Σύμφωνα με τους διοργανωτές οι φετινές εγγραφές των συνέδρων ξεπέρασαν τις 800 σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές όπου ο αριθμός των συμμετεχόντων έφθανε τους 300.
Γκολαντιές. menou
- Home
- Φορολογικό
- Νέες Συντάξεις ΕΦΚΑ
- Νέες Συντάξεις Δημοσίου
- Νέες Συντάξεις Ιδιωτικού Τομέα
- Νέες Συντάξεις Χηρείας
- Επικουρικές Συντάξεις
- Προσωπική Διαφορά
- Ασφαλιστικό ΙΚΑ
- Ασφαλιστικό ΔΕΚΟ-Αυτοαπασχολούμενων
- Συνταξιοδοτικό
- Στρατιωτικοί
- 6μηνα
- Σωματα Ασφαλείας
- Ιατροί/ΕΤΑΑ
- Eκπαιδευτικοί
- Δικηγόροι-Μηχανικοί
- Aποδείξεις Εφορίας
- Υπολογ.ΣύνταξηςΙΚΑ
- ΕΚΑΣ
- Εργασιακό
- Μητέρες
- Τεκμήρια
- Εντυπα ΙΚΑ
- ΦΠΑ Δικηγόρων
- Τaxisnet
- Oρια ΟΑΕΕ
- Πλασματικά
- Φ.Π.Α.
- Δημόσιο
- Φορολογικό
- Τεκμηρια
- Μισθοι-Συνταξεις 2011
- Δημόσιο και 65
- ΙΚΑ και Ενσημα
- Σύνταξη και Αναπηρία
- Διαδικασία Συντ/σης
- Αναγνώριση
- Μεταβίβαση
- Ερωταπαντήσεις
- About
Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014
Στο 25ο Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο ΕΔ ο Διευθυντής του Βασιλικού Υγειονομικού της Ιορδανίας
Σύμφωνα με τους διοργανωτές οι φετινές εγγραφές των συνέδρων ξεπέρασαν τις 800 σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές όπου ο αριθμός των συμμετεχόντων έφθανε τους 300.
Δικαστική αναγνώριση της πατρότητας τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 552/2009)
Περίληψη: Δικαστική αναγνώριση της πατρότητας τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του. Διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για την απόδειξη της πατρότητας. Εκτιμάται ελεύθερα. Η κρίση αυτή δεν ελέγχεται αναιρετικά. Αίτηση για διενέργεια νέα πραγματογνωμοσύνης. Εχει διακριτική ευχέρεια το δικαστήριο, αν θα τη δεχθεί ή όχι. (Επικυρώνει τη 1021/2006 ΕφΘεσ/κης).
[...] Ι. Από την κατ`άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ επισκόπηση από το Δικαστήριο τούτο των διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας δίκης προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη μητέρα με την από 15-5- 1989 αγωγή της άσκησε κατά του αναιρεσείοντος το από τη διάταξη του άρθρου 1479 εδ.α` του ΑΚ παρεχόμενο αυτοτελές σ`αυτήν δικαίωμα για την δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της, που γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον αναιρεσίβλητο πατέρα του. Επομένως, η κατά την 28-4-2007 ενηλικίωση του ίδιου τέκνου της αναιρεσίβλητης, δεν επηρέασε το παραδεκτό της μεταγενέστερης άσκησης του ερευνώμενου δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 16-5-2007, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται η αναιρεσίβλητη με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρ. 368, 387 και 388 του ΚΠολΔ, που έχουν εφαρμογή και στην κατ`άρθρο 615 του ίδιου Κώδικα, ειδική πραγματογνωμοσύνη για τον έλεγχο της πατρότητας, προκύπτει ότι η διάταξη νέας πραγματογνωμοσύνης ή επανάληψης ή συμπλήρωσης της πραγματογνωμοσύνης, που έχει ήδη διεξαχθεί από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες και με την ή ίδια ή άλλη μέθοδο για τον έλεγχο της πατρότητας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας. Η κρίση δε τούτου περί των ανωτέρω και περί των διοριστέου προσώπου ως πραγματογνώμονα λόγω των ειδικών γνώσεων που διαθέτει, καθώς και της ακολουθητέας από τον πραγματογνώμονα επιστημονικής μεθόδου, ως αναγκαίας για την εκτίμηση της υπόθεσης δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ούτε υπό την επίκληση των πλημμελειών του άρθρου 559 αριθ. 8, 9 και 10 του ΚΠολΔ, αφού η σχετική αίτηση, για επανάληψη της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης που μπορεί να απορριφθεί και σιωπηρά, δεν αποτελεί "πράγμα" ή "αίτηση" κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων του άρθ. 559 αριθ.8 και 9 έστω και αν αποτέλεσε περιεχόμενο λόγου έφεσης (ΑΠ 1493/2003).
Επομένως, ο πρώτος λόγος κατά το ένα μέρος του του κυρίου δικογράφου και ο πρώτος επίσης λόγος του από 15-5-2007 δικογράφου των προσθέτων, κατά το ένα μέρος του με τους οποίους, υπό την επίκληση των πλημμελειών αντίστοιχα του άρθρ. 559 αριθ.8 και 9 (κατ`εκτίμηση ορθή) του ΚΠολΔ, προβάλλεται ότι το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, που δέχθηκε την αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνώρισε τον αναιρεσείοντα ως πατέρα του εκτός γάμου γεννηθέντος τέκνου της, παρά το νόμο: α) αρκέστηκε στη διαταχθείσα με την προδικαστική απόφαση (πράξη) του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πραγματογνωμοσύνης (αιματολογική εξέτασης) για τον έλεγχο της πατρότητας του τέκνου της αναιρεσίβλητης με τη μέθοδο της εξέτασης των αντιγόνων αντισυμβατικότητας ΗLA και του ελέγχου χρωματοσωμάτων, η οποία κατά τον αναιρεσείοντα, είναι μέθοδος παλαιά και αναχρονιστική και β) απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος, που αποτέλεσε και λόγο της έφεσής του, για διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, με τη μέθοδο του υβριδισμού DNA, που είναι η τελειότερη και προσφορότερη επιστημονική μέθοδο διερεύνησης της πατρότητας και ήταν άγνωστη το 1989 που διατάχθηκε η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
ΙΙ. Ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο την κρίση του σχημάτισε από τα μνημονευόμενα σ`αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 772/2006, ΑΠ 575/1978). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα της υπόθεσης (καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων και με επίκληση προσκομισθέντα έγγραφα και την έκθεση της διαταχθείσης πραγματογνωμοσύνης) σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, με το οποίο, μεταξύ άλλων, δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων είναι ο πατέρας του τέκνου της αναιρεσίβλητης. Επομένως, το Εφετείο δεν δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά χωρίς απόδειξη και ο εκ του άρθρου 559 αρ.10 του ΚΠολΔ αντίθετος πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, είναι αβάσιμος.
