Η παρέμβαση της ΕΚΤ πέτυχε μόνο στον πρώτο της στόχο. Οι αποδόσεις των δεκαετών ιταλικών ομολόγων υποχώρησαν στο 5,3% και των ισπανικών στο 5,15% από τα υψηλότερα του 6% επίπεδα-ρεκόρ που είχαν σημειώσει την προηγούμενη εβδομάδα.
Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούσαν ότι η ΕΚΤ ενδεχομένως να χρειαστεί να προβεί σε ακόμη μεγαλύτερες αγορές ιταλικών και ισπανικών ομολόγων για μια σημαντική χρονική περίοδο, προκειμένου να έχει κάποιο διατηρήσιμο αποτέλεσμα, και θα χρειαστεί παράλληλα να ξεπεράσει την αντίθεση που εκφράζονται γι' αυτές τις κινήσεις της από τη Γερμανία. Οι εκτιμήσεις για τις συνολικές αγορές ομολόγων που ενδεχομένως να χρειαστεί να κάνει η ΕΚΤ ποικίλλαν. Με πιλότο τις αντίστοιχες κινήσεις που έγιναν από την ΕΚΤ στην περίπτωση της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, οι αναλυτές της Goldman Sachs μιλούσαν για αγορές ομολόγων 100-130 δισ. ευρώ, του Reuters για 230 δισ. ευρώ, ενώ της Royal Bank of Scotland για το εκρηκτικό ποσό των 850 δισ. ευρώ.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ένας άλλος οίκος αξιολόγησης, η Moody's, επανέλαβε παλαιότερη προειδοποίηση ότι ενδεχομένως να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ πριν από το 2013 αν η δημοσιονομική ή οικονομική εικόνα της υπερδύναμης αποδυναμωθεί σημαντικά. Ο πρόεδρος Ομπάμα στο διάγγελμά του απέδωσε την υποβάθμιση από τη Standard & Poor's στο κλίμα αμφισβήτησης που δημιούργησαν οι πολιτικές διαμάχες Ρεπουμπλικάνων-Δημοκρατικών, τονίζοντας ότι θα πρέπει να δημιουργήσει «την αίσθηση του επείγοντος» στα δύο κόμματα για την καταπολέμηση του χρέους και του ελλείμματος της χώρας. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι τα οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ είναι διαχειρίσιμα.
Οι αγορές εστιάζουν πλέον στη σημερινή συνεδρίαση της Fed και στο τι θα ειπωθεί σε αυτήν. Η τρέχουσα κρίση στις αγορές προκαλεί έντονες πιέσεις προς την αμερικανική κεντρική τράπεζα για ένα τρίτο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, επαναγορά δηλαδή κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες για την ενίσχυση της ρευστότητας. Η Fed ολοκλήρωσε τον δεύτερο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης -συνολικής αξίας 600 δισ. δολαρίων- μόλις στα τέλη του περασμένου Ιουνίου. Το ερώτημα που γεννάται πλέον είναι μέχρι πότε η Fed, η ΕΚΤ, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου θα συνεχίζουν να πριμοδοτούν τον χρηματοοικονομικό τομέα και τα παιχνίδια του, παίρνοντας από την άλλη πλευρά ημίμετρα για την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας και βουλιάζοντας διαρκώς τους εργαζόμενους σε μεγαλύτερη φτώχεια με τα σκληρά μέτρα λιτότητας που εξαγγέλλουν.