Η ελληνική άμυνα είναι σε κρίσιμη κατάσταση, όμως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν είναι “στρατιωτικής” φύσεως.
Η ελληνική άμυνα υποσκάπτεται από δύο παράγοντες: από την αντικειμενική αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να υποστηρίξει τη στρατιωτική ισχύ που απαιτεί η εθνική ανεξαρτησία της χώρας, καθώς και από την απροθυμία
του λαού και των ηγετικών ομάδων να τη υποστηρίξουν την ισχύ αυτή –
πιθανότατα επειδή δεν αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην εθνική
ανεξαρτησία.
Οι απαιτήσεις του γεωπολιτικού περιβάλλοντος
Η στρατιωτική ισχύς για μια χώρα δεν
αποτελεί κάποια αφηρημένη απαίτηση: καθορίζεται από την ισχύ και τη
διάθεση των υπολοίπων μερών του γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Στην
περίπτωση της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθορίζεται από
τη θέση τους σε μία γεωστρατηγικά ευαίσθητη περιοχή της υφηλίου και τη
γειτνίασή τους με μία ισχυρή, ιστορικά επιθετική και συνεχώς ανερχόμενη
δύναμη – την Τουρκία, καθώς και από την γειτνίασή της Ελληνικής
Δημοκρατίας με μία σειρά χωρών μικρότερης ισχύος αλλά ιστορικά
επιθετικών, αν και προσωρινά αποδυναμωμένων λόγω ιστορικών συγκυριών.
Η αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας
Για να οργανωθεί η στρατιωτική ισχύς μιας
χώρας, απαιτούνται πόροι: ανθρώπινοι, χρηματικοί, βιομηχανικοί,
τεχνολογικοί. Η ελληνική κοινωνία σε καμία φάση της νεώτερης ιστορίας
της δεν κατάφερε να αναπτύξει και να διαθέσει τους παραπάνω πόρους σε
επάρκεια, ώστε να υποστηρίξει επαρκή στρατιωτική ισχύ που να της παρέχει
σημαντική πολιτική αυτονομία. Όμως κατά την τρέχουσα περίοδο, η
ικανότητά της να παράσχει στοιχειωδώς οποιουσδήποτε από τους παραπάνω
πόρους, φθίνει ραγδαία.
Οι ανθρώπινοι πόροι
Η στρατιωτική ισχύς – σε κάθε εποχή και
για κάθε πολιτική υποκείμενο – απαιτεί ανθρώπινους πόρους για την
επάνδρωση του μηχανισμού της, και μάλιστα, απαιτεί δύο διαφορετικές,
διακριτές κατηγορίες: ανθρώπινο δυναμικό για τη στελέχωση και ανθρώπινο
δυναμικό για την επάνδρωση του μηχανισμού.
Η Ελληνική Δημοκρατία δε μπορεί να
στρατολογήσει στις Ένοπλες Δυνάμεις της αριθμητικά αρκετούς ανθρώπους
για να τις συγκροτήσουν με κάποια επάρκεια. Ο συνδυασμός δημογραφικής
φθίσης και απροθυμίας στράτευσης (περί αυτού παρακάτω) έχει οδηγήσει τις
Ένοπλες Δυνάμεις σε επίπεδα επανδρώσεως που μόνον ως προσχηματικά
μπορούν να θεωρηθούν, καθιστώντας άδεια κελύφη την πλειοψηφία των
μηχανισμών που θα εμπλακούν σε μία ενδεχόμενη σύρραξη, με σημαντική έως
και απόλυτη αδυναμία εκπαιδεύσεως. Το πρόβλημα αυτό παραμένει, είτε η
Ελληνική Δημοκρατία επιλέξει να στρατολογήσει με το σύστημα της
καθολικής υποχρεωτικής θητείας, είτε επιλέξει να στρατολογήσει με την,
ούτως ή άλλως άστοχη και ατελέσφορη “εναλλακτική” προσέγγιση της
πρόσληψης “επαγγελματιών οπλιτών”, που εκτός από ανεπαρκής είναι
επαγγελματικά καταστροφική και οικονομικά (δηλαδή στρατηγικά) αδιέξοδη.
