“Πιστεύω πως εκείνο που έμεινε στους περισσότερους, τουλάχιστον, από όσους άκουσαν την πρότασή σας αυτή, είναι το
περικυκλώστε και
όχι το ότι μέσω της περικύκλωσης σκοπούμε στη θεσμική συμμετοχή του
πολίτη. Το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι δεν έχετε συμπληρώσει την
πρότασή σας αλλά στο ότι είναι
τόσο μεγάλη η δύναμη της εικόνας του περικυκλώστε ώστε μόνον αυτό απομένει.
Και ενώ εξηγείτε πως δεν μπορούμε να περιμένουμε πλέον από τις
διαδηλώσεις – όπως στο παρελθόν – ταυτόχρονα καλείτε στην περικύκλωση.
Από
πρώτο άκουσμα – σας το επεσήμανε ήδη σε μιά εκπομπή του ο Σεραφείμ Κοτρώτσος – αυτά τα δύο είναι αντιφατικά.
Χρειάζεται, πιστεύω, και επειγόντως, μία νέα εικόνα που να προβάλει το
τί ζητάμε από την περικύκλωση.
Δεν είναι κάτι εύκολο αλλά, δυστυχώς, η ζωντάνια της εικόνας περί περικύκλωσης ματαιώνει το μήνυμα του τι ζητάμε.
Πρέπει η εικόνα του στόχου να είναι δυνατότερη από την εικόνα του μέσου”.
Διευκρινίσεις στην επισήμανση από τον Γ. Κοντογιώργη.
Ευχαριστώ για την επισήμανση. Έχω πλήρη συνείδηση του προβλήματος. Είχα
μάλιστα εξηγήσει στους φίλους μου, που με ενθάρρυναν να γράψω κάτι, ότι
θα το έπραττα για να τους καταδείξω πως μια εναλλακτική πρόταση, η οποία
θα υπερέβαινε τα εσκαμμένα, θα περνούσε απαρατήρητη. Όπως και έγινε.
Νομίζω επομένως ότι η μετάθεση του επικέντρου από τον “στόχο” στο
“μέσον”, οφείλει να αναζητηθεί αλλού. Θέλω να πω ότι συναρτάται με
δυσκολίες μείζονος σημασίας, που αφορούν στις βεβαιότητές μας, δηλαδή
στον βιολογικό μας χρόνο, στο στάδιο της ωριμότητάς μας:
Η μια, αφορά στην κατήχηση που έχει ενσταλαχτεί στις συνειδήσεις μας
ότι το πολίτευμα που βιώνει ο νεότερος κόσμος είναι δημοκρατία. Άρα,
μετά τη δημοκρατία τι άλλο μπορούμε να επιδιώξουμε; Τον αυταρχισμό;
Πρώτη μας πράξη είναι, επομένως, η αποκάθαρση από τις ιδεολογικές αυτές
ανοησίες, η επίγνωση του κόσμου που ζούμε. Αναθεωρώντας τις έννοιες, θα
αντιληφθούμε ότι ζούμε σε ένα ουδέ καν αντιπροσωπευτικό σύστημα, και
ότι, ως εκ τούτου, τελούμε σε καθεστώς ιδιωτείας. Με άλλα λόγια, πέραν
της δυσκολίας της “γλώσσας” μου, υπάρχει μια αντικειμενική δυσκολία που
συναρτάται με το ότι μας έχουν πείσει πως ζούμε σε άλλη εποχή από αυτήν
που πράγματι υπάρχουμε.
Η επισήμανση αυτή δεν αποτελεί απλό σχήμα λόγου: έχουμε την βεβαιότητα
ότι δημοκρατία είναι να διαδηλώνουμε για να πείσουμε τους κατόχους της
πολιτείας να μας συνεκτιμήσουν στις πολιτικές τους.
Πέραν του γνωσιολογικού, λοιπόν, προβλήματος, διερωτώμαι, εν απορία,
γιατί πρέπει να διαδηλώνουμε για να διεκδικήσουμε την επίλυση των
προβλημάτων μας από τρίτους, και δεν διεκδικούμε το αυτονόητο: να έχουμε
εμείς ή, έστω, να συμμετέχουμε και εμείς στην αρμοδιότητα αυτή.
Εάν επομένως, γνωρίζαμε ότι το πολιτικό σύστημα δεν είναι ούτε
δημοκρατικό, αλλά και ούτε αντιπροσωπευτικό, θα θέταμε, είμαι βέβαιος,
σε άλλη βάση το ερώτημα. Θα είχαμε αντιληφθεί ότι μας έχουν εγκιβωτίσει
στην ιδιωτική μας σφαίρα, μας διδάσκουν να ασχολούμαστε με τα ιδιωτικά
μας πράγματα, ότι μάλιστα αυτά είναι αντιθετικά και ασύμβατα με τη
συλλογικότητά μας.
