1.α. Βασικά Χαρακτηριστικά Διανεμητικού Συστήματος.
…«Το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι ότι το κράτος επιβάλλει ένα είδος φόρου –τις ασφαλιστικές εισφορές- στους ασφαλισμένους και τους εργοδότες, με τα έσοδα του οποίου τα Ταμεία καταβάλλουν στους δικαιούχους τις συντάξεις. Το κράτος θεσπίζει τους κανόνες και εγγυάται τη λειτουργία του συστήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τους κανόνες αν μεταβληθούν οι συνθήκες». (σελ. 181).
Το διανεμητικό είναι το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα και σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην ελληνική κοινωνία πλανάται μια λανθασμένη αντίληψη περί των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν εργαζόμενοι και εργοδότες: Οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι οι ασφαλιστικές εισφορές που παρακρατούνται από τον ακαθάριστο μισθό τους αφορά τις δικές τους συντάξεις, όμως: «…με το ισχύον σύστημα οι εισφορές των εργαζομένων δεν αφορούν τις δικές τους συντάξεις, αλλά τις συντάξεις που καταβάλλονται κάθε έτος στους συνταξιούχους». (σελ. 59)
Έτσι, λοιπόν, στο διανεμητικό σύστημα …«οι εργαζόμενοι πληρώνουν εισφορές, αλλά οι εισφορές αυτές την ίδια χρονιά χρησιμοποιούνται για να ικανοποιηθούν τα θεσπισμένα δικαιώματα των συνταξιούχων, δηλαδή να πληρωθούν οι συντάξεις τους. Η πληρωμή των εισφορών από τους εργαζόμενους μπορεί να μη χρηματοδοτεί τη δική τους σύνταξη, δημιουργεί όμως μια «προσδοκία» και στηρίζεται σε έναν «άτυπο κανόνα», ότι στο μέλλον και αυτοί θα λάβουν από την επόμενη γενεά τα «ίδια οφέλη» που εξασφάλισαν στο παρελθόν στους τότε συνταξιούχους. Το πόσο «ίδια οφέλη» μπορούν να εξασφαλιστούν όταν συντελούνται σημαντικές μεταβολές των συνθηκών και ιδιαίτερα το πόσο «ίδιες θυσίες» συνεπάγονται τα «ίδια οφέλη» από πλευράς των επόμενων γενεών, είναι ένα εξαιρετικά προβληματικό θέμα…». (σελ. 183)
1.β. Η έννοια της Αλληλεγγύης των Γενεών.
Αυτή η «προσδοκία» για τη διατήρηση του «άτυπου κανόνα» (ότι δηλ. ο σημερινός στρατός εργασίας πληρώνει τις συντάξεις των απόμαχων -συνταξιούχων- και οι αυριανοί απόμαχοι θα συντηρούνται από τους εργαζόμενους του μέλλοντος) προστίθεται στις κοινωνικές αξίες, της συντεταγμένης πολιτείας, ως «αλληλεγγύη των γενεών».
Η βαθύτερη έννοια της αλληλεγγύης των γενεών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, υπονοεί ότι οι διαχρονικά «ίδιες θυσίες», από την πλευρά των εργαζομένων, θα συνεπάγονται διαχρονικά «ίδια οφέλη» για τους συνταξιούχους, ανεξαρτήτως της χρονικής περιόδου που «τυγχάνει» να βρίσκεται κάποιος στη μία ή στην άλλη όχθη.
Έτσι, ο εργαζόμενος του 2025 θα πρέπει να θυσιάζει το ίδιο ποσοστό του ακαθάριστου, από ασφαλιστικές εισφορές, εισοδήματός του, που θυσίαζε ο εργαζόμενος του 2000, για να συντηρούν, ο μεν πρώτος τους συνταξιούχους του 2000 και ο δεύτερος τους συνταξιούχους του 1975 κ.ο.κ. Μάλιστα, η αλληλεγγύη των γενεών υπονοεί και κάτι ακόμα: Το βιοτικό επίπεδο του συνταξιούχου του 2050 (που ήταν εργαζόμενος το 2025) δεν θα πρέπει να υστερεί του βιοτικού επιπέδου του συνταξιούχου του 2025 (που ήταν εργαζόμενος το 2000) κ.ο.κ.