Η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει τους
πόρους για να στελεχώσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της, δηλαδή να τους
παράσχει τους μονίμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς που απαιτούνται
για τη στρατιωτική της ισχύ. Παρ΄όλο που η χώρα έχει έναν τεράστιο
δημόσιο τομέα, εν τούτοις δεν καταφέρνει να έχει τον αριθμό των
αξιωματικών και (μονίμων) υπαξιωματικών που αντιστοιχούν στο μέγεθος και
τη δομή των Ενόπλων Δυνάμεων που γνωρίζει ότι απαιτούνται (και
θεωρητικά συγκροτεί), με αποτέλεσμα αυτές να είναι υποστελεχωμένες. Ο
ελληνικός αμυντικός σχεδιασμός δεν έχει κατορθώσει να βρει οργανωτικά
και σχεδιαστικά επαρκές σύστημα για την στελέχωση του μηχανισμού του.
Αντιθέτως, η εγκληματικά μικροκομματική επιλογή συγκεκριμένων
κυβερνήσεων οδήγησε στην επιβάρυνση των Ενόπλων Δυνάμεων με μία μάζα
“επαγγελματιών οπλιτών” (είναι η δική τους παρουσία που ουσιαστικά
εξαντλεί τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Αμύνης) και οι οποίοι
αποτελούν το μεγαλύτερο στρατηγικό σφάλμα (και πρόβλημα) του ΕΣ εδώ και
μία δεκαετία – και θα συνεχίσουν να αποτελούν στο μέλλον.
Οι Χρηματικοί Πόροι
Η χρηματοδότηση της στρατιωτικής ισχύος
απαιτεί μια οικονομία που να μπορεί να την τροφοδοτεί χωρίς να υφίσταται
καταδικαστική πίεση. Καθώς οι απαιτήσεις της στρατιωτικής ισχύος εν
πολλοίς καθορίζονται από το γεωπολιτικό περιβάλλον, ένα χονδροειδές αλλά
εγκυρότατο μέτρο της δυνατότητας του κάθε κράτους να χρηματοδοτήσει τη
στρατιωτική του ισχύ είναι το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν του. Η σύγκριση
της πορείας του ελληνικού και του τουρκικού ΑΕΠ είναι αποκαλυπτικές.
Διάγραμμα 1 (Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα)
Φυσικά, η πραγματική χρηματοδότηση της
άμυνας είναι αποτέλεσμα όχι μόνον της κατ΄αρχήν δυνατότητας που
προκύπτει από το ΑΕΠ αλλά και της τελικής απόφασης για το πόσα χρήματα
θα διατεθούν για την άμυνα, όπως αυτή απεικονίζεται στο ύψος του
αμυντικού προϋπολογισμού. Παρακάτω φαίνεται η συγκριτική πορεία των
αμυντικών προϋπολογισμών της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Διάγραμμα 2 (Πηγή: Ερευνητικό Ίδρυμα της Στοκχόλμης για τη Διεθνή Ειρήνη – SIPRI)
Οι Βιομηχανικοί Πόροι
Η άμυνα ενός κράτους απαιτεί βιομηχανική
υποδομή. Ελάχιστα κράτη, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, είναι
απολύτως αυτάρκη σε αμυντικό υλικό, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγουν
σε άλλα για απόκτηση αμυντικού υλικού. Όμως η ισχύς της αμυντικής
βιομηχανίας, που επηρεάζεται από τη συνολική βιομηχανική ανάπτυξη της
χώρας αλλά και την επηρεάζει, καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα
περιθώρια στρατιωτικής εξάρτησης ή ανεξαρτησίας που έχει μια χώρα,
καθώς καθορίζει τον – μικρότερο ή μεγαλύτερο – βαθμό στον οποίον οι
Ένοπλες Δυνάμεις έχουν διεθνείς εξαρτήσεις στη συντήρηση του εξοπλισμού
τους, την υποστήριξή τους με αναλώσιμα και τη δυνατότητά τους να
τροφοδοτούνται με ένα μέρος, τουλάχιστον, του εξοπλισμού τους. Όπως
είπαμε, ελάχιστες χώρες είναι απολύτως ανεξάρτητες στρατιωτικά, αλλά
όλες οι υπόλοιπες δεν είναι μεταξύ τους ίσες. Διαφέρουν, και μάλιστα
δραματικά.
Το παρακάτω γράφημα δείχνει τον βαθμό εκβιομηχάνισης της κάθε χώρας.
