Γενικά
Με τον Ν. 4387/2016 επανακαθορίστηκαν οι προϋποθέσεις
χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, για τους θανάτους
από 13/5/2016 και εφεξής, με την εφαρμογή ενιαίων κανόνων για όλους τους
ασφαλισμένους. Σε γενικές γραμμές οι ρυθμίσεις αυτές έθεταν ηλιακούς
περιορισμούς στη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου μετά την πρώτη τριετία
καταβολής της και μείωναν το ποσοστό της χορηγούμενης σύνταξης.
Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 19 του N. 4611/2019
επήλθαν σημαντικές βελτιωτικές μεταβολές στις διατάξεις του άρθρου 12 του N. 4387/2016
που καθορίζουν του όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης της σύνταξης λόγω
θανάτου.
Στο παρόν
ενημερωτικό υλικό παρουσιάζονται οι μεταβολές αυτές, καθώς και οι ισχύουσες
προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου.
Χρονικές
προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου
Τα χρονικά όρια και οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης
λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δεν έχουν μεταβληθεί με τη νέα διάταξη
του άρθρου 19 του Ν. 4611/2019 και εξακολουθούν να ισχύουν.
Έτσι, για
την απονομή σύνταξης λόγω θανάτου διακρίνουμε, όπως προαναφέρθηκε, τον θάνατο
συνταξιούχου από τον θάνατο ασφαλισμένου. Στην πρώτη περίπτωση, ο θάνατος
συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας παρέχει δικαίωμα σε σύνταξη των
δικαιοδόχων προσώπων εφόσον πληρούνται για αυτά οι προϋποθέσεις που θέτει η
νομοθεσία. Όταν έχουμε θάνατο ασφαλισμένου, δηλαδή προσώπου που δεν απόκτησε
ιδιότητα συνταξιούχου, για να αποτελέσει αυτός το παράγωγο γεγονός της
συνταξιοδότησης των δικαιοδόχων προσώπων θα πρέπει ο θανών κατά τον θάνατο να έχει
συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας,
πλήρους ή μειωμένης, και ειδικότερα ο ασφαλισμένος του ΙΚΑ να έχει
πραγματοποιήσει:
•
4.500
τουλάχιστον ΗΑ ή
•
1.500
τουλάχιστον ΗΑ από τις οποίες 300 τουλάχιστον κατά τα τελευταία 5 έτη πριν από
εκείνο στο οποίο επήλθε ο θάνατος, ή
• τις ημέρες ασφάλισης,
ανάλογα με την ηλικία του, που αναφέρονται στον ακόλουθο πίνακα, από τις οποίες
τουλάχιστον 300 την τελευταία πενταετία πριν από το έτος στο οποίο επήλθε ο
θάνατος.
Μέχρι το 21ο έτος: 300 ΗΑ |
Μέχρι το 33ο έτος: 1740 ΗΑ |
Μέχρι το 45ο έτος: 3180 ΗΑ |
Μέχρι το 22ο έτος: 420 ΗΑ |
Μέχρι το 34ο έτος: 1860 ΗΑ |
Μέχρι το 46ο έτος: 3300 ΗΑ |
Μέχρι το 23ο έτος: 540 ΗΑ |
Μέχρι το 35ο έτος: 1980 ΗΑ |
Μέχρι το 47ο έτος: 3420 ΗΑ |
Μέχρι το 24ο έτος: 660 ΗΑ |
Μέχρι το 36ο έτος: 2100 ΗΑ |
Μέχρι το 48ο έτος: 3540 ΗΑ |
Μέχρι το 25ο έτος : 780 ΗΑ |
Μέχρι το 37ο έτος: 2220 ΗΑ |
Μέχρι το 49ο έτος: 3660 ΗΑ |
Μέχρι το 26ο έτος : 900 ΗΑ |
Μέχρι το 38ο έτος: 2340 ΗΑ |
Μέχρι το 50ό έτος: 3780 ΗΑ |
Μέχρι το 27ο έτος : 1020 ΗΑ |
Μέχρι το 39ο έτος: 2460 ΗΑ |
Μέχρι το 51ο έτος: 3900 ΗΑ |
Μέχρι το 28ο έτος : 1140 ΗΑ |
Μέχρι το 40ό έτος: 2580 ΗΑ |
Μέχρι το 52ο έτος: 4020 ΗΑ |
Μέχρι το 29ο έτος : 1260 ΗΑ |
Μέχρι το 41ο έτος: 2700 ΗΑ |
Μέχρι το 53ο έτος: 4140 ΗΑ |
Μέχρι το 30ό έτος : 1380 ΗΑ |
Μέχρι το 42ο έτος: 2820 ΗΑ |
Μέχρι το 54ο έτος: 4200 ΗΑ |
Μέχρι το 31ο έτος: 1500 ΗΑ |
Μέχρι το 43ο έτος: 2940 ΗΑ |
|
Μέχρι το 32ο έτος: 1620 ΗΑ |
Μέχρι το 44ο έτος: 3060 ΗΑ |
|
|
Οι παραπάνω κατά περίπτωση ΗΑ δεν απαιτούνται εάν ο
θάνατος του ασφαλισμένου οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική
ασθένεια, ενώ εάν οφείλεται σε ατύχημα εκτός εργασίας απαιτείται η συμπλήρωση
των ημερών ασφάλισης που αναφέρονται ανωτέρω κατά περίπτωση.