ΙV. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.α` του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, Δεν αποτελεί όμως λήψη υπόψη μη επιτρεπόμενων αποδεικτικών μέσων η επίκληση στην απόφαση επιχειρήματος συναγόμενου από την εκτίμηση άλλου επιτρεπτού μέσου (καταθέσεις μαρτύρων), για την ενίσχυση του πορίσματος στο οποίο από την εκτίμηση αυτή κατέληξε. Με το δεύτερο λόγο κατά το ένα μέρος του του κυρίου δικογράφου και το δεύτερο επίσης λόγο του δικογράφου των προσθέτων κατά το δεύτερο μέρος του, υπό την επίκληση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αριθ.11 περ.α` του ΚΠολΔ, προβάλλεται ότι το Εφετείο παρανόμως με την προσβαλλόμενη απόφασή του συνήγαγε αμάχητο τεκμήριο υπέρ της πατρότητας του αναιρεσείοντος από την αδικαιολόγητη άρνησή του να υποβληθεί σε νέα αιματολογική πραγματογνωμοσύνη που φέρεται ότι συμφώνησε εξωδίκως με την αναιρεσίβλητη μετά τη διενέργεια της πρώτης πραγματογνωμοσύνης. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, γιατί από την επισκόπηση των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, αφού ανέλεγκτα έκρινε ως συναγόμενα από τις διαταχθείσες εμμάρτυρες αποδείξεις ότι: Οι διάδικοι, μετά τη διενέργεια της πρώτης αιματολογικής πραγματογνωμοσύνης, συμφώνησαν εξώδικα (με την έννοια της δικονομικής σύμβασης) για τη διενέργεια νέας με τη μέθοδο του DNA στην οποία αδικαιολόγητα δεν υποβλήθηκε ο αναιρεσείων", συνήγαγε τελικά, όχι με την έννοια του αμάχητου τεκμηρίου, αλλά επιχειρήματος ενισχυτικού του τελικού αποδεικτικού πορίσματος στο οποίο κατέληξε ύστερα από τη συνεκτίμηση και όλων των άλλων επιτρεπτών αποδεικτικών μέσων που μνημονεύει, ότι ο αναιρεσείων είναι ο πατέρας του τέκνου της αναιρεσίβλητης.
V. Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ.11 περ. γ` του ΚΠολΔ ως "αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν", για την ίδρυση του αναιρετικού λόγου της μη λήψης υπόψη τέτοιων μέσων, νοούνται εκείνα τα μέσα, των οποίων έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση. Η επίκληση αυτή μπορεί να γίνει στις ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας προτάσεις με αναφορά σε προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η εν λόγω αναφορά θα γίνεται σε συγκεκριμένο μέρος των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, όπου θα γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εν λόγω μέσων.
Δεν συνιστά δε κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ που έχει εφαρμογή για την ταυτότητα του νομικού λόγου και στην επίκληση εγγράφων "νόμιμη επίκληση" η ενσωμάτωση των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις οποίες μνημονεύονται τα έγγραφα και η γενική και μόνο αναφορά στα έγγραφα αυτά, με τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο Εφετείο (Ολ.ΑΠ 9/2000, ΑΠ 151/2005, 953/2005). Το νόμιμο δε της επίκλησης κρίνεται μόνο από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης (ΑΠ 1573/2006) ή από το δικόγραφο της έφεσης. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου κατά το ένα μέρος του και τον δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθμ. 11 περ.γ` του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το παρ` αυτού με επίκληση προσκομισθέν έγγραφο και δη την από ... γνωμοδότηση του ... καθηγητή Γενετικής και Μοριακής Βιολογίας του Α.Π.Θ. Υποστηρίζει δε ο αναιρεσείων ότι αν λάμβανε υπόψη του το Εφετείο το πιο πάνω έγγραφο θα κατέληγε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε ότι δηλαδή πατέρα του τέκνου της αναιρεσίβλητης δεν είναι ο αναιρεσείων.
`Όμως, από την επισκόπηση κατ`άρθρ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ των προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι αυτός δεν επικαλέσθηκε σαφώς και ορισμένως, όπως όφειλε, στο Εφετείο το ανωτέρω έγγραφο, αλλά αρκέστηκε στη γενική αναφορά ότι "επαναπροσκομίζω μετ`επικλήσεως άπαντα τα εις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσαχθέντα υπ`εμού έγγραφα", και ενσωμάτωσε στις προτάσεις αυτές τις πρωτόδικες προτάσεις του, στις οποίες και μόνο γίνεται σαφής επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Η ενσωμάτωση αυτή και η γενική και μόνο αναφορά στα πρωτοδίκως προσκομισθέντα έγγραφα και η μνεία του εγγράφου αυτού στο δικόγραφο της έφεσης του αναιρεσείοντος δεν συνιστούν νόμιμο τρόπο επαναφοράς του συγκεκριμένου μέρους των, πρωτοδίκων προτάσεων, και συνακόλουθα νόμιμο τρόπο επίκλησης του προαναφερόμενου εγγράφου, και συνεπώς αφού δεν έγινε νόμιμη επίκληση αυτού, οι πιο πάνω αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
VI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984).
Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι από τον Αρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 43/1990). Εξ άλλου η με τη διάταξη του άρθρου 387 του ΚΠολΔ καθιερούμενη ως προς την αποδεικτική δύναμη της πραγματογνωμοσύνης αρχή της ελεύθερης εκτίμησης της από το Δικαστήριο, ισχύει και όταν διατάσσεται ως αποδεικτικό μέσο η εξέταση από ειδικούς επιστήμονες του αίματος εκείνου ο οποίος φέρεται στη δίκη της αναγνώρισης της πατρότητας τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, ως πατέρας αυτού, εις τρόπον ώστε το πόρισμα της εξέτασης αυτής, όχι ευθέως για την πατρότητα του εναγομένου, αλλά για την ύπαρξη στο αίμα του τελευταίου στοιχείων, τα οποία καθιστούν κατά την επιστήμη πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητά του, που θα εκτιμηθεί ελεύθερα, σε συνδυασμό και με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως οι μάρτυρες, να οδηγήσει το δικαστήριο στο σχηματισμό της πλήρους δικανικής πεποίθησής του για την αμφισβητούμενη πατρότητα, που μπορεί να είναι και αντίθετη με το πόρισμα της αιματολογικής εξέτασης, εάν αυτή (δικανική πεποίθηση) προκύπτει από τη συνεκτίμηση και όλων των άλλων αποδεικτικών στοιχείων. (Ολ.ΑΠ 32/1990).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του με την οποία απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή της αναιρεσίβλητης για τη δικαστική αναγνώριση του τέκνου της, που φέρεται ότι γεννήθηκε από τις εξώγαμες σχέσεις του με τον αναιρεσείοντα-ενάγοντα πατέρα του, δέχθηκε τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων: "Οι διάδικοι, οι οποίοι γνωρίσθηκαν το έτος 1982, σε ηλικία 28 ετών η ενάγουσα και 54 ετών ο εναγόμενος, συνδέθηκαν ερωτικά το έτος 1987 και είχαν έκτοτε πλήρεις σεξουαλικές σχέσεις. Αυτοί συνεχώς βρίσκονται μαζί, άλλοτε στην οικία της ενάγουσας, όπου διέμενε μόνη της, άλλοτε στον τόπο εργασίας του εναγομένου (διατηρεί μαρμαράδικο) και άλλοτε σε διάφορους τόπους διασκεδάσεως. Τον Αύγουστο του 1988 ο εναγόμενος πήγε διακοπές στον ..., όπου ήλθε και η ενάγουσα και διέμεναν μαζί για 10 ημέρες.