Διάγραμμα 3 (Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα)
Αν αυτό συνδυαστεί με τον συνεχόμενη
διαφορά του ΑΕΠ των δύο χωρών, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς την
αυξανόμενη διαφορά μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού βιομηχανικού
δυναμικού.
Οι Τεχνολογικοί Πόροι
Η άμυνα ενός συγχρόνου κράτους
προϋποθέτει τεχνολογικά προηγμένη οικονομία. Η τεχνολογικά προηγμένη
οικονομία και κοινωνία, που σημαίνει μία οικονομία με σημαντικό όγκο
τεχνολογικής παραγωγής, μεγάλο αριθμό οικονομικών μονάδων με αντικείμενο
την “υψηλή” τεχνολογία (όσο κακόηχος κι αν ακούγεται ο όρος),
ερευνητικό έργο (και μάλιστα αρθρωμένο και συγκροτημένο, και όχι
διάσπαρτο), ευρεία εξοικείωση του γενικού πληθυσμού (και, πολύ
περισσότερο, συγκεκριμένων τμημάτων του, πχ, μαθητές) με την τεχνολογία,
δεν είναι απλώς απαραίτητη για τη δυνατότητα συντήρησης και χειρισμού
των τεχνολογικά προηγμένων εργαλείων που χρησιμοποιούν οι ΕΔ. ούτε
επιτρέπει απλώς την ανάπτυξη συστημάτων που απαιτούν εξεζητημένη
τεχνολογία. Η ανάπτυξη ορισμένων κατηγοριών συστημάτων “υψηλής”
τεχνολογίας, όπως τα τηλεπικοινωνιακά συστήματα και οι αισθητήρες μπορεί
να αποτελούν στρατηγικά κρίσιμους εξοπλιστικούς τομείς, δυσανάλογα
μεγάλης πολιτικής και στρατιωτικής σημασίας σε σχέση με την οικονομική
τους αξία ή το ποσοστό τους επί του συνόλου των εξοπλισμών, όμως υπάρχει
μια ακόμη κρίσιμη λειτουργία της τεχνολογικής δεξιότητας μια χώρας:
μόνον χώρες που έχουν ένα εγγενώς ανεπτυγμένο τεχνολογικό επίπεδο
μπορούν να προχωρήσουν πέρα από τον επιτυχή χειρισμό τμημάτων της
προηγμένης οπλικής τεχνολογίας – όπως κάνουν όλες οι χώρες που
εξαρτώνται αποκλειστικά ή κυρίως από την εισαγωγή της – και να
χειριστούν με επιτυχία το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα επί μέρους
τμήματα φθάνουν στην ύψιστη απόδοσή τους. Η συνολικό τεχνολογικό επίπεδο
της ελληνικής κοινωνίας είναι συγγνωστό σε όσους έχουν μια αίσθηση του
θέματος, όπως και η πορεία του στο χρόνο, σε σύγκριση με άλλες
ανταγωνιστικές της κοινωνίες. Πέρα από τις συνεχείς επικλήσεις στο
“ελληνικό ταλέντο” και άλλα αόριστα, το παρακάτω διάγραμμα είναι
εύγλωττο.
Διάγραμμα 4 (Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα)
Η απροθυμία της ελληνικής κοινωνίας
Πέρα από την αντικειμενική δυνατότητα της
κοινωνίας να υποστηρίξει την άμυνα, η στρατιωτική ισχύς προϋποθέτει την
προθυμία της κοινωνίας να παράσχει στον κρατικό μηχανισμό πόρους – από
όσους, σε κάθε περίπτωση διαθέτει – για την οργάνωσή της, και οι πόροι
αυτοί είναι, πριν απ΄ όλα η διάθεση του χρόνου των πολιτών στην υπηρεσία
της χώρας: η στρατιωτική θητεία. Μία φυσική διάθεση αποφυγής της
στρατιωτικής θητείας ίσως, σε κάποιο βαθμό, να είναι και εγγενώς
ισχυρότερη σε μία κοινωνία σαν την ελληνική, με ιστορικά προβλήματα
εξοικείωσης και αποδοχής του νεωτερικού κράτους – που άλλωστε
εκδηλώνεται χαρακτηριστικά και σε άλλους τομείς, όπως στην φοροαποφυγή.