Όμως, τόσο το επίπεδο της καταβαλλόμενης «θυσίας» της κάθε γενιάς εργαζομένων, όσο και η ονομαστική και κυρίως η αγοραστική δύναμη της κάθε γενιάς συνταξιούχων, εξαρτάται από διάφορους πολιτικοοικονομικούς και δημογραφικούς παράγοντες, οι οποίοι ακριβώς επειδή μεταβάλλονται με μη προβλέψιμο τρόπο, διαστρεβλώνουν την ουσία της έννοιας της «αλληλεγγύης». Τέτοιοι παράγοντες που, κατά το μάλλον ή ήττον, διαφοροποιούνται μεταξύ των γενεών, είναι: η αναλογία εργαζομένων – συνταξιούχων, η μέση ακαθάριστη αμοιβή της εργασίας -που προσδιορίζεται από την παραγωγικότητα (τεχνολογικό επίπεδο, επιχειρηματικότητα, διάρθρωση του παραγωγικού ιστού κ.α.) της οικονομίας-, το επίπεδο του πληθωρισμού, η διαχρονικά συνεπής πολιτική στάση του νομοθέτη κ.α.
Ο συγγραφές δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα (σελ. 112-114), το οποίο προσαρμόστηκε για τις ανάγκες της παρούσας παρουσίασης, σύμφωνα με το οποίο, ακόμα και αν οι κανόνες διατηρηθούν αμετάβλητοι, η κοινωνική αξία της αλληλεγγύης των γενεών δεν είναι σίγουρο ότι θα εκπληρωθεί. Μάλιστα, πιθανότερο είναι, η αντίρροπη προσαρμογή των κανόνων στα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα της κάθε γενεάς να προσεγγίζει την αρχή: «ίδιες θυσίες» μεταξύ των γενεών, για «παρόμοια οφέλη» σε κάθε γενεά.
1.γ. Η ασυνέπεια των «συνεπών» κανόνων και η ανάγκη αλλαγών.
«Συνεπώς, αμετάβλητοι κανόνες δεν συνεπάγεται αμετάβλητα κοινωνικά αποτελέσματα. Όταν οι συνθήκες αλλάζουν η διατήρηση των ίδιων κανόνων οδηγεί σε ανατροπές κρίσιμων κοινωνικών ισορροπιών…». (σελ.116)
1.δ. Ασφαλιστικά ελλείμματα και …«ανισόρροπη» αναδιανομή.
Όμως, η χρηματοδότηση των συντάξεων μιας μεγάλης ομάδας ασφαλισμένων –π.χ. του ΙΚΑ, (η χρηματοδότηση του οποίο θεσμοθετήθηκε το 2002, και προβλέπει την καταβολή στο Ταμείο του 1% του ΑΕΠ)- μέσω του φορολογικού συστήματος, σημαίνει μεταφορά εισοδήματος από τους φορολογουμένους συνολικά, σε ένα ολόκληρο τμήμα της κοινωνίας (τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ), χωρίς μάλιστα εισοδηματικά ή άλλα κοινωνικά κριτήρια. Το παρεπόμενο ερώτημα είναι το εξής: Είναι κοινωνικά (και ηθικά) αποδεκτό να καλούνται οι εργαζόμενοι ή οι επαγγελματίες άλλων κλάδων να χρηματοδοτούν τις συντάξεις άλλων κοινωνικών ομάδων και μάλιστα ανεξάρτητα από την εισοδηματική ή την περιουσιακή κατάσταση των τελευταίων; Μάλιστα, αυτή η αδικία επιτείνεται όσο οι δεξιές κυβερνήσεις εμμένουν στην πολιτική της μείωσης των άμεσων φόρων και την πληθωριστική αντικατάστασή τους από έμμεσους.
Επίσης, ο περιορισμός των κρατικών δαπανών για κοινωνικά αγαθά (υγεία, παιδεία…) οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση των αγαθών αυτών (δηλ. την παροχή τους από τον ιδιωτικό τομέα) που σημαίνει ότι αγαθά στα οποία είχε «πρόσβαση» ο πολίτης χωρίς άμεσο ή με χαμηλό κόστος, θα κληθεί να τα πληρώσει προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά.
Συνεπώς, είτε με την αύξηση των έμμεσων φόρων, είτε με τη μείωση των κρατικών δαπανών για συλλογικά αγαθά και κοινωνικές υπηρεσίες, η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος επιβαρύνει τα πιο αδύναμα και φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας (πόσο μάλλον όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες αφορούν, συγκριτικά περισσότερο, τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας από άλλα κοινωνικά στρώματα).
1.ε. Η αναπτυξιακή διάσταση του ασφαλιστικού συστήματος.