Μάλιστα είχαν αποφασίσει να τελέσουν γάμο μεταξύ τους, ο οποίος όμως ματαιώθηκε με την παρέμβαση της αδελφής του εναγομένου. Έτσι αυτοί χώρισαν όταν η ενάγουσα είχε ήδη μείνει έγκυος από τις παραπάνω σεξουαλικές τους σχέσεις και διήνυε τον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της. Στις 28-4-1989, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, η ενάγουσα γέννησε ένα αγόρι. Κατόπιν αυτή βάπτισε το πιο πάνω τέκνο της και του έδωσε το όνομα .... Πατέρας του ανωτέρου τέκνου της ενάγουσας είναι ο εναγόμενος, αφού αυτός είχε σεξουαλικές σχέσεις με την μητέρα αυτού, η δε τελευταία δεν ήλθε σε σαρκική συνάφεια με άλλο κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψής του, ήτοι από 28-6-1988 μέχρι της 28-10-1988. Τα ανωτέρω περιστατικά αποδεικνύονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και κυρίως από την πρώτη μάρτυρα, η οποία ήταν κοινή φίλη των διαδίκων και ότι κατέθεσε το γνώριζε από ιδία αντίληψη.
Οι καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως, από τους οποίους, η μεν πρώτη κατέθεσε ρητά, ότι δεν γνώριζε τις ερωτικές δραστηριότητες του εναγομένου και ότι δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι αυτός είχε ερωτικές σχέσεις με την ενάγουσα, η δε δεύτερη είναι η αδελφή του, η οποία ματαίωσε με δική της παρέμβαση τον γάμο των διαδίκων, τον οποίο αυτοί είχαν αποφασίσει να τελέσουν και κατά συνέπεια η κατάθεσή της είναι αναληθής, αφού έχει κάθε λόγο να εμποδίσει την αναγνώριση από μέρους του εναγομένου αδελφού της, του πιο πάνω εξώγαμου τέκνου της ενάγουσας. Άλλωστε οι καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως ενισχύονται και από την από ................... έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού αιματολόγου, ..., που διορίσθηκε με την με αριθμ. 627 Ν/1989 πράξη αυτού του Δικαστηρίου, ο οποίος εξέτασε 9 αντιγονικά συστήματα ερυθροκυττάρων, δηλαδή τα ABO, Rhesus, MNSS, P, Kell, Lewis, Duffy, kidd και Lutheran και από τις εξετάσεις αυτές διαπίστωσε ότι σε κανένα αντιγονικό σύστημα δεν βρέθηκε θετική απάντηση στο παιδί και αρνητική στους δύο γονείς ως προς το ίδιο αντίγονο του συστήματος, επίσης ότι δεν βρέθηκε σε κανένα αντιγονικό σύστημα το παιδί να είναι ομοζυγότης ενός αντιγόνου και ο πατέρας αντίθετος ομοζυγότης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος πρέπει να είναι ο πατέρας του τέκνου της ενάγουσας με πιθανότητες 95%.
Κατόπιν αυτών το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί νέα πραγματογνωμοσύνη με τη μέθοδο HAL (κυριότυπο) και συνεπώς το σχετικό αίτημα που προέβαλε πρωτοδίκως ο εναγόμενος και το οποίο επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πρέπει ν` απορριφθεί. Άλλωστε ο ίδιος με προσχηματικό τρόπο εμπόδισε την διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να γίνει στις 7-3-1996, ισχυριζόμενος ότι αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας, το οποίο τον εμποδίζει να προβεί στην διεξαγωγή οποιασδήποτε αιματολογικής εξέτασης, χωρίς όμως να αποδείξει τον πιο πάνω ισχυρισμό του. Η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από της γέννησης του παραπάνω τέκνου και της έγερσης της αγωγής (1989) αλλά και από της υποβολής του αιτήματος διενέργειας νέας πραγματογνωμοσύνης (1996), την διεξαγωγή της οποίας παρεμπόδισε ο ίδιος ο εναγόμενος, φανερώνουν ότι οι ενέργειες αυτού είναι παρελκυστικές για να καθυστερήσει η αναγνώριση του πιο πάνω εξώγαμου τέκνου της ενάγουσας ". Από τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1479 έως 1483 του ΑΚ τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο του κύριου δικογράφου του αναιρετηρίου, κατά το ένα μέρος του και το δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων κατά το τρίτο μέρος του με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθ.559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης.
Ειδικότερα, δέχεται το Εφετείο κατά την έκθεσή των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν από τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, ότι στο σχηματισμό της πλήρους δικανικής πεποίθησής του ότι το τέκνο της αναιρεσίβλητης έχει πατέρα τον αναιρεσείοντα, γιατί είχε σαρκική συνάφεια με την αναιρεσίβλητη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, οδηγήθηκε, εκτός από τη δέουσα συνεκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, και από την ελεύθερη συνεκτίμηση του πορίσματος της αιματολογικής εξέτασης στο πλαίσιο της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, με βάση το οποίο "στο αίμα του αναιρεσείοντος βρέθηκαν στοιχεία, που καθιστούν κατά την επιστήμη σφόδρα πιθανή την πατρότητα του και μάλιστα κατά το ποσοστό 95%". Με τα πιο πάνω δεδομένα, και όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας παραγράφου, η διατύπωση αυτή της προσβαλλόμενης, δεν είναι ενδοιαστική, ούτε ενέχει αμφιβολία ως προς το εάν ο αναιρεσείων είναι ο πατέρας που γέννησε η αναιρεσίβλητη, ώστε η προσβαλλόμενη δεν έχει ανεπαρκή αιτιολογία στο κρίσιμο ζήτημα της πατρότητας του τέκνου της αναιρεσίβλητης. Εξ άλλου οι ίδιοι λόγοι της αναίρεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων και την σ`αυτούς περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ.19 και 561 παρ.1 του ΚΠολΔ ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα της πατρότητας του τέκνου της αναιρεσίβλητης και τα αντίστοιχα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, και βρίσκονται κατά τον αναιρεσείοντα σε αντίθεση με το πιο πάνω πόρισμα της αιματολογικής εξέτασης και τα όσα προκύπτουν από την εφαρμογή του τεκμηρίου του άρθρου 515 του ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία δεν περιλαμβάνεται η παραδοχή του τεκμηρίου από το άρθρο 615 του ΚΠολΔ, με τους ίδιους δε λόγους κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-12-2006 αίτηση και το από 15-5-2007 και το αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 1021/2006 απόφασης του Εφετείου Θεσ/νίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει και για τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε σε χίλια οκτακόσια (1800) Ευρώ.
Απώλεια συνταξιοδοτικού δικαιώματος - Αμετάκλητη ποινική καταδίκη
Διατάξεις: άρθρο 62 [παρ. 1 περ. β] ΠΔ 166/2000
[...] 4. Σύμφωνα με την απορρέουσα από την έννοια του κράτους δικαίου (άρθρα 1 παρ. 3 και 4, 25, 26, 87, 93, 94 και 95 του Συντάγματος) και προβλεπόμενη πλέον ρητώς στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, αρχή της αναλογικότητας, ο κοινός νομοθέτης οφείλει, όταν θεσπίζει δυσμενή μέτρα εις βάρος μιας κατηγορίας προσώπων που συνεπάγονται την εξαίρεσή της από έναν αντίστοιχο ευμενή γενικότερο κανόνα δικαίου, να χρησιμοποιεί αντικειμενικά κριτήρια που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, τα θεσπιζόμενα δε αυτά επαχθή μέτρα πρέπει να είναι μόνο τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να τελούν σε άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον των επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, τα επιβαλλόμενα μέτρα πρέπει να είναι αφενός μεν κατάλληλα, ώστε να επιφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αφετέρου δε τα απολύτως αναγκαία με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού δεν ήταν δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου αποτελεσματικού αλλά λιγότερο επαχθούς μέτρου. Σε αντίθετη περίπτωση, αν το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που υπερακοντίζει καταδήλως τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνεπάγεται δηλαδή μειονεκτήματα που είναι δυσανάλογα προς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημόσιου αυτού σκοπού αντίκειται στην ως άνω συνταγματική αρχή και η διάταξη που το προβλέπει είναι, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα (βλ. απόφ. Ολ 2797/2011, 44/2009, 1277/2007, 2287/2005, 1492/2002, ΙΙ Τμήμα ΕλΣυν 1878/2008, 922/2006, 1085/2004, 1376, 1359, 422/2001, 283/2000 κ.ά.).