Όμως το πρόβλημα αυτό παροξύνεται ιστορικά από την ευρέως διαδεδομένη
φυγοστρατία και τη σκανδαλώδη στρατολογική εύνοια σε όποιον καταφέρνει
να έχει προνομιακή πρόσβαση στην “πολιτική εξουσία”. Η επίγνωση της
αδικίας αυτής οδηγεί μακροϊστορικά σε απαξίωση της στρατιωτικής θητείας
στο κοινωνικό σώμα και στην αντίδραση του γενικού πληθυσμού προς αυτή
την – κεντρική για την ελευθερία του χώρας – πολιτικής υποχρέωσης. Αν
στο βασικό αυτό πρόβλημα προστεθούν, για την παρούσα περίοδο, η
ιστορικής προελεύσεως πολιτική αντίθεση της αριστεράς προς τον θεσμό των
Ενόπλων Δυνάμεων, που κυμαίνεται από οξεία αντίδραση μέχρι αμήχανη
δυσφορία, και η γενικότερη ευδαιμονιστική παράλυση της κοινωνίας σε όλα
τα επίπεδα, που αναζητεί προσχήματα για την αθέτηση υποχρεώσεων της και
τα βρίσκει σε επαρχιώτικες φιλελεύθερες αντιλήψεις περί “υπέρβασης του
πολέμου”, τότε συγκροτείται η συνολική διάθεση της ελληνικής κοινωνίας
για υπερασπιστεί στρατιωτικά την εθνική της ανεξαρτησία. Φυσικά, το
αποτέλεσμα όλων των φαινομένων από κοινού δεν είναι μόνον η απίσχναση
των Ενόπλων Δυνάμεων από αυτούς που ποτέ δεν προσέρχονται ή προσέρχονται
και “εξαφανίζονται”, αλλά και η καταρράκωση του ηθικού αυτών που
υπηρετούν και αντιλαμβάνονται εαυτούς ως “κορόιδα”. Η βάση του ηθικού
δεν είναι η ηθικολογία αλλά η δικαιοσύνη.
Τους ενθουσιώδεις αλαλαγμούς του “κόσμου”
με γαλανόλευκα ράκη σε κάθε νίκη της Εθνικής Ομάδας Ποδοσφαίρου, μπορεί
κανείς με ασφάλεια να τους αγνοήσει ως άνευ οποιασδήποτε σημασίας.
Η υποκρισία των ηγετικών ομάδων
Η απροθυμία του σώματος της κοινωνίας να
υποστηρίξει εμπράκτως, ιδίοις αναλώμασι, τις απαιτήσεις της χώρας για
στρατιωτική ισχύ, βρίσκει το ακριβές αντίστοιχό της στην αδιαφορία των
ηγετικών ομάδων της (και όχι απλώς των πολιτικών ηγεσιών) να κάνουν ό,τι
απαιτείται για να οργανώσουν την αμυντική ισχύ, όπως είναι το θεωρητικό
τους, τουλάχιστον, καθήκον.
Είναι αδύνατον για μια ηγετική ομάδα να
απαιτήσει θυσίες από αυτούς των οποίων ηγείται, όταν η ίδια προκλητικά
αποφεύγει να αναλάβει το μερίδιο που της αναλογεί, έστω και στοιχειωδώς.
Είναι δύσκολο για τις ηγετικές ομάδες να πείσουν τους απλούς πολίτες να
υπηρετήσουν αγόγγυστα στις Ένοπλες Δυνάμεις, όταν οι ίδιοι είναι στη
μεγάλη τους πλειοψηφία είτε αστράτευτοι, είτε με προσχηματική
στρατιωτική υπηρεσία. Η στρατιωτική θητεία που υπηρέτησαν ο νυν
πρωθυπουργός, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και βασικός κυβερνητικός του
εταίρος, ο υπουργός αμύνης και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης
– οι τέσσερις βασικότεροι πολιτικοί άνδρες που σχετίζονται με την άμυνα
της χώρας – αρκεί για να αποδείξει και στον πλέον επιφυλακτικό ότι οι
πρώτοι που έχουν κουρελιάσει τους θεσμούς της άμυνας είναι οι “πολιτικοί
ταγοί” της χώρας. Φυσικά, η καταπάτηση των θεσμών δεν περιορίζεται στην
ατομική φυγοπονία. Ελλείψει δυνατότητας να παραχθεί ουσιαστικό πολιτικό
έργο, η ευνοιοκρατία αποτελεί βασική μέθοδος άντλησης πολιτικής ισχύος,
έναντι τόσο των πολιτών όσο και των επαγγελματιών που υπηρετούν στις
Ένοπλες Δυνάμεις. Η ευνοιοκρατία αυτή δεν έχει “οριακή” επίπτωση στη
στρατιωτική ισχύ της χώρας, δεν είναι κάποιο “δευτερεύον” φαινόμενο που
επηρεάζει τις παρυφές του αμυντικού μηχανισμού: αποτελεί το μεγάλο,
μόνιμο καρκίνωμα στο σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων που τις καθηλώνουν στο
επίπεδο δευτεροκλασάτου στρατιωτικού μηχανισμού, χωρίς αξιώσεις
πραγματικής πολεμικής ισχύος. Λίγοι πολίτες είναι σε θέση να αντιληφθούν
την έκταση και το βάθος της φθοράς που προκαλεί στις Ένοπλες Δυνάμεις η
ευνοιοκρατία.
