ΠΟΕ και της ΕΕ, με όλες τις χώρες του κόσμου.
Έτσι, εισάγονται προϊόντα και υπηρεσίες, ομοειδή προς τα ελληνικά και μάλιστα στην αιχμή της ελληνικής παραγωγής. Τα εισαγόμενα που παράγονται σε οικονομίες κλίμακας από τις πολυεθνικές του είδους, με ελαχιστοποιημένο κόστος παραγωγής, σε σύγκριση με αυτό του κατακερματισμένου ελληνικού κλήρου ή της μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης, αποβάλλουν τα ελληνικά από τις Αγορές. Παράλληλα, οι παραδοσιακοί Έλληνες έμποροι και επιτηδευματίες εκτοπίστηκαν από την εισβολή των οργανωμένων πολυκαταστημάτων και των ομίλων του λιανικού εμπορίου.
Έτσι, η οριστική απόκλιση της Ελλάδας μέσα στην ΕΕ ήταν θέμα χρόνου και θα εκδηλωνόταν όταν η ευωχία της πιστωτικής υπερεπέκτασης με το ισχυρό μεν, αλλά υπερτιμημένο για τους Έλληνες ευρώ, που διασκέδασε και τη ραγδαία ανισοκατανομή, θα έκλεινε τους κρουνούς της. Τότε αποκαλύφθηκε ο αρνητικός ρόλος του υπέρογκου δανεισμού, που το ισχυρό ευρώ διευκόλυνε.
Τον ίδιο ακριβώς ρόλο έπαιξε και η παγίδα των επιδοτήσεων και των ΜΟΠ, που, όπως και το σχέδιο Μάρσαλ, καταναλώθηκαν από τον μεταπρατικό και ανίσχυρο να δημιουργήσει θέσεις εργασίας ιδιωτικό τομέα, κατά την περίοδο της δημοσιονομικής έκρηξης των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Έτσι αυτή η ευκολία δανεισμού, κυρίως για καταναλωτικές δαπάνες εισαγωγικού προσανατολισμού, μετέθεσε για το αόριστο μέλλον το ζήτημα της αυτοδύναμης ανάπτυξης.
Κυρίες, κύριοι,
Στην Ελλάδα, ποτέ και από κανέναν κυρίαρχο πολιτικό σχηματισμό δεν διατυπώθηκε βιώσιμο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Τα ελπιδοφόρα προεκλογικά σχέδια του ΠΑΣΟΚ πνίγηκαν στις υποκειμενικές αδυναμίες[8] του πολιτικού υποκειμένου και στις απαγορεύσεις του διεθνούς περιβάλλοντος. Η συστημική και οικονομικά ενσωματωμένη διανόηση και επιστήμη ποτέ δεν μόχθησε για να προτείνει αναπτυξιακό σχέδιο κοινωνικής ανασυγκρότησης. Η ουσιαστικά κρατικοδίαιτη και ευρωκεντρική οικονομική θεωρία πλημμύρισε μεν τα Πανεπιστήμια με πληθώρα νεοφιλελεύθερων ανορθολογισμών, ποτέ όμως δεν προέταξε την ιστορικότητα και την ιδιαιτερότητα της χώρας μας.
Έτσι, και μετά το τέλος του πολιτικού πατερναλισμού, το δευτερεύον ελληνικό πολιτικό προσωπικό ήταν αδύνατον να αναπτύξει πρωτογενή σκέψη. Αναλώθηκε σε δημόσιες σχέσεις και κινήσεις περιστασιακής ωφελιμότητας, εξασφαλίζοντας την αναπαραγωγή του, καταστρέφοντας τις όποιες ελπιδοφόρες νησίδες του κρατικού μορφώματος και δημιουργώντας εν τέλει το τεμαχισμένο «ιδιωτικό κράτος», που δεν είναι το κυρίαρχο δημιούργημα της Πολιτικής Λειτουργίας και του δημοκρατικώς δρώντος λαού, αλλά το λάφυρο στους οικονομικούς πάτρωνες. Η συντήρηση της κομματικής και πελατειακής βάσης συμπλήρωνε δευτερευόντως την κυρίαρχη ως άνω φύση του.