5. Στο άρθρο 1 εδάφιο α΄ του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το άρθρο πρώτο του ΝΔ/τος 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών διεθνούς δικαίου όρους». Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται ο γενικός και απόλυτος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του ατόμου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα νομίμως κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα» με συνέπεια, να καλύπτονται από τη διάταξη αυτή και τα ενοχικής φύσεως δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. (Πρακτικά 10ης Συν./24.2.1999 Ολ ΕλΣυν). Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (αποφάσεις ΕΔΔΑ Αζίνας κατά Κυπριακής Δημοκρατίας της 20.6.2002, Ολ ΕλΣυν 984, 502, 26/2010, 1347, 44/2009, 2442, 1623/2008, 1944/2005, ΙΙ Τμήμα 2072, 1252, 395/2009, 2479, 1989, 1850/2008, 574/2007, 2870, 2747/2006 κ.ά.). Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που ένα συμβαλλόμενο Κράτος θεσπίζει μια νομοθεσία, η οποία με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων προβλέπει την αυτόματη καταβολή μιας κοινωνικής παροχής -ανεξάρτητα από το αν η χορήγησή της εξαρτάται ή όχι από την προηγούμενη επιβολή εισφορών- η νομοθεσία αυτή γεννά ένα περιουσιακό συμφέρον, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για τα άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει (ΕΔΔΑ Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος της 9.12.1992, Αντωνακόπουλος κ.ά κατά Ελλάδος της 14.12.1999, Γεωργιάδης κατά Ελλάδος της 28.3.2000, Κοκκίνης κατά Ελλάδος της 6.11.2008, Ρεβελιώτης κατά Ελλάδος της 4.12.2008, Πρακτικά της 10ης Γεν. Συν. Ολ ΕλΣυν της 24.2.1999, Ολ ΕλΣυν 984, 502, 26/2010 κ.ά.). Περαιτέρω, από την ίδια ως άνω διάταξη συνάγεται ότι η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του δημοσίου υπαλλήλου για λήψη συντάξεως, εφόσον αυτός πληροί τις νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις, η οποία (αξίωση) αποτελεί από τη γέννησή της στοιχείο της περιουσίας του, δεν επιτρέπεται να απολεσθεί με νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο εάν συντρέχουν λόγοι πραγματικοί δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν την απώλειά της, τηρουμένης πάντοτε μια δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προασπίσεως του εν λόγω περιουσιακού δικαιώματος. Διαφορετικά, η κατάργηση αυτή της αξίωσης του δημοσίου υπαλλήλου για λήψη σύνταξης δεν συμβιβάζεται προς την προεκτεθείσα υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση προστατευόμενου από αυτήν περιουσιακού αγαθού (πρβλ. Ολ 2072, 1252/2009, 1623/2008, 2870, 2820, 356/2006, 1944, 636/2005). Σε κάθε περίπτωση, αυτό που το δικαίωμα της ιδιοκτησίας καταλήγει να εγγυάται, εντός ενός διανεμητικού συστήματος, είναι η εξασφάλιση της λειτουργίας των συντάξεων, ήτοι της αναλογικής αναπλήρωσης του απολεσθέντος, λόγω επέλευσης του κινδύνου, εισοδήματος του ασφαλισμένου.
6. Η διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ΠΔ 166/2000 και ήδη 169/2007) ορίζει ότι: [...]. Με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία έχει τεθεί για λόγους δημόσιας ωφέλειας (αποτροπή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων όταν είναι στην ενέργεια από τη διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων σε βάρος του Δημοσίου και των νπδδ, εξυπηρέτηση της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και εμπέδωση της εμπιστοσύνης του πολίτη στην αξιοπιστία και ακεραιότητα της δημόσιας υπηρεσίας), προβλέπεται η πλήρης απώλεια του δικαιώματος για σύνταξη των υπαλλήλων που καταδικάστηκαν αμετάκλητα, είτε όταν ήταν στην ενέργεια, είτε ως συνταξιούχοι, για τα προαναφερόμενα αδικήματα. Η οριστική όμως απώλεια του συνόλου της σύνταξης και όχι μόνο ποσοστού της, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι μέρος αυτής αντιστοιχεί σε καταβληθείσες από τον υπάλληλο εισφορές και μάλιστα αυτοδικαίως, ήτοι χωρίς να καταλείπεται κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας καθώς και η απώλεια όλων των παροχών κοινωνικής ασφάλισης συμπεριλαμβανομένων και των παροχών ασφαλίσεως λόγω ασθενείας, συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαχθές για τον εξελθόντα από την ενεργό υπηρεσία δημόσιο υπάλληλο που τον ακολουθεί μέχρι το πέρας του βίου του και θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του, στερώντας από αυτόν τα στοιχειώδη μέσα για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών, σε μια ηλικία, κατά την οποία η δυνατότητα αναπλήρωσης της σύνταξής του, μέσω άλλων πόρων, είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιη, αν όχι ανύπαρκτη. Άλλωστε, η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου, ανεξαρτήτως αν είναι πλημμεληματική ή κακουργηματική, δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτού, ώστε να μπορεί να καταστεί κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, αλλά σχετίζεται άμεσα με την υπηρεσιακή του κατάσταση δυνάμενη να οδηγήσει στην απόλυση του υπαλλήλου. Περαιτέρω, οι προαναφερθείσες δυσμενείς συνέπειες που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη είναι δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, καθώς το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που τον υπερακοντίζει προδήλως, ενώ ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέτρα εξίσου αποτελεσματικά αλλά λιγότερο επαχθή. Συνιστά, εκ του λόγου τούτου, κύρωση, η οποία εκτείνεται χρονικά και μετά την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε και προσβάλλει κατά τούτο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ.), ενώ πλήττει το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας αυτού (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντ.). Άλλωστε, το γεγονός ότι η σύνταξη του υπαλλήλου μεταβιβάζεται στην οικογένειά του δεν αρκεί για να αποκαταστήσει την ως άνω οριστική και αυτοδίκαιη απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος δεδομένου ότι, αφενός μεν, το ποσό της σύνταξης που μεταβιβάζεται στην οικογένειά του ανέρχεται στα 7/10 της δικαιούμενης από αυτόν σύνταξης, αφετέρου δε, τίποτε δεν εγγυάται ότι η οικογενειακή του κατάσταση θα συνεχιστεί έτσι στο μέλλον και δεν θα υποστεί μεταβολές. