7 στους 10 θα πάρουν «κουτσουρεμένη» σύνταξη μέχρι 35% – Σοκ και δέος για τους σημερινούς ασφαλισμένους – Δημόσιο: Μειωμένες οι νέες συντάξεις, αυξημένες οι εισφορές – Από τα 67 θα λαμβάνεται η εθνική σύνταξη των €384 – Τι θα ισχύσει για τις συντάξεις χηρείας
Δραματικές μειώσεις σε όσους τολμήσουν να συνταξιοδοτηθούν «πρόωρα» πριν από το όριο πλήρους συνταξιοδότησης επιφυλάσσει το σχέδιο νόμου για το ασφαλιστικό που αναφέρεται στο δημόσιο τομέα.
Επιπλέον, δημόσιοι υπάλληλοι και ένστολοι που θα συνταξιοδοτηθούν από τη δημοσίευση του νόμου και μετά θα λάβουν μειωμένα ποσά, λόγω του νέου τρόπου υπολογισμού ενώ θα καταβάλουν και αυξημένες εισφορές.
Στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου που είδε το φως της δημοσιότητας επισημαίνεται ότι με τις νέες ρυθμίσεις αντιμετωπίζονται οι ανισότητες και η πολυδιάσπαση του συστήματος το οποίο το 1990 απαρτιζόταν από 327 φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης.
Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η μείωση της εθνικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης.
Επιπλέον το αναλογικό ποσό θα μειωθεί κατά 10% λόγω του πέναλτι. Έτσι, μια γυναίκα υπάλληλος του δημοσίου που βγαίνει στη σύνταξη στα 58 αντί στα 67 δικαιούται εθνική σύνταξη 207.36 ευρώ. Συνολικά, μαζί με το «κουτσουρεμένο» αναλογικό κομμάτι, θα πάρει σύνταξη 350 ευρώ από 800 που θα ελάμβανε σήμερα.
-Οι νέες συντάξεις για τους δημοσίους υπαλλήλους βάσει των νέων συντελεστών θα είναι μειωμένες σε ποσοστό 10-25% σε σχέση με τις σημερινές. Μεγαλύτερες απώλειες θα έχουν οι υψηλόβαθμοι και υψηλόμισθοι που θα φύγουν με πολλά χρόνια ασφάλισης. Και αυτό γιατί ο υπολογισμός της σύνταξης δεν θα γίνεται πλέον με το μισθολογικό κλιμάκιο του Οκτωβρίου του 2011, συν τα επιδόματα των 140 ευρώ και θέσης ευθύνης (για όσους το δικαιούνται) αλλά με το μέσο όρο των αποδοχών από το 2002 μέχρι σήμερα.
-Μεγάλες απώλειες θα υποστούν οι ένστολοι, που υπολογίζουν σήμερα την σύνταξή τους με βάση το τελευταίο μισθό.
Στους μεγάλους χαμένους συγκαταλέγονται και τα ειδικά μισθολόγια, π.χ. γιατροί του ΕΣΥ και πανεπιστημιακοί καθώς χάνουν η σύνταξή τους δε θα υπολογίζεται πια με βάση τον τελευταίο μισθό και τα έξτρα επιδόματα.
Αυτή η κατηγορία, γιατροί, νομικοί και μηχανικοί του δημοσίου που ελάμβαναν τουλάχιστον δύο συντάξεις θα έχουν επιπλέον απώλειες καθώς σύμφωνα με τον νόμο σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη.
Συγκεκριμένα στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης εθνικής σύνταξης είναι πλήρες.
Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία απ’ αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
-Μείωση κατά 60% θα έχουν οι συντάξεις όσων απασχολούνται ενώ τα επιδόματα τέκνων θα δίνονται στο εξής με εισοδηματικά κριτήρια
-Δραματικές μειώσεις θα έχουν και οι αναπηρικές συντάξεις. Στους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης και με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής
-Αυξημένες θα είναι και οι εισφορές για τους δημοσίους υπαλλήλους από 1.1.2017 καθώς θα ορίζονται στο 20% επί των συντάξιμων μηνιαίων αποδοχών ενώ αντίστοιχες θα είναι για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, όπως και για τους επιστήμονες και ελεύθερους επαγγελματίες.
Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ανέρχεται δηλαδή σε 5.840 ευρώ.
-Οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις παίρνουν περίοδο χάριτος για ενάμισι έτος ακόμα καθώς θα συνεχίσουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις) και μέχρι το τέλος του 2017.