Έτσι, δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα η άποψη ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα είδε την ΕΕ όχι ως μηχανισμό ανασυγκρότησης της οικονομίας και της Κοινωνίας, αλλά ως «πειρατική» (αρπακτική), συγκυριακή επιχείρηση αναπαραγωγής τού ήδη χρεοκοπημένου μοντέλου. Αντί να επιδιώξει την πραγμάτωση του οράματος της δημοκρατικής Ευρώπης, προσχώρησε στον θρίαμβο της συντηρητικής αντεπανάστασης των Αγορών, που νίκησαν τη δημοκρατία.[9]
Σήμερα που οι δανειστές ανέλαβαν τη διακυβέρνηση και κατέλυσαν ουσιαστικά το πολίτευμα, το Μνημόνιο στην ουσία αποτελεί την πιο λεπτομερή και μακροπρόθεσμη μορφή διακυβέρνησης που είχε ποτέ η χώρα. Ο ετεροπροσδιορισμός αυτός, που έλαβε τη μορφή μόνιμου υπερΣυντάγματος, περιλαμβάνει τα πάντα: από την πλέον ασήμαντη δημοσιονομική λεπτομέρεια μέχρι τη ριζική αλλαγή του κοινωνικού καθεστώτος!! Η φράση π.χ. του νέου Μνημονίου ότι «…θα απαλειφθεί το αποτύπωμα του κράτους στην οικονομία», που υπενθυμίζει τις πιο ανατριχιαστικές νεοφιλελεύθερες λεηλασίες, συνοδεύεται από τη ρητή απαγόρευση της ανάπτυξης και των επενδύσεων μέσω χρημάτων του κρατικού προϋπολογισμού και δανείων, όπως την διακήρυξε η κα Μέρκελ.
Αντιλαμβάνεστε τι θα γίνει στη χώρα με την αίολη προσδοκία της προσέλκυσης «άμεσων ξένων επενδύσεων» όταν, κατά την περίοδο της αναπτυξιακής έκρηξης που προανέφερα (όπου υπήρχαν ρυθμιστικοί κανόνες και προστατευτισμός των εγχώριων προϊόντων, αλλά και η νομισματική ευελιξία), ποτέ η Ελλάδα δεν οικοδόμησε έναν δυναμικό αυτοτροφοδοτούμενο και βιώσιμο ιδιωτικό τομέα οικονομίας!!
Άλλωστε, η πρόσφατη έκθεση της Διαρκούς Συνόδου του ΟΗΕ «Για την Ανάπτυξη και το Εμπόριο» (UNCTAD), όπου προεδρεύει ο επιφανής Γερμανός οικονομολόγος Χάινερ Φλάσμπεκ, που είπε πρώτος ότι τα πλεονάσματα του Βορρά και της χώρας του (της Γερμανίας) είναι τα ελλείμματα του Νότου (και της Ελλάδας), αναφέρει ότι την άμαξα της ανάπτυξης της διεθνούς οικονομίας σέρνουν οι κρατικές πολυεθνικές, που, ενώ αποτελούν το 1% επί του συνόλου τους, διενεργούν το 11% των άμεσων ξένων επενδύσεων παγκοσμίως.
Κυρίες, κύριοι,
Η κρίση της πατρίδας μας, το «ασύμμετρο» αυτό «σοκ» που θα έλεγε και ο Κέυνς, είναι σύνθετο και πολλαπλό: χρεοκοπημένα κόμματα εξουσίας, αναξιόπιστη και διαψευσμένη οικονομική θεωρία, αφερέγγυα συστημική διανόηση, υπηρετική δημοσιολογία του «δόγματος του σοκ» χωρίς ορθολογικό και πλήρη συλλογισμό, κατακερματισμένη Αριστερά που δεν μπορεί (ίσως και να μη θέλει) να παρουσιάσει, από τις πολλές και ενδιαφέρουσες προτάσεις οικονομικών ακτιβιστών και διανοουμένων, μιαν έκτακτη και επείγουσα ενωτική πρόταση εξόδου από την κρίση σε μιαν αμήχανη και τρομοκρατημένη κοινωνία…
Και ναι μεν όλοι πλέον, και οι έντιμοι οπαδοί της κλασικής οικονομικής θεωρίας, προειδοποιούν ότι αυτή η βίαιη και ατέρμονη ανταγωνιστική υποτίμηση των αμοιβών της εργασίας, των παροχών του Κοινωνικού Κράτους και των δημόσιων ή ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, οδηγεί σε πλήρη εθνική καταστροφή, η πορεία όμως της διαρκούς απόκλισης δεν είναι αντικείμενο αυτοκριτικής του επιπόλαιου, κυρίαρχου ακόμη στο εποικοδόμημα, εξουσιαστικού προσωπικού και των συμμάχων του- τεχνοκρατών.