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία επιβάλλει στην Διοίκηση να εκδώσει, κατά δεσμία αρμοδιότητα, πράξη που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη, οριστική και πλήρη στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος η οποία συνιστά την αναγκαία και ικανή συνθήκη ανατροπής της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων και του δημοσίου συμφέροντος, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα. Και αυτό διότι η πλήρης στέρηση της σύνταξης και μάλιστα με την ως άνω μορφή (οριστική και αυτοδίκαιη) δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το δημόσιο συμφέρον, όσο επιτακτικό και αν ήταν αυτό, γιατί υποβάλλει τον συνταξιούχο σ’ ένα υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος (βλ. ΕΔΔΑ υπόθεση Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, προσφυγή 6069/00 Απόφ. 12.12.2004). Η περίπτωση βέβαια αυτή είναι διακριτή από τις άλλες περιπτώσεις «ενδιαμέσων μορφών στέρησης» της σύνταξης (όπως η δυνητική πλήρης και η αυτοδίκαιη μερική) κατά τις οποίες είναι ελεγκτέο από το Δικαστήριο κατά πόσο με τις σχετικές ρυθμίσεις ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του θιγόμενου προσώπου. (απόφ. ΕΔΔΑ της 22.10.2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδος, 2797/2011 Ολ ΙΙ Τμήμ. 526/2011, 2395/2011, 2499/2011, 2503/2012 και 602/2013). Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Γεωργίου Βοΐλη, η στέρηση βάσει του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β΄ του ΣΚ από δημόσιο υπάλληλο του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος λόγω αμετάκλητης ποινικής του καταδίκης για τα ιδιαίτερης ηθικής απαξίας και συνδεόμενα με την υπηρεσία ποινικά αδικήματα της δωροδοκίας και της δωροληψίας συνιστά σκληρό μεν πλην όμως αναγκαία και συνάμα πρόσφορο μέτρο αποτροπής τέλεσης αυτών των αδικημάτων, τα οποία τελούνται πάντοτε εκ δόλου, πλήττουν βάναυσα το δημόσιον συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου πρέπει να είναι ταγμένοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και αποσκοπούν στον αθέμιτο, παράνομο και προκλητικό πλουτισμό αυτών των υπαλλήλων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την ανωτέρω συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Άλλωστε η άποψη αυτή επιρρωννύεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης σε απόλυτη αρμονία με το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος λειτουργώντας προστατευτικά μεριμνά για την διαβίωση της οικογένειας υπαλλήλου αυτής της κατηγορίας στην οποία και μεταβιβάζεται το συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Η γνώμη όμως αυτή δεν κράτησε.
7. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος των αιτούντων, τέως τακτικός υπάλληλος της ... (τέως Κλάδου Εφοριακών με βαθμό Α΄), καταδικάστηκε με την 64600/1996 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε φυλάκιση τριών (3) ετών για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας για νόμιμες πράξεις κατά συναυτουργία (άρθρο 235 ΠΚ) με τριετή αναστολή, η απόφαση δε αυτή κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της έφεσής του ως ανυποστήρικτης με την 3775/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και της οικείας αίτησης αναίρεσης με την 1889/1999 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα). Ειδικότερα, από την 64600/1996 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο τακτικός υπάλληλος της ... (του κλάδου ΔΕ Εφοριακών με βαθμό Α΄) ... ενεργώντας εντός του κύκλου των καθηκόντων του και κατόπιν σχετικής εντολής του Προϊσταμένου του, μετέβη στις 10.7.1996 στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών που τηρεί ο φορολογούμενος ... προκειμένου να ενεργήσει έλεγχο των βιβλίων και λοιπών φορολογικών στοιχείων της επιχείρησης αυτής. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του στο χώρο του φροντιστηρίου και έως το τέλος Ιουλίου ο ως άνω εφοριακός υπάλληλος αμφισβητούσε την ορθότητα των βιβλίων. Την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου τηλεφωνικώς κάλεσε τον φορολογούμενο ... στην εφορία, όπου αντί να προσδιορίσει τις διαπιστωθείσες δήθεν παραβιάσεις του είπε ότι «τα βιβλία του δεν κάνουν ούτε για μπακάλικο» και απαίτησε το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών για να καταλογίσει μικρότερο ποσό, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση τακτικού ελέγχου θα καταλόγιζε τον φορολογούμενο με το ποσό των δεκαπέντε εκατομμυρίων δραχμών. Ο φορολογούμενος αντέτεινε ότι δεν είχε χρήματα για να του δώσει και ο εφοριακός υπάλληλος ... επέμεινε ότι θα του τα δώσει «γιατί έτσι δουλεύει η πιάτσα». Ο φορολογούμενος ενημέρωσε τον εκκαλούντα, τον οποίο είχε γνωρίσει όταν ο τελευταίος διενήργησε αυτοψία στην επιχείρησή του πριν από την έναρξη λειτουργίας της, για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε». Ο εφοριακός υπάλληλος ... απαίτησε τηλεφωνικώς στις 4.9.1996 από τον φορολογούμενο ... να του παραδώσει τα χρήματα τονίζοντας ότι ο έλεγχος ήταν προσωρινός. Ο φορολογούμενος ... κατήγγειλε τον εφοριακό ... στην Ασφάλεια - Υπηρεσία Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, μετέβη δε ακολούθως στην εφορία και στο γραφείο αυτού. Όταν πήγε να του δώσει το ποσό των 600.000 δραχμών ο ως άνω εφοριακός ... αντέτεινε «όχι σε εμένα και όχι πάνω στο γραφείο» και φώναξε τον ως άνω δεύτερο αιτούντα λέγοντας ότι «ο ... έχει κάτι για εμένα πάρτο εσύ» ενώ ο ανωτέρω του είπε να μην τον ανακατεύει και έφυγε. Στην συνέχεια, ο ... είπε στον φορολογούμενο να βάλει τα χρήματα στη σακούλα που ήταν στο γραφείο εκείνος όμως αρνήθηκε. Ο ... φώναξε και πάλι τον αιτούντα λέγοντας «πήγαινε με τον ... κάτι να πάρετε». Ο ως άνω αιτών πρότεινε στον φορολογούμενο να χρησιμοποιήσουν το ασανσέρ και εκεί αυτός του έδωσε τα χρήματα, μόλις δε βγήκαν από το ασανσέρ ο αιτών συνελήφθη από τους αναμένοντες αστυνομικούς Επισημαίνεται ότι ο φορολογούμενος ... κατέθεσε ότι ο εκκαλών «δεν του φάνηκε ενεργά αναμεμειγμένος στην υπόθεση» και ότι είχε δηλώσει στην ασφάλεια ότι τον εκβιασμό τον υφίσταται από τον εφοριακό υπάλληλο ..., ο αστυνομικός δε του είπε να «μην τον πειράζει ποιος θα πάρει τα χρήματα γιατί η καταγγελία ήταν συγκεκριμένη». Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά κήρυξε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών τον αιτούντα ένοχο (παθητικής) δωροδοκίας (άρθρο 235 ΠΚ) και συγκεκριμένα ένοχο του ότι «στην Αθήνα στις 7.10.1996, ενεργώντας από κοινού με τον ..., υπάλληλοι τυγχάνοντες της ..., απαίτησαν και δέχθηκαν ανταλλάγματα που δεν δικαιούνταν για ενέργειά τους μελλοντική, η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντά τους και ανάγεται στην υπηρεσία τους και συγκεκριμένα απαίτησαν από τον ..., ο οποίος διατηρεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών στην οδό ..., το χρηματικό ποσό των 800.000 δραχμών και έλαβαν τελικώς από αυτόν ως πρώτη δόση το ποσό των 600.000 δραχμών ως αντάλλαγμα, προκειμένου να ενεργήσουν για να του καταλογιστεί ως φόρος εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 1993-1994 το ποσό των 2.000.000 δραχμών αντί του ποσού των 15.000.000 δραχμών που θα υποχρεωνόταν κανονικά να καταβάλει εάν οι δηλώσεις του θεωρούνταν ανειλικρινείς από τον πρώτο από τους κατηγορούμενους (τον ...) αφού αυτός ως αρμόδιος υπάλληλος της ... είχε επιφορτισθεί νομίμως με απόφαση του Οικονομικού Εφόρου της ... να ελέγξει τα φορολογικά στοιχεία και λοιπά βιβλία της επιχείρησης του ... για τα έτη 1993 και 1994.