Βεβαίως, οι πολιτικές ηγεσίες, παρ’ όλη
τη διάθεση κατεδάφισης της στρατιωτικής ισχύος της χώρας που
επιδεικνύουν στην καθημερινότητά τους, δεν παύουν να τονίζουν τη σημασία
της, και να καλούν σε μεγάλες οικονομικές θυσίες για τη “διατήρηση και
ενίσχυσή της”. Είναι να απορεί κανείς πως συμβιβάζονται αυτές οι
αντιφατικές στάσεις. Το μόνον που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι
πως, δίχως άλλο, ο πρώην υπουργός αμύνης που, μαζί με σύσσωμο το
περιβάλλον του, οδηγήθηκε στη φυλακή για κολοσσιαίες μίζες από τα
εξοπλιστικά προγράμματα της περιόδου της υπουργίας του, αποτελεί ένα
μεμονωμένο περιστατικό, ενώ παρόμοια φαινόμενα είναι αδιανόητα για όλους
τους άλλους πολιτικούς που έχουν χρηματίσει υπουργοί στη θέση αυτή –
ενώ είναι βέβαιον ότι ακόμη και από τον κατάδικο υπουργό, ούτε ελάχιστο
μέρος του παράνομου πλούτου δε διοχετεύτηκε στην εξαγορά πολιτικής
ισχύος και κάλυψης προς τις λοιπές “ηγετικές ομάδες” της κοινωνίας.
Οι ηγετικές ομάδες ενεργούν με εύγλωττο
τρόπο: αντιλαμβάνονται ότι τα προβλήματα εθνικής ασφαλείας τα διευθετούν
με τηλεφωνήματα σε αλλοδαπά γραφεία – προεδρικά, πρωθυπουργικά
υπουργικά, πρεσβευτικά – ενώ η μοναδική πραγματική τους εξουσία είναι η
νομή του μικρόκοσμού τους. Όμως Ένοπλες Δυνάμεις χτίζουν μόνον λαοί και
ηγεσίες που θεωρούν ότι είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για τη μοίρα τους.
Οι προσχηματικές λύσεις
Καθώς το αμυντικό αδιέξοδο της χώρας
καθίσταται όλο και πιο έντονο και πιο εμφανές, οι διάφοροι ιθύνοντες (ή
και “υποψήφιοι ιθύνοντες”) , αδυνατώντας να κάνουν ό,τι απαιτείται για
να αντιμετωπίσουν τις αιτίες των προβλημάτων, αλλά και αρνούμενοι να
παραδεχτούν κυνικά το αδιέξοδο στο οποίο έχουν οδηγήσει, επινοούν όλο
και πιο ευφάνταστες όσο και προσχηματικές λύσεις. Οι δύο δημοφιλέστερες
από αυτές είναι αφ΄ενός η “δημιουργία Ενόπλων Δυνάμεων επαγγελματικών,
υψηλής τεχνολογίας”, αφ΄ετέρου η … εξάλειψη της ανάγκης για στρατωτική
ισχύ μέσω των “πολιτικών διευθετήσεων” των προβλημάτων ασφαλείας της
χώρας.