Με τον τρόπο αυτόν, όμως, όχι μόνο δεν θέλουμε, αλλά και δεν μπορούμε να
συγκροτήσουμε τη συλλογικότητα μας, απέναντι στον κάτοχο της απόλυτης
εξουσίας, παρά μόνο διαδηλώνοντας ή εξεγειρόμενοι. Ώστε, ξεκαθαρίζοντας
τις έννοιες, θα είχαμε αυτομάτως τη διάγνωση της σημερινής μας
κακοδαιμονίας. Αποφασίζουν άλλοι για εμάς και, μάλιστα, κατά την
απολύτως ελευθέραν τους βούληση και σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα.
Ουδείς τους υποχρεώνει για το αντίθετο.
Η άλλη δυσκολία έχει να κάνει με την αυτονόητη σχεδόν αντίληψή μας
ότι ο μόνος τρόπος που μια κοινωνία έχει για να συναντηθεί με την
πολιτική είναι εξωθεσμικός, στους δρόμους, στα κομματικά ή στα
βουλευτικά γραφεία και τα συναφή.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι βαθιά πεπεισμένος ότι τον πολιτικό θα τον
συναντήσει είτε ως “άμορφη μάζα” είτε ως “ατομικός πελάτης”. Έχει επίσης
την βεβαιότητα ότι ο πολιτικός τον εκπροσωπεί, ότι δηλαδή η ψήφος του
έχει αντιπροσωπευτικό περιεχόμενο. Θα τον συμβούλευα να μπει στον κόπο
να διαβάσει το όποιο Σύνταγμα, έστω το ελληνικό, αφού ενημερωθεί για το
περιεχόμενο της έννοιας αντιπροσώπευση.
Αν, ωστόσο, στο παρελθόν οι συσχετισμοί επέτρεπαν τη διαμόρφωση κάποιων
ισορροπιών που συνέβαλαν και στη συμμετοχή της κοινωνίας στην ευημερία,
τώρα πια δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες.
Η ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνία, στην πολιτική και στις αγορές έχει ανατραπεί δραματικά. Και θα έλεγα επίσης τελεσίδικα.
Σ’αυτό διαφέρει η κρίση του 1929 και οι άλλες που προηγήθηκαν, από την
τωρινή. Εκείνες ήταν κρίσεις που συνέχονταν με τη εδραίωση του
συστήματος, η παρούσα αφορά στην υπέρβασή του.
Επομένως, για να αποκατασταθεί η ισορροπία, με την επάνοδο των κοινωνιών
στο πολιτικό προσκήνιο, θα απαιτηθούν τρόποι δράσης, θεσμοί και
λειτουργίες από το μέλλον, που θα εναρμονίζουν ότι έμεινε πίσω -την
πολιτεία, τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής- με τη δυναμική των
εξελίξεων.
Στο κείμενο μου, “τι πρέπει να γίνει”, διέκρινα σαφώς τη διάφορα
μεταξύ της διαδήλωσης (του λαού ως μάζας, που ακολουθεί τους
επαγγελματίες καθοδηγητές) και της περικύκλωσης (δίκην δημοαλυσίδας,
όπου ο λαός στέκεται απέναντι σ’αυτούς και αξιώνει την απόδοση της
πολιτικής του κυριαρχίας).
Η διαδήλωση τελειώνει σε προκαθορισμένο χρόνο, η δημοαλυσίδα με την
επίτευξη του στόχου. Έδωσα το διάγραμμα της διαδικασίας, κυρίως όμως
περιέγραψα το περιεχόμενο του στόχου. Συγκεκριμένες νομοθετικές
ρυθμίσεις, που θα άλλαζαν το πολίτευμα και θα μετέβαλαν εφεξής την
κοινωνία των πολιτών σε διαρκή θεσμό της πολιτείας. Εξηγούσα ότι εάν δεν
γινόταν υποχρεωτική η διατύπωση της γνώμης της κοινωνίας των πολιτών
για την λήψη μιας πολιτικής απόφασης, η τελευταία μόνο σε δεινά μπορούσε
να ελπίζει.
Έλεγα, λοιπόν, ότι αντί οι “αγανακτισμένοι” να περιφέρονται στο Σύνταγμα
και να νομίζουν πως βιώνουν την λεγόμενη “άμεση δημοκρατία”, να
συμπεριφέρονται δηλαδή ως βραχονησίδα στον Ατλαντικό, να συνάψουν
αναγκαστικό γάμο με τους απέναντι, στη Βουλή, να τους εξαναγκάσουν να
αλλάξουν τη θεμέλια λογική του πολιτεύματος και, προφανώς, τις πολιτικές
τους προτεραιότητες.