«… οι συντάξεις μπορούν να πληρωθούν από το κράτος, ακόμα και αν το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης αυξηθεί κατά 3, 5 ή 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Έχει όμως τεράστια σημασία αν την ίδια στιγμή μειώνεται κατά 3, 5 ή 8 μονάδες του ΑΕΠ η κρατική δαπάνη για άλλους τομείς, όπως οι επενδύσεις, η παιδεία, η υγεία, η καθημερινή ασφάλεια ή η απονομή δικαιοσύνης». (σελ.46)
Άλλωστε, «οι κανόνες που ρυθμίζουν το ασφαλιστικό έχουν σοβαρές επιπτώσεις στις επενδύσεις, στους ρυθμούς μεγέθυνσης, στο οικονομικο-κοινωνικό κλίμα, σε πολλές άλλες οικονομικές – κοινωνικές επιλογές και σε τελική ανάλυση, στο ίδιο το επίπεδο μισθών που, με τη σειρά του καθορίζει και το επίπεδο των συντάξεων. Συνεπώς, το ασφαλιστικό, πέρα από θεμελιώδες κοινωνικό θέμα, είναι ταυτόχρονα θεμελιώδες αναπτυξιακό θέμα». (σελ. 15)
1.στ. Μια διάσταση του διανεμητικού συστήματος με μεγάλη σημασία.
Έτσι, λοιπόν, αν και οι κατώτερες συντάξεις είναι πολύ χαμηλές, εντούτοις υπερβαίνουν σημαντικά το ποσό που θα προέκυπτε σε μια λογική ανταποδοτικότητας. Αυτό, σε μια κοινωνία με υψηλή ανεργία δεν πρέπει να θεωρείται αμελητέο και μάλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα κατ΄ ελάχιστον αποδεκτό δίκτυ κοινωνικής προστασίας, που κάθε δημοκρατική, κοινωνικά ευαίσθητη και ευρωπαϊκή πολιτεία θα πρέπει, τουλάχιστον, να διαφυλάττει και ει δυνατόν να μεριμνά για την ουσιαστική, περαιτέρω, βελτίωσή του. Αρκεί, βεβαίως, ένα μελλοντικά αξιοπρεπές δίκτυ κοινωνικής προστασίας (κατώτατο εγγυημένο εισόδημα) να μη γίνει άλλοθι για ορθολογική εισφοροδιαφυγή.
2. Κεφαλαιοποιητικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.
… «Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα οι εισφορές αποτελούν αποταμίευση του ασφαλισμένου που δεν χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει τις συντάξεις άλλων. Η αποταμίευση αυτή επενδύεται σε διάφορα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα ή τίτλους) και χρηματοδοτεί τη σύνταξη του κατόχου της στο μέλλον…». (σελ. 184)
Το σύστημα αυτό εμφανίζεται ελκυστικό επειδή στηρίζεται στη λογική ότι οι ασφαλισμένοι αποταμιεύουν για τη δική τους σύνταξη στο μέλλον. Επιπροσθέτως, η βασική λογική του συστήματος («προσωπικό βιβλιάριο ασφάλισης») προδιαθέτει για μια σειρά συγκρίσιμων πλεονεκτημάτων. Ως τέτοια, μπορούν να θεωρηθούν αυτά που οι υπέρμαχοί του υποστηρίζουν, τουλάχιστον στη θεωρία, ότι επιτυγχάνει:
(α) Αυξάνει τον πληθυσμό με ασφαλιστική κάλυψη και αποθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή, μιας και όσο λιγότερα κεφάλαια εγγραφούν στο «ατομικό βιβλιάριο ασφάλισης» τόσο μικρότερη θα είναι η προσδοκώμενη σύνταξη.
(β) Αφήνει το περιθώριο στους ασφαλισμένους να καταβάλλουν υψηλότερες, από τις ελάχιστα νομοθετημένες, ασφαλιστικές εισφορές προκειμένου να βελτιώσουν το ύψος της σύνταξής τους,
(γ) Ενισχύει την εθνική αποταμίευση και αυξάνει τα επενδυμένα κεφάλαια στην εγχώρια κεφαλαιαγορά ή γενικότερα στην εγχώρια οικονομία.
(δ) Δεν προκύπτουν ασφαλιστικά ελλείμματα, αφού ο καθένας παίρνει μια σύνταξη ανάλογα με το ποσό που επένδυσε και την απόδοση του κεφαλαίου αυτού.