-Από την 1.1.2018, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων. Στην σπάνια περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, τότε δίνεται αύξηση με δόσεις . Δηλαδή η σύνταξη προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
-Το σχέδιο νόμου προβλέπει θεωρητικά και αύξηση των συντάξεων από την 1.1.2017 κατ’ έτος στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου γίνεται ιδιαίτερη μνεία στον αναδιανεμητικό χαρακτήρα των ρυθμίσεων που προστατεύουν τους αδύναμους , αναφορά στις μνημονιακές περικοπές που είχαν ως αποτέλεσμα η μέση σύνταξη να μειωθεί μειώθηκε από 1200 ευρώ το 2010 σε 800 ενώ επισημαίνεται το πρόβλημα βιωσιμότητας του συστήματος καθώς «Δεν υπάρχει ασφαλιστικό σύστημα που να μπορεί να αντέξει οικονομικές συνθήκες στις οποίες το ¼ του πληθυσμού είναι άνεργο και το 50% των αυτοαπασχολουμένων αδυνατούν να πληρώσουν εισφορές. »
Νέες συντάξεις: Χαμένο βγαίνει το 70% των ασφαλισμένων – απώλειες 10%-35%
Συντάξεις από 400 ευρώ έως 1200 ευρώ θα χορηγεί το νέο σύστημα, «τιμωρώντας» με απώλεια εισοδήματος έως 35% κυρίως όσους έχουν πολλά χρόνια ασφάλισης και υψηλούς μισθούς. Παράγοντες της ασφάλισης υποστηρίζουν ότι χαμένο θα βγει το 70% των σημερινών ασφαλισμένων.
Ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων που θα ισχύσει από την ψήφιση του νομοσχεδίου (αποκλείστηκε μέχρι στιγμής η αναδρομική εφαρμογή) θα βασίζεται στο μέσο όρο των αποδοχών που είχε ο ασφαλισμένος από το 2002 (έτος ολοκλήρωσης μηχανογραφικού συστήματος) και μετά, δηλαδή τα τελευταία 15 χρόνια.
Κάθε χρόνο θα μπαίνει στο σύστημα άλλο ένα έτος υπολογισμού (πχ 16 το 2017) έως ότου περιληφθεί το σύνολο του εργασιακού βίου. Οι δανειστές πάντως ζητούσαν ο υπολογισμός να γίνει βάσει της τελευταίας 10ετίας προκειμένου να συμπεριληφθούν τα χρόνια της κρίσης με τους «κουτσουρεμένους» μισθούς και το ύψος των συντάξεων να συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο.
Ο υπολογισμός με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης που συμφωνήθηκαν με τους δανειστές (0,77-2%) δίνει συντάξεις μεγαλύτερες από τις σημερινές στις μέσες αποδοχές ως 1.000 € με την προϋπόθεση ότι ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης ώστε να κατοχυρώσει την εθνική σύνταξη των 384 €.
Αντίθετα, οι ασφαλισμένοι με περισσότερα από 25 έτη ασφάλισης και αποδοχές υψηλότερες των 1.000 € θα υποστούν απώλεια εισοδήματος από 10% έως 35%.
Επιπλέον οι ασφαλισμένοι που θα συνταξιοδοτηθούν με 15ετία θα λάβουν κατά 20% χαμηλότερη σύνταξη από ότι σήμερα, περίπου 400 ευρώ καθώς δικαιούνται μειωμένη εθνική σύνταξη 345 ευρώ αντί 384 (το σύνολό της μάλιστα χορηγείται στα 67).
Τι θα ισχύσει στις συντάξεις χηρείας
Αυστηρότερες προϋποθέσεις θα ισχύσουν για τις νέες συντάξεις χηρείας που θα εκδοθούν μετά τη δημοσίευση του νόμου.
Συγκεκριμένα τίθεται όριο ηλικίας τα 55 έτη. Δηλαδή αν ο επιζών σύζυγος είναι μικρότερος σε ηλικία παίρνει για 3 χρόνια τη σύνταξη, ακολούθως τη χάνει και την ξαναπαίρνει στα 67.
Ειδική μέριμνα προβλέπεται για τους ανάπηρους και για τις μητέρες ανηλίκων που θα παίρνουν τη σύνταξη μέχρι το παιδί να ενηλικιωθεί ή μέχρι να γίνει 24 ετών αν σπουδάζει.
Επίσης περιορίζεται το ποσοστό του επιζώντος συζύγου επί της συνταξης γήρατος του θανόντος εφόσον αυτό πλέον συναρτάται από την διάρκεια του γάμου (μεγαλύτερη των 5 ετών) και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων.
Η συγκεκριμένη διάταξη που συντάχθηκε βάσει βέλτιστων πρακτικών της ΕΕ αποσκοπεί στην αποφυγή αφενός μεν της τέλεσης εικονικών γάμων και αφετέρου δε καταβολής για μακρό χρονικό διάστημα εκ μεταβιβάσεως συντάξεων σε περίπτωση μεγάλης διαφοράς ηλικίας η οποία θα επιβάρυνε σημαντικά τον προϋπολογισμό.