Υπενθύμιζα ακριβώς ότι ενομιμοποιούντο γι’αυτό εκ του γεγονότος ότι η
κοινωνία είναι ο λόγος ύπαρξης της πολιτικής και των αγορών, κι όχι το
αντίθετο. Δεν νοείται, επομένως, οι πολιτικές να ανάγονται στο συμφέρον
των αγορών (και του πολιτικού προσωπικού) και όχι των κοινωνιών.
Η πρόσκληση για την περικύκλωση της Βουλής, υπεδείκνυε τον τρόπο για την επίτευξη του σκοπού, δεν ήταν ο αυτοσκοπός.
Γι’αυτό και υπογράμμιζα ότι έπρεπε να συγκροτηθούν ως εάν ήταν
πραγματικός δήμος, δηλαδή σε συντεταγμένη θεσμικά πολιτειακή οντότητα,
με σταθερή παρουσία: να παραμείνουν εκεί έως ότου εξαναγκασθεί η Βουλή
να ψηφίσει τις προτάσεις τους.
Το πρόβλημα, πιστεύω, δεν είναι ότι δεν διευκρίνισα με σαφήνεια το
στόχο, αλλά ότι οι τότε “αγανακτισμένοι”, είχαν χειραγωγηθεί από
διάφορες ομάδες -όπως το ανέμενα και το πρόβλεψα ότι θα γίνει- που τους
καθοδήγησαν στον εκφυλισμό του εγχειρήματος. Η κοινωνία είναι και
σήμερα αντιμέτωπη με το καθεστώς της. Είναι δομημένη ως ιδιώτης, η
έμφαση δίδεται στην ατομικότητα που ευδοκιμεί, τρώγοντας τις σάρκες της
συλλογικότητας. Έχει συλληφθεί και θα έλεγα διαπαιδαγωγηθεί ως
λειτουργός της ιδιωτείας, όχι ως θεσμός της πολιτείας. Εξού και δεν
δύναται να συμπήξει συλλογικότητα, να βρεθεί έτσι απέναντι, αντιμέτωπη
με την πολιτική τάξη, που κατέχει και νέμεται το κράτος.
Το γεγονός ότι η κοινωνία δεν συγκροτεί πολιτική κατηγορία, οδηγεί
την πολιτική τάξη να ορίζει το πολιτικό κόστος σε συνάρτηση με την
αντίδραση των αμάδων που κινούνται γύρω από τα ΜΜΕ ή την πολιτική εξουσία και όχι με τις όποιες αντιδράσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Που καταλήγουμε; Ότι απαιτείται η κοινωνία των πολιτών να αντιληφτεί δυο τινά:
Πρώτον, ότι πρέπει να αλλάξει το πρόταγμά της.
Να αντιληφτεί πρωταρχικά ότι το σύστημα που έχει ο νεότερος κόσμος σήμερα δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε δημοκρατικό.
Και ότι η αιτία της κακοδαιμονίας της είναι ότι δεν μετέχει της
πολιτείας, στην διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Να αξιώσει τη συμμετοχή
της στην πολιτεία ως θεσμός, να εξαναγκάσει τη μεταβολή του
πολιτεύματος σε αντιπροσωπευτικό. Είναι εύκολο πια, με τα επιστημονικά
μέσα που διαθέτουμε, να αντλούμε τη γνώμη, δηλαδή την βούληση της
κοινωνίας για κάθε θέμα, κάθε στιγμή. Το θέλουμε όμως; Ή μήπως μας έχουν
τόσο βαθιά ενσταλάξει την ολιγαρχική ιδεολογία ώστε η ιδέα να
προσεπικληθεί η κοινωνία, δηλαδή εμείς ως συλλογικότητα, μας τρομάζει,
εάν δεν προκαλεί αποστροφή; Έως ότου αντιληφτούμε, λοιπόν, ότι είναι η
μόνη λύση -και πάψουμε να φοβόμαστε τον συλλογικό εαυτό μας- θα
συνεχίσουμε την κάθοδό μας στον Άδη….
Δεύτερον, ότι η κατάσταση δεν θα αλλάξει με την επίκληση της
δεοντολογίας, με διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, αλλά μόνο με τον ενεργό
εξαναγκασμό της πολιτικής τάξης. Εάν δεν θέλουμε να μας οδηγήσουν
στην απόλυτη εξαθλίωση, οπότε θα μας απομένει μόνον η εξέγερση, πρέπει
να πάψουμε να σπαταλάμε απίθανη ενέργεια σε αδιέξοδους τρόπους δράσης,
που μόνο τη νομιμοποίηση των δυναστών μας επιφέρει.