Δικαιούχοι σύνταξης
λόγω θανάτου - Προϋποθέσεις
Παρότι με τη διάταξη του άρθρου 19 του Ν. 4611/2019 δεν
τροποποιήθηκαν οι διατάξεις που όριζαν τους δικαιούχους λήψης της σύνταξης λόγω
θανάτου, μεταβλήθηκαν προς το ευνοϊκότερο οι προϋποθέσεις χορήγησής της σε
σχέση με το καθεστώς που ίσχυσε με το άρθρο 12 του Ν. 4387/2016.
Έτσι, εξακολουθούν να
δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου:
2. Τα τέκνα του θανόντος ασφαλισμένου.
3. Ο διαζευγμένος σύζυγος.
3.1 Ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης
Προκειμένου να γίνει κατανοητή η έννοια της κατάργησης των ηλικιακών κριτηρίων, υπενθυμίζεται ότι υπό το καθεστώς του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 ο επιζών σύζυγος:
• - Εάν είχε συμπληρώσει
το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου ή
ασφαλισμένου, λάμβανε τη σύνταξη χηρείας εφ’ όρου ζωής.
• - Εάν ο θάνατος είχε
επέλθει πριν από τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του επιζώντος
συζύγου, τότε ο τελευταίος, εάν είχε συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του
κατά τον χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, λάμβανε τη σύνταξη
χηρείας για μία τριετία και μετά την πάροδο αυτής διακοπτόταν η χορήγησή της
και άρχιζε εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας.
• - Εάν ο επιζών σύζυγος
κατά τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δεν είχε συμπληρώσει το
52ο έτος της ηλικίας του, τότε λάμβανε τη σύνταξη χηρείας μόνο για μία τριετία.
(Β) Η νέα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Ν. 4622/2019
καθορίζει πλέον τα
τρία έτη ως ελάχιστη
διάρκεια γάμου/συμφώνου συμβίωσης ως προϋπόθεση για την αναγνώριση δικαιώματος
συνταξιοδότησης σε επιζώντα σύζυγο ή στο έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης. Με
τη διάταξη αυτή ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ
η απαίτηση για τη
συμπλήρωση πέντε (5) ετών ελάχιστης διάρκειας γάμου/συμφώνου συμβίωσης που
απαιτούσε το προηγούμενο καθεστώς του αρ. 12 του Ν. 4387/2016.
Η εν λόγω
προϋπόθεση εξακολουθεί (και υπό την ισχύ του αρ. 19 του Ν. 4611/2019) να μην
ελέγχεται στις εξής περιπτώσεις:
•
Ο
θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε από εργατικό ατύχημα ή ανθρωποκτονία.
•
Κατά
τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με τον γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή
υιοθετήθηκε τέκνο.
•
Η
χήρα κατά τον χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης η οποία δεν
διακόπηκε και γεννήθηκε ζων τέκνο.
•
Συντρέχει
περίπτωση ανασύστασης προϋπάρξαντος γάμου. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή ο
αρχικός γάμος και ο εξ ανασυστάσεως γάμος θα πρέπει να έχει συνολική διάρκεια
τρία (3) έτη.