Οι “Επαγγελματικές, Υψηλής Τεχνολογίας” Ένοπλες Δυνάμεις
Η πρώτη προσχηματική λύση που
επιστρατεύεται από τις πολιτικές δυνάμεις προκειμένου να προτείνουν λύση
στο αδιέξοδο της αμυντικής πολιτικής είναι ο προσανατολισμός (για την
ακρίβεια: η επίμονη ρητορεία) γύρω από τις “Επαγγελματικές, Υψηλής
Τεχνολογίας” Ένοπλες Δυνάμεις. Η ρητορική αυτή υπονοεί ότι εάν οι
Ένοπλες Δυνάμεις ακολουθήσουν ένα διαφορετικό “εξοπλιστικό πρότυπο”, και
επικεντρωθούν στην απόκτηση (μικρού) αριθμού “υψηλής τεχνολογίας” (για
τον εντυπωσιασμό των αδαών: “έξυπνων”) όπλων και συστημάτων, αυτό θα
τους προσδώσει όχι μόνο το ισοδύναμο της ίδιας ισχύος με αυτή που έχουν
σήμερα (όπου υπονοείται ότι ακολουθείται πολιτική μαζικών αλλά “μέτριας”
τεχνολογίας Ενόπλων Δυνάμεων), κι ότι επιπλέον μια τέτοια, διαφορετική
συγκρότηση θα δώσει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων χωρών που “δεν
έχουν προσχωρήσει” στο πρότυπο αυτό. Έτσι, προτείνεται η Ελλάδα να κάνει
κάτι “έξυπνο”, που δεν έχουν σκεφτεί να κάνουν άλλοι – παρά μόνον οι
πλέον “προηγμένες” χώρες του κόσμου (ή και της ιστορίας), και το οποίο,
εύκολα, άκοπα, φτηνά και “ευφυώς” θα λύσει το αμυντικό πρόβλημα της
χώρας – υπονοείται: και την απροθυμία και την αδυναμία της κοινωνίας να
υποστηρίξει εμπράκτως την ισχυρή άμυνα. Μέχρι πρόσφατα, η ρητορεία αυτή
εμπλουτιζόταν στις αναφορές στον “επαγγελματικό” στρατό, με παρεμφερές
επιχείρημα: Οι “υψηλής εκπαίδευσης” επαγγελματίες οπλίτες, που ούτως ή
άλλως είναι απαραίτητοι για τη διαχείριση των “υψηλής τεχνολογίας
συστημάτων” που προηγήθηκαν στο επιχείρημα, εξ αιτίας της μεγάλης τους
απόδοσης είναι ισοδύναμοι με πολύ μεγαλύτερο αριθμό “πλημμελώς
εκπαιδευμένων” στρατευσίμων. Το υπονοούμενο του επιχειρήματος είναι ότι
δε θα χρειάζεται να ξεβολεύονται οι πολίτες με την υποχρεωτική
στράτευση, μιας και μερικοί επαγγελματίες θα αναλάβουν εργολαβικώς την
ευθύνη των ΕΔ και θα αφήσουν τους πολίτες στην πολύτιμη ησυχία τους.
Φυσικά, λόγω της εκρηκτικής οικονομικής κρίσης, το τελευταίο αυτό μέρος
του επιχειρήματος για τον “επαγγελματικό στρατό” εκ των πραγμάτων
αναφέρεται όλο και λιγότερο – χωρίς καν πολλοί να έχουν συνειδητοποιήσει
την εγκληματική επίπτωση που είχε στην άμυνα ο περιορισμένος, έστω,
θεσμός του επαγγελματία οπλίτη που εισήχθη μαζικά από τους
Τσοχατζόπουλο-Παπαντωνίου κατά την υπουργία τους στις αρχές της
δεκαετίες του 2.000 – άλλη μια θλιβερή σφραγίδα τους στο χώρο, με πολύ
πιο διαλυτικά και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα από ότι η ευνοιοκρατία και η
διασπάθιση του δημοσίου χρήματος.
Το διάγραμμα που ακολουθεί, σε συνδυασμό
με το Διάγραμμα 2, καθιστούν εμφανές το στρατηγικό αδιέξοδο του
“ημιεπαγγελματικού στρατού”:
Διάγραμμα 5 (Πηγή: Βορειοατλαντικό Σύμφωνο)
Η όλη συζήτηση σχετικά με τις
“μικρότερες, ευέλικτες, υψηλής τεχνολογίας” Ένοπλες Δυνάμεις, σε τεχνικό
επίπεδο μαρτυρά απλώς την άγνοια των διαφόρων “πολιτικών συμβούλων”
(από τους οποίους συνήθως εκπορεύονται οι ανοησίες αυτές) γύρω από το
αντικείμενο περί το οποίο “συμβουλεύουν”. Ολίγη “Revolution in Military
Affairs”, θυμίζοντας τραγικά “σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες” και η
πολιτική παραγγελία θεωρείται εκτελεσθείσα – το ίδιο είναι, φυσικά, και
η εθνική άμυνα.