Σημειώνεται ότι ο πρώτος από τους κατηγορούμενους ... με συνεχή τηλεφωνήματά του προς τον εγκαλούντα τον διαβεβαίωνε ότι αν δεν του κατέβαλε τα 2.000.000 δραχμές θα θεωρούσε τις δηλώσεις του ανειλικρινείς και θα βεβαίωνε παραβάσεις τέτοιες ώστε θα πλήρωνε για φόρο εισοδήματος 15.000.000 δραχμές προκειμένου δε αυτός να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω για την παράνομη πράξη του, (ο ...) προσυνεννοήθηκε με την Αστυνομία μετέβη μαζί με αυτούς στο κατάστημα της εν λόγω Εφορίας όπου ο δεύτερος κατηγορούμενος (ήδη δεύτερος αιτών) για τον ίδιο σκοπό όπως προαναφέρθηκε απαίτησε και έλαβε το ποσό των 600.000 δραχμών». Το Β΄ Τριμελές Εφετείο Αθηνών απέρριψε με την 3774/1998 απόφασή του ως αβάσιμη την αίτηση του ανωτέρω (δεύτερου αιτούντος) -ο οποίος μέσω του αδελφού του επικαλέστηκε ασθένεια- για αναβολή εκδίκασης της υπόθεσής του, απέρριψε με την 3775/1998 απόφασή του, την έφεση του εκκαλούντος, κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ως ανυποστήρικτη. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Εφετείου, ο δεύτερος αιτών άσκησε αίτηση αναίρεσης η οποία απορρίφθηκε με την 1889/1999 απόφαση του Αρείου Πάγου με συνέπεια την αμετάκλητη καταδίκη του. Περαιτέρω με την .../27-3-2000 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη έκπτωση του ανωτέρω από την υπηρεσία από τις 9-12-1999, ημερομηνία δημοσίευσης της 1889/1999 απόφασης του Αρείου Πάγου. Κατόπιν τούτων με την .../2003 πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε η αίτηση αυτού για κανονισμό σύνταξης κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κανονίστηκε δε σύνταξη στη σύζυγό του ... και στις δύο κόρες του ... και ... με την αιτιολογία ότι αυτός απώλεσε το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62 του ΠΔ 166/2000. Κατά της πράξης αυτής ο ανωτέρω άσκησε την .../3-11-2004 ένστασή η οποία απορρίφθηκε με την .../24-5-2006 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 62 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Ακολούθως, ο ανωτέρω άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης της ΕΕΠΚΣ και το δικάσαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά όπως προέκυπταν από τις ποινικές αποφάσεις και αφού συνεκτίμησε την βαρύτητα του αδικήματος, τις συγκεκριμένες περιστάσεις της καταδίκης αυτού, καθώς και την επιβληθείσα σε βάρος του ποινή φυλάκισης με τριετή αναστολή έκρινε ότι οι συγκεκριμένες περιστάσεις τέλεσης του αδικήματος και καταδίκης αυτού δεν δικαιολογούν την κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 62 περ. β του ΠΔ 166/2000 απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος η οποία είναι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δυσανάλογη, δεν τελεί σε δίκαιη σχέση ισορροπίας προς τον προαναφερόμενο δημόσιο σκοπό, η πραγμάτωση του οποίου επιδιώκεται με τη ρύθμιση αυτή και ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί με άλλο λιγότερο επαχθές και εξίσου αποτελεσματικό μέτρο, όπως είναι η επιβολή εις βάρος του ανωτέρω της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης (απόλυσης). Κατέληξε δε, μετά την ως άνω στάθμιση, ότι δεν είναι νόμιμη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 62 περ. β του ΠΔ 166/2000 απόρριψη του αιτήματος του για κανονισμό σ’ αυτόν σύνταξης, με βάση την συνολική συντάξιμη υπηρεσία του, αφού τούτο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Ακολούθως, αφού έκανε εν μέρει δεκτή την έφεσή του, όρισε ότι η σύνταξή του θα του καταβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 του ΣΚ και ενόψει του χρόνου συντέλεσης της προσβαλλόμενης τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης (4-2-2005) της ένστασής του από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, αναδρομικά από τις 4.2.2002, ανέπεμψε δε στην 42η Διεύθυνση του ΓΛΚ για τον κανονισμό αυτό. Έτσι που αποφάνθηκε το Δικαστήριο τούτο, ορθά κατ’ αποτέλεσμα, αν και με άλλη αιτιολογία, έκρινε ότι η οριστική και πλήρης απώλεια και μάλιστα αυτοδικαίως, του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του εξελθόντος από την ενεργό υπηρεσία δημοσίου υπαλλήλου, σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής του καταδίκης για τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αδικήματα, συνιστά κύρωση υπερβολικά επαχθή και δυσανάλογη και δεν τελεί σε δίκαιη σχέση ισορροπίας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημόσιας ωφέλειας αντίκειται δε, κατά τούτο, στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του καθώς και η αίτηση αναιρέσεως αυτού. Περαιτέρω, είναι απορριπτέα ως συνεκδικαζόμενη μετ’ αυτής λόγω συνάφειάς της, η αίτηση του ... με την οποία προσβάλλεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το σκέλος της εκείνο με το οποίο δέχθηκε, καθ’ ερμηνεία του άρθρου 60 παρ. 1 του ΣΚ, ότι η σύνταξή του είναι καταβλητέα αναδρομικά από τις 4.2.2002 (τριετής αναδρομή από την συντέλεση της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της ένστασής του από την ΕΕΠΚΣ) και όχι από τις 9.12.1999 ημερομηνία αυτοδίκαιης έκπτωσης του από την υπηρεσία, δοθέντος ότι η ανωτέρω διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού η αφετηρία της αναδρομικής έκτασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν συνδέεται με τυχαία και απρόβλεπτα γεγονότα κείμενα εκτός του πεδίου επιρροής του ενδιαφερόμενου, αλλά με συγκεκριμένα γεγονότα όπως, η κατάθεση της αιτήσεως κανονισμού ή αναπροσαρμογής της συντάξεώς του και ή έγκαιρη από τον επιμελή δικαιούχο άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της ΕΕΠΚΣ κατά της απόρριψης (ρητής ή σιωπηρής) του αιτήματός του από τον Διευθυντή Συντάξεων του ΓΛΚ. Περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή δεν εισάγει προνόμιο υπέρ του Δημοσίου με τη μορφή θεσπίσεως υπέρ αυτού τριετούς παραγραφής, όπως αβάσιμα επικαλείται ο δεύτερος των αιτούντων, ούτε συνιστά ιδιόμορφο περιορισμό της οικονομικής του ωφέλειας, διότι θεσπίζεται με αυτήν μια γενική και αντικειμενική ρύθμιση που καθορίζει την αναδρομική έκταση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος που απονέμει ο νόμος.