Τα
νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετημένα και όσα
εξομοιώνονται με αυτά δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου εφόσον:
Είναι άγαμα. Δεν έχουν συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας τους. Προς τα άγαμα τέκνα εξομοιώνονται και τα διαζευγμένα και επομένως αποτελούν δικαιοδόχα
Έτσι, με
την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Ν. 4611/2019 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ η προϋπόθεση του αρ. 12 του Ν. 4387/2016 φοίτησης των
τέκνων ασφαλισμένου ή συνταξιούχου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή σε Ινστιτούτα
Επαγγελματικής Κατάργησης μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους.
Για τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον διαζευγμένο
σύζυγο θα πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:
•
Ο
πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλε σε αυτόν ή να
υποχρεούνταν να του καταβάλλει διατροφή βάσει δικαστικής απόφασης ή μεταξύ τους
σύμβασης.
•
Να
είχαν συμπληρωθεί δέκα (10) χρόνια έγγαμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με
αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
•
Το
διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης λόγω υπαιτιότητας
του αιτούντος τη σύνταξη.
•
Το
μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημα διαζευγμένου επιζώντος συζύγου να μην
υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης
ανασφάλιστων υπερηλίκων, δηλαδή τα 720 ευρώ.
•
Να
μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
Το δικαίωμα στη σύνταξη λόγω θανάτου
παύει να ισχύει:
1. Με τον θάνατο του δικαιούχου.
2. Με την τέλεση από αυτόν γάμου ή τη
σύναψη συμφώνου συμβίωσης.
3. Με τη συμπλήρωση του 24ου έτους της
ηλικίας του τέκνου.
4.
Με
νεότερη κρίση της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής ότι δεν υφίσταται πλέον
ανικανότητα του επιζώντα συζύγου για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας
κατά 67% και άνω.
5.
Με
νεότερη κρίση της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής ότι δεν υφίσταται πλέον ανικανότητα
του τέκνου για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας.
Το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων υπολογίζεται επί
του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών επιμεριζόμενο ως
κατωτέρω:
5.1
Σύζυγος/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης
(Α) Πλέον, με τη διάταξη του αρ. 19 παρ. 4
του Ν. 4611/2019 για τον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης το
ποσοστό της σύνταξης που δικαιούται καθορίζεται στο 70% επί του ποσού της
σύνταξης το οποίο δικαιούνταν ή έχει χορηγηθεί στον σύζυγο που απεβίωσε.
Σε περίπτωση
που πέραν του χήρου επιζώντος συζύγου υπάρχει και διαζευγμένος σύζυγος
δικαιούμενος και αυτός σύνταξη λόγω θανάτου, τότε το ποσό που θα λάμβανε ως
σύνταξη λόγω θανάτου ο χήρος επιζών σύζυγος εάν δεν υπήρχε διαζευγμένος
σύζυγος, δηλαδή το 70% της σύνταξης που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών,
επιμερίζεται σε ποσοστό 75% για τον χήρο και 25% για τον διαζευγμένο.
Για κάθε δε
επιπλέον έτος έγγαμου βίου του διαζευγμένου, πέραν του 10ου και μέχρι και του
35ου, η σύνταξη του διαζευγμένου αυξάνεται κατά 1% και μειώνεται αναλόγως κατά
1% η σύνταξη του χήρου, και σε περίπτωση διάρκειας του έγγαμου βίου του
διαζευγμένου πέραν των 35 ετών, η σύνταξη λόγω θανάτου επιμερίζεται κατά
ποσοστό 50% στον καθέναν. Τα παραπάνω ισχύουν και ως προς το ποσό της σύνταξης
διαζευγμένου συζύγου δικαιούμενου σύνταξης λόγω θανάτου και όταν δεν υπάρχει
χήρος επιζών σύζυγος, δηλαδή αυτός δικαιούται το 25% του 70% του
ποσού που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών και η σύνταξη που προκύπτει
αυξάνεται περαιτέρω κατά ποσοστό 1% για κάθε έτος έγγαμου βίου του διαζευγμένου
πέραν του 10ου και μέχρι του 35ου.
Σε περίπτωση που ο γάμος πραγματοποιήθηκε μετά την απονομή σύνταξης γήρατος στον
θανόντα και η
διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του επιζώντος συζύγου, αφού
αφαιρεθεί το διάστημα του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από 10 έτη, τότε το ποσό
της σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, δηλαδή ποσοστό 50% ή το ποσοστό
το οποίο αντιστοιχεί σε αυτόν εάν υπάρχει και διαζευγμένος σύζυγος δικαιούμενος
σύνταξη χηρείας, μειώνεται ως ακολούθως:
•
Κατά 1% για κάθε
πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το
10ο έως και το 20ό.