Οι “πολιτικές διευθετήσεις”
Η πλέον ειλικρινής – ή κυνική, αναλόγως
της οπτικής γωνίας – θέση για την εθνική άμυνα που εκφράζεται από
πολιτικές δυνάμεως ως λύση στην αδυναμία ανάπτυξης της απαραίτητης
στρατιωτικής ισχύος είναι η … απαλλαγή από την αναγκαιότητά της – με
“πολιτικά μέσα”. Η στάση αυτή έχει διάφορες εκφάνσεις, ιδεολογικές και
πολιτικές. Κινείται από την “ήπια” εκδοχή Βενιζέλου (“ετοιμαζόμαστε
μόνον για σημειακά θερμά επεισόδια”) μέχρι τις πιο… τολμηρές θέσεις
Μπαλάφα (“θα το ρισκάρουμε”). Η ουσία των θέσεων είναι ότι αν
συζητήσουμε ψύχραιμα με την Τουρκία, κι αφού, εν πάση περιπτώσει, δεν
είμαστε σε θέση να ανταπεξέλθουμε στη στρατιωτική πίεση που μας
ασκείται, ας παραχωρήσουμε κάτι από κυριαρχικά δικαιώματα για να μας
αφήσουν ήσυχους.
Το στοιχειώδες ερώτημα του γιατί θα σε
αφήσει ήσυχο κάποιος που διαπιστώνει ότι αποσπά ανταλλάγματα εξ αιτίας
του φόβου και της αδυναμίας σου να αντισταθείς, και δε θα συνεχίσει να
πιέζει για να αποσπά περισσότερα, παραμένει αναπάντητο.
Επίλογος
Παρά την όποια πολιτική έκπτωση της
χώρας, η άμυνα εξακολουθεί να απασχολεί έναν μεγάλο αριθμό πολιτών. Το
ενδιαφέρον και η ανησυχία των πολιτών για την άμυνα, επικεντρώνεται
συχνά στα τεχνικά θέματα της άμυνας, στο αν οι ΕΔ κάνουν το τάδε ή το
δείνα αποτελεσματικά, ή αν ακολουθείται η καλύτερη πρακτική στο ένα ή
στο άλλο θέμα. Η τάση αυτή είναι εύλογη, και ασφαλώς δε βλάπτει κανέναν.
Όμως, κάθε ασχολούμενος είναι χρήσιμο να έχει κατά νου ότι η
ενασχόληση με τα τεχνικά θέματα της άμυνας μπορεί να εμφανίζει κάποιο
ενδιαφέρον, είναι όμως πρακτικά και πολιτικά αδιάφορη. Η αντιμετώπιση
τους είναι η επαγγελματική αποστολή των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων,
οι οποίοι ασφαλώς δεν αναμένουν συνδρομή από τον γενικό πληθυσμό για το
πώς θα αντιμετωπίσουν το επαγγελματικό τους αντικείμενο. Η όποια
συνδρομή των πολιτών μπορεί να αφορά κυρίως τη συνειδητοποίηση των
πραγματικών, των πολιτικών θεμάτων της άμυνας, που βρίσκονται στην πηγή
ΟΛΩΝ των υπολοίπων προβλημάτων.
Η παρούσα κατάσταση είναι απλή: η
ελληνική κοινωνίας μπορεί όλο και λιγότερο, και θέλει όλο και λιγότερο
να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Το βασικό πολιτικό πρόβλημα της άμυνας
είναι αυτό – και αυτό έχει νόημα να απασχολεί τους πολίτες και τους
πολιτικούς.
Τα υπόλοιπα, θα τα λύσουν οι στρατιωτικοί – όποτε οι συνθήκες το επιτρέψουν.
(Με ευχαριστίες προς τον StrategyReports για την υπόδειξη των πηγών NATO και SIPRI)
Πηγές
- SIPRI Military Expenditure Database
- Financial and Economic Data Relating to NATO Defence
- World Bank Open Data