«Μα δεν είναι όπως παλιά, γιαγιά», της είπα. «Κάθε φορά κι εμείς αυτό λέγαμε, αλλά τα λεφτά τα χάναμε. Είναι πάντα όπως παλιά», μου απάντησε.
Κατά σύμπτωση, το ίδιο βράδυ συναντήθηκα μέσω ενός Ελληνα τραπεζίτη (του Λευτέρη Χιλιαδάκη) με τον πρόεδρο της HSBC παγκοσμίως, τον John Bond, όνομα-θρύλο στο διεθνές τραπεζικό σύστημα. Του είπα, λοιπόν, την άποψη της γιαγιάς μου και έκπληκτος τον άκουσα να λέει:
«Η γιαγιά σου έχει δίκιο. Κάθε μερικές δεκαετίες οι τράπεζες πτωχεύουν και το παιχνίδι ξαναρχίζει από την αρχή. Αυτό θα συμβαίνει πάντα». «Μα είναι δυνατόν;» τον ρώτησα. «Σήμερα υπάρχουν έλεγχοι, θεσμοί, εγγυήσεις». «Να σου εξηγήσω», μου είπε. «Εσύ όταν πηγαίνεις στην τράπεζα στέκεσαι στην ουρά των καταθετών. Δίπλα σου υπάρχει μια άλλη ουρά, των δανειοληπτών. Εσύ, κοιτάζοντάς τους, δεν θα δάνειζες ούτε ένα ευρώ σε κανέναν από αυτούς. Εμείς όμως παίρνουμε τα λεφτά σου και τους τα δανείζουμε. Και μάλιστα επί 8 φορές. Τι περιμένεις να γίνει λοιπόν;».
Οι δύο αυτοί διάλογοι γίνονται σήμερα απολύτως επίκαιροι. Τότε, πριν από μία δεκαετία, η γιαγιά μου φαινόταν άσχετη και ο Bond θεωρούσα ότι παρίστανε τον εκκεντρικό. Ομως τα πράγματα ήρθαν έτσι σήμερα που επιβεβαιώθηκαν και οι δύο. Μέχρι πρότινος θεωρούσαμε ότι αν μία τράπεζα είχε πρόβλημα, οι άλλες όλες μαζί θα έπαιρναν το χαρτοφυλάκιο και τις καταθέσεις της και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Εξάλλου αυτό είχε συμβεί αρκετές φορές στην Ελλάδα. Μετά θεωρούσαμε ότι αν όλες οι τράπεζες είχαν πρόβλημα, το κράτος θα κάλυπτε όλα τα κενά (όταν είχε δραχμές και τύπωνε αβέρτα κουβέρτα μπορούσε να το κάνει). Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες θεωρούσαμε ότι, παρόλο που δεν μπορεί το ελληνικό κράτος, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα κάλυπτε τους καταθέτες. Τώρα ξέρουμε ότι κανείς δεν θα τους καλύψει στην Ευρώπη και ότι αν η τράπεζά τους έχει πρόβλημα, ή ακόμη χειρότερα αν η τράπεζά τους, το τραπεζικό σύστημα και η χώρα τους έχουν πρόβλημα, οι καταθέσεις θα εξαφανίζονται.
Αυτά, αν τα γράφαμε πριν από έναν χρόνο, η κυβέρνηση θα μας κατηγορούσε ότι σπέρνουμε τον πανικό. Σήμερα τα γράφουμε διότι έγιναν πραγματικότητα. Δεν είναι μια θεωρία συνωμοσίας, είναι πρακτική της ευρωζώνης. Το τι θα κάνει ο καθένας με τα λεφτά του θα το κρίνει μόνος του. Αλλά τα δεδομένα έχουν αλλάξει και η μόνη κάλυψη που έχουν οι καταθέτες της ευρωζώνης είναι οι φραστικές διαβεβαιώσεις των αξιωματούχων όλων των χωρών ότι καμία λύση δεν είναι γενική και ισχύει μόνο για τις χώρες που εφαρμόστηκε και πως οι καταθέσεις είναι εγγυημένες. Εφόσον όμως ο καταθέτης καλείται πλέον να κρίνει τη φερεγγυότητα κάθε τράπεζας, να μελετήσει πού δίνει η τράπεζα τα λεφτά που της καταθέτει, να μελετήσει και τη συνολική φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος της χώρας του και να προβλέψει τι πολιτική θα ακολουθήσει η Ευρώπη στην περίπτωση που θα υπάρξει πρόβλημα, τότε ο καταθέτης έχει και δικαίωμα (και υποχρέωση) να διαλέξει και πού θα βάλει τα λεφτά του ανά τον κόσμο. Διότι με τις αποφάσεις της η Ευρώπη μετέτρεψε αναγκαστικά, και άθελά τους, όλους τους καταθέτες σε κερδοσκόπους επενδυτές. Και αυτό θα το πληρώσουν και οι καταθέτες αλλά και η ευρωζώνη και το ευρώ.