•
Κατά 2% για κάθε
πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το
21ο έως και το 25ο.
•
Κατά 3% για κάθε
πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το
26ο έως και το 30ό.
•
Κατά 4% για κάθε
πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το
31ο έως και το 35ο.
•
Κατά 5% για κάθε
πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το
36ο και άνω.
Τα ανωτέρω ισχύουν και
για τον διαζευγμένο σύζυγο που δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου. Η παραπάνω
μείωση λόγω διαφοράς ηλικίας δεν ισχύει στην περίπτωση που ο θανών λάμβανε σύνταξη αναπηρίας και ο γάμος τελέστηκε μετά την απονομή αυτής στον
θανόντα.
Συμπερασματικά σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς του αρ. 12 του Ν.
4387/2016 ΑΥΞΗΘΗΚΕ το ποσοστό της χορηγούμενης σύνταξης
στον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης από 50% σε 70%.
(Β) Ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος
δικαιούται από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα για μια τριετία ολόκληρη
τη σύνταξη που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Μετά τη συμπλήρωση της τριετίας, αν οι δικαιούχοι
εργάζονται ή αυτοαπασχολούνται ή λαμβάνουν σύνταξη από οποιαδήποτε άλλη πηγή
(π.χ. σύνταξη από ίδιο δικαίωμα), χορηγείται το 50% της σύνταξής τους λόγω θανάτου.
Κριτήριο για την εφαρμογή της μείωσης είναι η χρονική
διάρκεια της εργασίας ή της αυτοαπασχόλησης. Ετσι, εάν ο συνταξιούχος λόγω
θανάτου δεν εργάζεται με πλήρη ασφάλιση, η σύνταξη θα μειώνεται κατά 50% μόνο
για τις συγκεκριμένες ημέρες που εργάζεται και μόνο για το σύνολο του μήνα που
αυτοαπασχολείται.
Η παραπάνω μείωση εφαρμόζεται και στην περίπτωση
συνταξιοδότησης από το εξωτερικό. Ωστόσο, όταν πρόκειται για χώρα της ΕΕ ή
κράτος με το οποίο έχει συναφθεί Διμερής Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας (π.χ.
Καναδάς, Κεμπέκ, ΗΠΑ, Ν. Ζηλανδία, Αυστραλία, Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη,
Βενεζουέλα κ.λπ.), η εν λόγω μείωση εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που το
άλλο κράτος χορηγεί σύνταξη από άλλη αιτία (π.χ. γήρατος-αναπηρίας) και όχι
σύνταξη λόγω θανάτου.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στους συνταξιούχους λόγω
θανάτου δημόσιου υπαλλήλου ή συνταξιούχου που υπηρετούν σε θέση δημόσιου ή
ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Και οι
δημόσιοι υπάλληλοι που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου από το δημόσιο εμπίπτουν
στο ανωτέρω θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή στη μείωση του ποσού της σύνταξης λόγω
θανάτου μετά τη συμπλήρωση της πρώτης τριετίας χορήγησής της και ο χρόνος κατά
τον οποίο λαμβάνουν αποδοχές και μέρος της σύνταξης θεωρείται συντάξιμος.
Εάν ο θανών
καταλείπει ένα τέκνο, αυτό λαμβάνει το 25% του ποσού της σύνταξής του. Εάν το τέκνο
είναι αμφιπλεύρως ορφανό και δεν δικαιούται σύνταξη από τους δύο γονείς, τότε
λαμβάνει ποσοστό 50%.
Εάν ο θανών καταλείπει περισσότερα του
ενός τέκνα, τότε:
• Εάν υπάρχει επιζών σύζυγος ή/και διαζευγμένος, στα
τέκνα θα επιμεριστεί ισόποσα το ποσοστό
σύνταξης που απομένει μετά την αφαίρεση του
70% που δικαιούται ο επιζών/ή και ο διαζευγμένος - δηλαδή στα τέκνα
επιμερίζεται το 30%.
• Τα αμφοτεροπλεύρως ορφανά παιδιά που πάσχουν από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω δικαιούνται το σύνολο του ποσού της σύνταξης που λάμβανε ο θανών συνταξιούχος ή δικαιούνταν ο θανών ασφαλισμένος, με την προϋπόθεση να μην εργάζονται, να μην ασκούν κάποιο επάγγελμα ή να μη λαμβάνουν σύνταξη από δική τους εργασία.