Εξάλλου, η ρύθμιση αυτή είναι συμβατή με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, διότι εξασφαλίζεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας του περιουσιακού δικαιώματος (όπως είναι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα), ενώ διασφαλίζεται εν προκειμένω η εύλογη σχέση αναγκαιότητας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του ως άνω σκοπού και του μέσου που χρησιμοποιείται, το οποίο συνιστά μέτρο επέμβασης στην περιουσία κάθε προσώπου (ΕΔΔΑ, Κοκκίνης κατά Ελλάδος 6.11.2008, Ρεβελιώτης κατά Ελλάδος, 4.12.2008). Επίσης απορριπτέος είναι και ο λόγος ότι η διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 του ΣΚ αντίκειται ευθέως στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το Ν 2462/1997, αφού εν προκειμένω πρόκειται για ρύθμιση η οποία δικαιολογείται αντικειμενικά και εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, ήτοι την τήρηση της αρχής της ακρίβειας του προϋπολογισμού και δεν πρόκειται για τις απαγορευόμενες από το ως άνω άρθρο διακρίσεις κυρίως λόγω φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκείας κλπ, ώστε να πλήττεται η αποτελεσματική προστασία αυτών και η ίση μεταχείριση τους ενώπιον του νόμου. Περαιτέρω, με την ως άνω διάταξη δεν παραβιάζεται ούτε το άρθρο 2 παρ. 3α του ως άνω Συμφώνου με το οποίο κατοχυρώνεται η ύπαρξη «πρόσφορης προσφυγής» σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου, ούτε το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) με το οποίο εξασφαλίζεται το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα, αφού οι διατάξεις αυτές δεν απαγορεύουν τη θέσπιση περιορισμού τριετούς αναδρομής των οικονομικών αποτελεσμάτων της κανονιζόμενης το πρώτον ή της αναπροσαρμοζόμενης σύνταξης (βλ. ΕλΣυν Ολ 26/2010, 166/2010). Ακολούθως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και η αίτηση αναίρεσης του ... και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατατέθηκε από αυτόν για την άσκησή της υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 73 παρ. 4 εδάφ. β του Ν 4129/2013, 61 παρ. 3 και 117 του ΠΔ 1225/1981).
[Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Συνεκδικάζει: α) την από 22.7.2011 (αριθμ. καταθ. 132/2011) αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου και β) την από 12.9.2011 αίτηση αναίρεσης (αριθμ. καταθ. 142/2011) του ... κατά της 2674/2010 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης του ....]
Δικαίωμα σύνταξης αποκτούν Έλληνες που εργάστηκαν στη Γερμανία
Επίσης είναι πάρα πολλοί εκείνοι που αποθαρρύνθηκαν από τα τότε δεδομένα και δεν είχαν καταθέσει καν αίτηση» σχολιάζει και προσθέτει ότι η σχετική ρύθμιση αφορά:
- ανθρώπους που πριν από το 1981, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αποφάσισαν να πάρουν πίσω από το γερμανικό δημόσιο τις ασφαλιστικές τους εισφορές, δεδομένου ότι όσον η Ελλάδα βρισκόταν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτοί δεν δικαιούνταν σύνταξης,
- όσους εργάστηκαν για μία τριετία στη Γερμανία και επιστρέφοντας στην Ελλάδα δεν εργάστηκαν ξανά ή δεν ασφαλίστηκαν, με παιδί που γεννήθηκε μέχρι το 1992,
- γυναίκες, συζύγους ή μέλη οικογενειών που στηρίχτηκαν στην δουλειά του συζύγου με λίγα χρόνια ασφάλισης στη Γερμανία και με ένα ή δύο παιδιά που γεννήθηκαν μέχρι το 1992.
Όλοι οι παραπάνω καλούνται μέχρι την 1η Ιουλίου να καταθέσουν επειγόντως αιτήσεις στον γερμανικό φορέα χορήγησης σύνταξης ώστε να κατοχυρώσουν το δικαίωμά τους στη σύνταξη. Παράλληλα, ο κ. Παπαδόπουλος σχολιάζει ότι νέα δεδομένα, λόγω αλλαγών στο γερμανικό σύστημα, δημιουργούνται και για το ύψος της σύνταξης που λαμβάνουν ήδη από το γερμανικό δημόσιο Έλληνες δικαιούχοι που επέστρεψαν και ζουν στην Ελλάδα. «Η διαφορά με την προηγούμενη περίπτωση είναι ότι οι συγκεκριμένοι συνταξιούχοι δεν χρειάζεται να υποβάλλουν κάποιες αιτήσεις ή να κινήσουν κάποια διαδικασία, απλώς θα διαπιστώσουν ότι το ποσό της σύνταξής τους είναι αυξημένο» προσθέτει. Συγκεκριμένα αυξημένη σύνταξη θα λαμβάνουν στο εξής όσοι δικαιούνται αύξηση κατά δύο χρόνια των πλασματικών χρόνων ασφάλισης στο γερμανικό συνταξιοδοτικό σύστημα λόγω αναπηρίας και όσοι έχουν παιδιά που γεννήθηκαν πριν από το 1992 καθώς ο πλασματικός χρόνος ασφάλισης κάθε παιδιού αυξάνεται από ένα σε δύο χρόνια, γεγονός που αποτυπώνεται και στο ποσό της μηνιαίας σύνταξης.
Σημειώνεται ότι από το 1993 και μετά τα πλασματικά χρόνια ασφάλισης που δικαιούνται οι ασφαλισμένοι στη Γερμανία είναι τρία. Αναφερόμενος στο ρόλο των "Hellenic Silverstars", ο αντιπρόεδρός τους υπενθυμίζει ότι ο σύλλογος δημιουργήθηκε στις αρχές του χρόνου από ανθρώπους που έζησαν τη μισή τους ζωή στην Ελλάδα και τη μισή στη Γερμανία, επέστρεψαν στην πατρίδα και αποφάσισαν να βοηθήσουν, με την εμπειρία τους, ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα κατά τη διαδικασία συνταξιοδότησής τους και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα και τη Γερμανία. «Στην πρόσφατη εκδήλωση του συλλόγου, που πραγματοποιήθηκε παρουσία εκπροσώπου του γερμανικού ασφαλιστικού φορέα, αλλά και εκπροσώπων του ΙΚΑ και του ΟΓΑ, διαπιστώθηκαν τα θέματα εκείνα στα οποία υπάρχει προς το παρόν ένα κενό ενημέρωσης, το οποίο, ωστόσο γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί μέσω της γνωστοποίησης των δυνατοτήτων που διαμορφώνονται στο ευρύτερο κοινό» σχολιάζει. Παράλληλα, τονίζει ότι συναντήθηκαν στην ίδια αίθουσα δύο γενιές μεταναστών εκείνοι που επέστρεψαν στην Ελλάδα από τη Γερμανία και εκείνοι που τώρα φεύγουν για τη Γερμανία, ανταλλάσσοντας απόψεις και εμπειρίες που μπορούν να αποδειχτούν ιδιαίτερα χρήσιμες.