Η δομική αλλαγή του πολιτικού συστήματος έναν δρόμο γνωρίζει: τον
εξαναγκασμό, την συνολική απόρριψη της ιδέας ότι η εναλλαγή στην εξουσία
των δυνάμεων της καθεστωτικής κομματοκρατίας δημιουργεί ελπίδα. Για
να γίνει όμως αυτό πρέπει να χαλυβδώσουμε το ταυτοτικό μας έρμα, ότι
μας συνδέει ως συλλογικότητα. Να διατυπώσουμε το εναλλακτικό μας αίτημα
(την μεταβολή της πολιτείας σε αντιπροσωπευτική) και τέλος να ορθώσουμε
όχι το ατομικό μας εγώ, αλλά την συλλογικότητά μας απέναντι στο πολιτικό
προσωπικό που μας κατέχει, μέσω της ενσάρκωσης από αυτό του πολιτικού
συστήματος.
Με άλλα λόγια,
η κοινωνία να χειραφετηθεί διανοητικά και να
συνειδητοποιήσει ότι διαθέτει ως συλλογικό υποκείμενο μια απολύτως
εκρηκτική δύναμη. Αντιμέτωπη με τη δύναμη της κοινωνικής συλλογικότητας,
είναι βέβαιο ότι η πολιτική τάξη, η καθεστωτική ή άλλη, θα προσέλθει
παράκλητη στην κοινωνία των πολιτών για να την “υπηρετήσει”.
Η άλλη λύση, εάν δεν δημιουργηθούν δικλείδες εκτόνωσης, δηλαδή
υπέρβασης του παρόντος με άλμα προς το μέλλον, θα είναι καταστροφική: η
μεν ελληνική χώρα θα εκφυλισθεί σε έναν περιδεή έρημο χώρο, ο δε δυτικός
κόσμος, τον οποίο επίσης αφορά το σημερινό πρόβλημα, θα οδηγηθεί σε
εξεγερτικές καταστάσεις.
Η Ελλάδα, θα εκφυλισθεί διότι, ενώ, τη στιγμή αυτή, συντρέχει αφενός η
θεματική της εξέγερσης (η εξαθλίωση και ο αποκλεισμός) και αφετέρου η
επίγνωση της αιτίας, δηλαδή του στόχου, η κοινωνία τελεί υπό ένα
καθεστώς απόλυτης αδυναμίας και η χώρα σε πλήρη κατοχική επιτροπεία.
Οι δυνάμεις εσωτερικής κατοχής, οι δυνάμεις της ολιγαρχίας,
σιδηρόφραχτες και προστατευμένες από τις δυνάμεις της κατοχικής
επιτροπείας, δεν έχουν λόγο να αναζητήσουν την κοινωνική τους
νομιμοποίηση. Διότι αυτή προϋποθέτει την εκδήλωση έμπρακτης
συγνώμης, αλληλεγγύης και προσήνειας στο κοινωνικό διακύβευμα. Φοβούνται
μόνο το “τυχαίο συμβάν”, που θα διαρρήξει την “συνοχή” με πρόσημο την
εξαθλίωση και θα αποτελέσει μια ανεξέλεγκτη εξεγερτική θρυαλλίδα. Ή,
ακόμη, την ώρα που θα οδηγήσει στη γενικευμένη διαφυγή των εξαθλιωμένων
σε πράξεις ασύμμετρης ατομικής αυτοδικίας, προκειμένου να επιζήσουν.
Εάν όμως σήμερα το πρόβλημα απαντάται έντονο σε ορισμένες μόνο χώρες,
με πρώτη την Ελλάδα, σε λίγο θα γενικευθεί στον Δυτικό κόσμο. Διότι
αυτό που σηματοδοτεί η σημερινή κρίση, όπως προείπα, είναι η συνολική
διάρρηξη της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς, με την
αγορά να έχει μεταβληθεί σε πολιτικά κυρίαρχη πραγματικότητα και τις
κοινωνίες σε παρίες μέσα στις ίδιες τις χώρες τους.
Με διαφορετική διατύπωση, το ζητούμενο για τις κοινωνίες εστιάζεται
στην υπέρβαση, πρωταρχικά, των βεβαιοτήτων τους, του τρόπου που
σκέπτονται, ώστε να αντιληφθούν το διακύβευμα, δηλαδή το πρόβλημά τους.
Το εγχείρημα αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Αυτός είναι και ο λόγος,
πιστεύω, που δεν έγινε και δεν θα γίνει αντιληπτή η πρόταση μου στο
άμεσο μέλλον. Και θα συνεχίσει να μην γίνεται αντιληπτή έως ότου η
ανάγκη οδηγήσει τις εξελίξεις.
Γ. Κοντογιώργης