Σε περίπτωση που εκλείψουν οι
προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης λόγω θανάτου στα τέκνα, το ποσό της
σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.
Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται το πλήρες
ποσό της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016 για είκοσι (20) χρόνια
ασφάλισης, δηλαδή το ποσό των 384,00 ευρώ.
Εάν ο θανών είχε λιγότερα από είκοσι (20) χρόνια
ασφάλισης, το ποσό των 384,00 ευρώ μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος που
υπολείπεται των είκοσι (20) ετών και μέχρι τα δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης. Εάν
ο χρόνος ασφάλισης του θανόντα είναι μικρότερος των δεκαπέντε (15), ετών
χορηγείται ως κατώτατο ποσό τα 360 ευρώ, που αντιστοιχεί στα δεκαπέντε (15)
χρόνια ασφάλισης. Συνεπώς, το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ανάλογα με
τον χρόνο ασφάλισης διαμορφώνεται ως εξής:
Μέχρι και 15 έτη
ασφάλισης: 360 ευρώ
Για 16 έτη ασφάλισης:
364,80 ευρώ
Για 17 έτη ασφάλισης:
369,60 ευρώ
Για 18 έτη ασφάλισης:
374,40 ευρώ
Για 19 έτη ασφάλισης:
379,20 ευρώ
Για 20 έτη ασφάλισης και
άνω: 384,00 ευρώ.
Για να
εξευρεθεί ο χρόνος ασφάλισης από τον οποίο και συναρτάται το κατώτατο ποσό,
λαμβάνεται υπόψη μόνο κάθε πλήρες έτος ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ο
θανών.
Αναλυτικά, ο υπολογισµός του (νέου) ποσού έχει ως εξής:
- Εάν υπάρχει µόνο επιζών σύζυγος (ή µέρος συµφώνου συµβίωσης) αποδίδεται το 70%.
- Εάν υπάρχει εκτός από τον επιζώντα και διαζευγµένος (µε 10ετή γάµο) το ποσοστό του διαζευγµένου ορίζεται στο 25% του ποσού που δικαιούται ο επιζών, ήτοι 17,5% του ποσού της σύνταξης που δικαιούνταν ο θανών ασφαλισµένος ή ελάµβανε ο θανών συνταξιούχος.
- Εάν ο θανών αφήνει ένα ορφανό παιδί, αυτό λαµβάνει το 25% της σύνταξής του. Εάν το παιδί είναι και από τις δυο πλευρές ορφανό, τότε λαµβάνει 50%.
- Εάν ο θανών αφήνει πίσω του πάνω από δύο παιδιά, τότε:
Α) αν υπάρχει επιζών σύζυγος ή και διαζευγµένος, στα παιδιά θα επιµεριστεί ισόποσα το ποσοστό σύνταξης που αποµένει, δηλαδή το 30%.
Β) αν δεν υπάρχουν άλλα δικαιοδόχα πρόσωπα εκτός των παιδιών, τότε κάθε παιδί θα λάβει το 25% της σύνταξης, αρκεί το άθροισµα να µην υπερβαίνει το 100% της σύνταξης του θανόντος.
Για όλα τα δικαιοδόχα µέλη ισχύουν τα κατώτατα όρια των 360 – 384 ευρώ. Υπενθυμίζεται πως τα προστατευόµενα τέκνα δικαιούνται σύνταξη µέχρι τα 24 ακόµη κι αν δεν σπουδάζουν.
Αν ο θανών ήταν συνταξιούχος πριν τον νόµο Κατρούγκαλου και πέθανε µετά τις 13 Μαΐου του 2016, τότε η νέα σύνταξη υπολογίζεται επί του συµφερότερου ποσού όπως αυτό προκύπτει από τη σύγκριση τριών ποσών:
- της σύνταξης που καταβαλλόταν στον θανόντα στις 12.5.2016
- της επανυπολογισµένης σύνταξης όπως προκύπτει µε τους κανόνες του νόµου Κατρούγκαλου
- των κατωτάτων ορίων 360-384 ευρώ
Πηγές I.N.E Ινστιτιούτο Εργασίας ΓΣΕΕ
• Αρ. 19 Ν. 4611/2019
• Εγκ. Σ50/22/905880/25.7.2019
• Εγκ. Σ36/1.7.2019