Χρήσιμες οδηγίες προς τους καταναλωτές για το πετρέλαιο θέρμανσης
Οι καταναλωτές μπορούν να υποβάλλουν ερωτήματα και καταγγελίες στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, μέσω της ιστοσελίδας www.1520.gov.gr και μέσω της
Γραμμής Καταναλωτή 1520.
Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή εν όψει της έναρξης διανομής του πετρελαίου θέρμανσης καλεί τους καταναλωτές να λάβουν υπόψη τους κάποιες πρακτικές συμβουλές όπως:
1. Να κάνουν έρευνα αγοράς προτού προβούν σε παραγγελία πετρελαίου ώστε να επιλέξουν την οικονομικότερη τιμή. Οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται για τις τιμές των καυσίμων από το Παρατηρητήριο Υγρών Καυσίμων της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή www.fuelprices.gr.
2. Πριν την παραλαβή πετρελαίου καλό είναι να έχει πραγματοποιηθεί συντήρηση-ρύθμιση του συστήματος κεντρικής θέρμανσης. Με τον τρόπο αυτό καταναλώνεται λιγότερο πετρέλαιο, επιτυγχάνεται εξοικονόμηση χρημάτων και υπάρχει αποφασιστική συμβολή στη δημιουργία καθαρότερου περιβάλλοντος. Ο καταλληλότερος χρόνος για τη συντήρηση της εγκατάστασης είναι αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου θέρμανσης (δηλ. Απρίλιο-Μάιο) ώστε να μη μείνουν τα κατάλοιπα της καύσης κατά την περίοδο του καλοκαιριού και γίνεται πιο δύσκολος ο καθαρισμός της.
3. Κατά την παραλαβή του πετρελαίου πρέπει να τηρούνται όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας προς αποφυγή ατυχημάτων.
4. Η παραλαβή του πετρελαίου να γίνεται κατά προτίμηση από δύο άτομα, ώστε ο έλεγχος των προμηθευτών να είναι μεγαλύτερος.
5. Το χρώμα του πετρελαίου, το οποίο και αποτελεί ένδειξη της ποιότητάς του, πρέπει να είναι κόκκινο και διαυγές και όχι θολό.
6. Αυτός που παραλαμβάνει το πετρέλαιο πρέπει να καταγράφει πάντοτε την ποσότητα του πετρελαίου που υπάρχει στη δεξαμενή τόσο πριν όσο και μετά την παραλαβή, παρουσία του βυτιοφορέα.
7. Κατά την παραλαβή του πετρελαίου καλό είναι να μην εμπιστεύονται μόνο το μετρητή του βυτιοφόρου αλλά να χρησιμοποιούν και δικό τους διαγραμμισμένο μέτρο.
8. Αυτός που παραλαμβάνει το πετρέλαιο καλό είναι να γνωρίζει ακριβώς τις διαστάσεις της δεξαμενής για να μπορεί να υπολογίσει πόσα λίτρα πετρελαίου αντιστοιχούν σε κάθε εκατοστό ύψους της δεξαμενής. π.χ. αν μια δεξαμενή έχει μήκος 2,0 μέτρα, πλάτος 1,25 μέτρα και ύψος 1 μέτρο, τότε η συνολική χωρητικότητά της είναι 2.5 κυβικά μέτρα (2x1,25x1=2.5 m3) ή 2500 λίτρα. Επομένως, σε κάθε εκατοστό ύψους της δεξαμενής αντιστοιχούν 25 λίτρα (2500:100=25).
9. Να μετρούν την ανύψωση της στάθμης του πετρελαίου μέσα στη δεξαμενή, αφού κατασταλάξει ο αφρός και έχουν παρέλθει 5-6 λεπτά.
10. Η πληρωμή του πετρελαίου πρέπει να γίνεται εφόσον λάβουν το απαραίτητο παραστατικό στοιχείο (απόδειξη) στο οποίο πρέπει να αναγράφεται το ύψος της στάθμης του πετρελαίου στη δεξαμενή πριν και μετά την παραλαβή και όχι μόνο τα λίτρα, καθώς και να υπάρχουν συμπληρωμένα όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία (όπως ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του πελάτη, Α.Φ.Μ., η ποσότητα του πετρελαίου, το ποσό πληρωμής, η ώρα παράδοσης κ.λ.π.).
11. Επισημαίνεται ότι όλοι οι καταναλωτές πρέπει να ελέγξουν εάν πληρούν τα κριτήρια που θέτει ο νόμος για την παροχή του επιδόματος θέρμανσης.
12. Οι καταναλωτές που δικαιούνται επίδομα θέρμανσης βάσει των κριτηρίων του νόμου, πρέπει να υποβάλουν τη σχετική αίτηση σε ηλεκτρονική φόρμα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (www.gsis.gr) όπου μπορούν να μπουν με τους κωδικούς του taxisnet και να καταχωρίσουν τα στοιχεία της απόδειξης που θα εκδώσει ο πρατηριούχος και τον αριθμό ενός τραπεζικού λογαριασμού τους, προκειμένου να πιστωθεί το ποσό του επιδόματος βάσει των προβλεπόμενων διαδικασιών.
Οι καταναλωτές μπορούν να υποβάλλουν ερωτήματα και καταγγελίες στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, μέσω της ιστοσελίδας www.1520.gov.gr και μέσω της Γραμμής Καταναλωτή 1520.
tweeter
Our Banner
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ
Καλώς ήλθατε-Welcome-welkom-mirë se vini- welkomma- ahlan wa sahlan- bari galoust- xos gelmissiniz -i bisimila - akwaba - ongi etorri - Шчыра запрашаем - swagata - amrehba sisswène - ani kié - dobro došli - degemer mad - добре дошъл - - benvinguts - bonavinuta - dobrodošli - vítejte - velkommen - welkom - bonvenon - tere tulemast -gabitê - vælkomin - tervetuloa - welkom - bienvenue - wolkom - binvignut - benvido -herzlich willkommen - eguahé porá - mikouabô - bienvéni - / brouha aba-a - aap ka swaagat hein - üdvözlöm - velkomin - nnoo / i biala - selamat datang -fáilte - benvenuto - - amrehva ysswène / l'aaslama - chum reap suor (formal) / suor sdei (casual) -murakaza neza - - nodé - bi xer hati - gnindi ton hap - gratus mihi venis - laipni lūdzam - benvegnûi - boyeyi bolamu - sveiki atvykę - welkum - wëllkom - dobredojde - tonga soa -selamat datang - swagatham - merħba -haere mai - miawezon -tavtai morilogtun (Тавтай морилогтун) - ne y waoongo - namaste - velkommen - benvenguts - khosh âmadid (formal) / khoshumadi (informal) -witaj (sing.) / witajcie (pl.) -bem-vindo - mishto-avilian tú - bine ai venit (sing.) / bine aţi venit (pl.) - добро пожаловать - afio mai, susu mai ma maliu mai - benènnidu / beni benìu - fàilte - dobrodošli - karibu - wauya (plural: mauya) - bhali karay aaya -aayuboovan - vitame vás / vitajte - dobrodošel (to a man) - zupinje z te videtite - bienvenido - karibu - välkommen - härzliche wöikomme -maligayang pagdating - maeva / manava - nal-varravu -rahim itegez - swagatham -ยินดีต้อนรับ - malo e lelei - hosgeldiniz - gazhasa oetiśkom - laskavo prosymo -khush amdeed - hush kelibsiz - chào mừng - bénvnou (bénvnowe) / wilicome -croeso -bel bonjou - dalal ak diam - ékouabô / ékabô