Η απαλλοτρίωση με διαδικασίες αδιαφανούς ρευστοποίησης του άυλου και υλικού εθνικού πλούτου, προβάλλεται ως λυτρωτική διέξοδος. Και παρ’όλα αυτά η αποδόμηση του αντικοινωνικού, αντιαναπτυξιακού και κυρίως αντεθνικού Μνημονίου, δεν γίνεται ακόμη συστηματικά από ένα αμέτοχο της κρίσης πολιτικό υποκείμενο. Αυτό το υποκείμενο, που μακάρι να έρθει γρήγορα, πρέπει να θέσει στην Ευρώπη και τους Έλληνες το μοναδικής δραστικότητας δίλημμα: Αν το ευρώ και οι ευρωπαϊκές πολιτικές δεν μπορούν να αποτρέψουν την καταστροφή ενός κράτους-μέλους και τη δυστυχία 11 εκατομμυρίων κατοίκων, τότε ή πρέπει να αλλάξει δομικά ή δεν έχει λόγο ύπαρξης. Τότε μάλλον ο εγωιστικός ορθολογισμός των Αγορών του χρήματος ίσως πειθαναγκάσει και τους Ευρωπαίους να αλλάξουν την πορεία της ΕΕ.
Όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη μιας νέας εθνικής και κοινωνικής επανεκκίνησης, αλλά ούτε ο εξοργισμένος λαός, ούτε η Αριστερά, μπορεί ακόμη να σχηματίσει το νέο συμμετοχικό και -κατά το δυνατόν- αμεσοδημοκρατικό όραμα της παραγωγικής και της αυτοδύναμης θεσμικής και πολιτικής ανασυγκρότησης, που θα σταθεί ισότιμα στην ΕΕ.
Σ’αυτόν τον νέο καταστροφικό, αλλά οπωσδήποτε και ενδιαφέροντα, γύρο της ελληνικής τραγωδίας, όλα τα ζητήματα είναι (και πρέπει να είναι) ανοικτά και προς συζήτηση χωρίς προκαταλήψεις, δογματισμούς και δομοκρατικές αντιλήψεις, χωρίς απολυτότητες, ανορθολογισμούς και ιστορικά αδιέξοδα.
Όλοι πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η οποιασδήποτε φύσης ιδεοκρατική αντίληψη, ακόμη και αυτή που εκπορεύεται από το εκβιαστικό σήμερα και βαθιά αντι-ευρωπαϊκό βρυξελληνικό πνεύμα, κατακερματίζεται και εξαχνώνεται έναντι της κυρίαρχης κοινωνικής κινητικότητας και αναταραχής, που, αν δεν βρει άμεσα βιώσιμη, αναπτυξιακή και φιλολαϊκή διέξοδο, μπορεί να φτάσει μέχρις ακραίων καταστάσεων.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.-
[1] Κυριαρχούσε ως αντίληψη διακυβέρνησης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με την ελεύθερη οικονομία και το ισχυρό κράτος, που εξασφάλιζε την κοινωνική οικονομία της Αγοράς και εν πολλοίς διατρέχει τη Συνθήκη της Λισσαβόνας.[2] Βλέπε Νότη Μαριά: «Το Μνημόνιο της χρεοκοπίας και ο άλλος δρόμος. Πειραματόζωον η Ελλάς», Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2011.
[3] Για την έννοια της ηγεμονίας του πολιτικού υποκειμένου, βλέπε Αντόνιο Γκράμσι: «Παρελθόν και παρόν», τόμος Γ’, Εκδόσεις Στοχαστής, β’ έκδοση, Αθήνα 1974. [4] Βλέπε Κ.Καστοριάδη: «Μια κοινωνία που παραπαίει», Λεβιάθαν 14/1993-1994, σελ. 94. [5] Βλέπε Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου: «Από τον Κέυνς στη Θάτσερ. Χωρίς επιστροφή. Καπιταλιστικές κρίσεις, κοινωνικές ανάγκες, Σοσιαλισμός», Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2011.
[6] Βλέπε το βιβλίο μου: «Η Κρίση της Πολιτικής στην Ελλάδα (1985-1989)», Εκδόσεις Αφοι Τολίδη, Αθήνα 1989, σελ. 88 επόμ.
[7] Βλέπε το βιβλίο μου: «Το 1992 και το Εργατικό Κίνημα», Εκδόσεις Αφοι Τολίδη, Αθήνα 1989, σελ. 68 επόμ.
[8] Βλέπε το βιβλίο μου: «ΠΑΣΟΚ: Από την 3η του Σεπτέμβρη στο ΔΝΤ», Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2011.
[9] Βλέπε Λουτσιάνο Κάμφορα: «Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας», Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005.