Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία διαχρονικά πρωταγωνιστούν η διαφθορά, οι πελατειακές σχέσεις και ο νεποτισμός, το περιθώριο για πραγματική αλλαγή μέσα στο ισχύον πλαίσιο είναι πρακτικά μηδενικό. Ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι μόνο διεφθαρμένο, αλλά και ηθικά χρεοκοπημένο, αφού απλώς αναλώνεται στη δημιουργία επικοινωνιακών εντυπώσεων που αποκλειστικό στόχο έχουν τη διατήρηση του υπάρχοντος status quo, καταπνίγοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε δημιουργική πρωτοβουλία. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί ο διορισμός στις διοικήσεις των νοσοκομείων δασκάλων, απόστρατων αξιωματικών και πρώην δημάρχων μέσω της φαινομενικά αξιοκρατικής μεθόδου της ηλεκτρονικής υποβολής βιογραφικών...
.
Πραγματική αλλαγή απαιτεί τη δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων στη δομή και διοίκηση του κράτους με στόχο την εφαρμογή μιας νέας φιλοσοφίας στη λήψη αποφάσεων και σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί η σημερινή κυβέρνηση. Βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας αυτής είναι η λήψη αποφάσεων μέσω ανοιχτών και δημοκρατικών διαδικασιών βασισμένων σε επιστημονική ανάλυση και τεκμηρίωση, ενώ η εφαρμογή της προϋποθέτει χάραξη ξεκάθαρης πολιτικής για έρευνα και ανάπτυξη, υλοποίηση ολοκληρωμένων πληροφοριακών συστημάτων (η ηλεκτρονική συνταγογράφηση είναι μόνο το πρώτο βήμα), καθώς και πραγματική ανεξαρτητοποίηση θεσμών (π.χ. του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων). Εξυπακούεται ότι σε μια χώρα όπου όλοι δηλώνουν ειδικοί επί παντός επιστητού, την ηγεσία και στελέχωση αυτών των θεσμών θα πρέπει να αναλάβουν επιστήμονες υψηλού κύρους τόσο από την Ελλάδα όσο και το εξωτερικό, με συγκεκριμένο χρόνο υπηρεσίας και χωρίς καμία απολύτως πολιτική παρέμβαση.
Μια τέτοια προσέγγιση θα οριοθετήσει την ισχύ τόσο των πολιτικών κομμάτων (τα οποία διαχρονικά αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, ενώ κατ’ επανάληψη υποκύπτουν σε λογικές πελατειακών συναλλαγών), όσο και των διαφορετικών κοινωνικών/επαγγελματικών ομάδων, αλλά και κάθε λογής εξωθεσμικών παραγόντων. Έτσι, θα καταστεί μακροπρόθεσμα δυνατή μια ορθολογική και διαχρονικά συνεπής πολιτική υγείας στο πλαίσιο της οποίας θα υπάρχει συνεχής μέτρηση και αξιολόγηση του κόστους, της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Με αυτό τον τρόπο, οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις θα γίνονται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και όχι τις συντεχνιακές απαιτήσεις επιμέρους ομάδων, ενώ δεν θα εγκαταλείπονται ή αντιστρέφονται με την εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία.
Είναι πραγματικά λυπηρό ότι όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα έχουν εστιάσει σε «μεταρρυθμίσεις» διαχειριστικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα. Μια τέτοια προσέγγιση όχι μόνο δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα του ΕΣΥ, αλλά στερείται και αναπτυξιακού οράματος.