Τα πλεονεκτήματα αυτά, καθώς και κάποια ακόμα (όπως η ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ των ιδιωτικών επενδυτικών οργανισμών διαχείρισης των «ατομικών βιβλιαρίων ασφάλισης», ή ο περιορισμός των πολιτικών παρεμβάσεων στον τελικό υπολογισμό της σύνταξης), μετριάζονται αν με κριτική διάθεση προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με κάποια καίρια ερωτήματα:
- Τα «ατομικά βιβλιάρια ασφάλισης» θα έχουν εγγυημένη απόδοση; Θα είναι σίγουροι, και σε ποιο βαθμό, οι ασφαλισμένοι ότι ο επενδυτικός φορέας που διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό τους λογαριασμό δεν επενδύει σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα υψηλού ρίσκου και αβέβαιης απόδοσης;
- Ποιο θα είναι το ύψος της προμήθειας, που θα διαμορφωθεί στην «αγορά» των επενδυτικών οργανισμών, για τη διαχείριση των «λογαριασμών» των ασφαλισμένων; (ενδεικτικά, ο συγγραφέας αναφέρει ότι, στη Σουηδία η προμήθεια έχει διαμορφωθεί στο 0,75% της ετήσιας εισφοράς του ασφαλισμένου, που σε 20ετή βάση σημαίνει απώλεια 15% της όποιας απόδοσης του κεφαλαίου).
- Οι επενδυτικοί οργανισμού (εγχώριοι ή ξένοι) θα έχουν την αναγκαία ελευθερία για να αποφασίζουν χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις (βλέπε δομημένα ομόλογα και πώς υποχρεώθηκαν, από την Κυβέρνηση, κάποια ταμεία να τα αγοράσουν) τις επενδυτικές τους στρατηγικές; Από την άλλη πλευρά, θα μπορεί η κρατική εξουσία να ελέγχει και να παρεμβαίνει; με ποιο τρόπο; με ποίους μηχανισμούς; και εν τέλει με ποία κριτήρια θα αποφασίζει ότι ένα επενδυτικό προϊόν, στο οποίο επενδύει ένας Οργανισμός, είναι μεσο-μακροχρόνια ασύμφορο για τους ασφαλισμένους που εμπιστεύτηκαν το συνταξιοδοτικό τους μέλλον σε αυτόν.
- Θα υπάρχει ένας ή περισσότεροι επενδυτικοί Οργανισμοί: Και αν υπάρχουν περισσότεροι, θα έχουν οι ασφαλισμένοι δικαίωμα να επιλέξουν αυτόν της αρεσκείας τους ή η κυβέρνηση θα αποφασίζει ex ante ποια κοινωνική ομάδα θα ασφαλίζεται σε ποιον επενδυτικό φορέα; Επίσης, θα υπάρχει η δυνατότητα στους ασφαλισμένους να αλλάζουν επενδυτικό Οργανισμό, προκειμένου έτσι να μπορέσει να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των επενδυτικο-ασφαλιστικών Οργανισμών;
- Οι Οργανισμοί αυτοί, εγχώριοι ή διεθνείς, θα έχουν υποχρέωση να επενδύουν στην ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά (προκειμένου να ενισχυθεί η εθνική αποταμίευση και το ύψος των επενδυμένων κεφαλαίων στην ελληνική κεφαλαιαγορά) ή θα μπορούν να επενδύουν στη διεθνή κεφαλαιαγορά με γνώμονα το συμφέρον των ασφαλισμένων (βελτιστοποίηση της σχέσης ρίσκου – απόδοσης) που όμως θα συνεπάγεται εκροή εθνικών κεφαλαίων στις αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές του εξωτερικού;
- Ποιος θα χρηματοδοτεί την κοινωνική πολιτική του ασφαλιστικού συστήματος. Ποιος, δηλαδή, θα πληρώνει τη σύνταξη αυτών που θα καταστούν ανίκανοι για εργασία; Πώς θα ενισχυθεί η σύνταξη κάποιου του οποίου το «ατομικό βιβλιάριο» (λόγω ανεργίας κ.τ.λ.) δεν του εξασφάλισε εισόδημα μεγαλύτερο από το όριο της έσχατης φτώχιας; Η κοινωνία θα αδιαφορήσει για αυτούς; Το κράτος πώς θα αντιδράσει όταν αρχίσει να διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή; Θα εστιάσει τη ρητορική του στη λογική της αναλογικότητας του ασφαλιστικού συστήματος («όσα έδωσες τόσα θα πάρεις») απορρίπτοντας το κοινωνικό στοιχείο που εμπεριέχει κάθε ασφαλιστική πολιτική;
- Ποιος θα καταβάλλει το κόστος αλλαγής «παραδείγματος»; Αλλαγής δηλαδή του ασφαλιστικού συστήματος από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό;
2.β. Ο «προσανατολισμός» του εφαρμοζόμενου κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Πέραν των κατευθύνσεων που θα θελήσει (ή θα υποχρεωθεί) να ακολουθήσει ο νομοθέτης, η «ρότα» του κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού μοντέλου μπορεί να «διορθωθεί» (δεξιότερα ή αριστερότερα) από την εκτελεστική εξουσία, μέσω του τρόπου εφαρμογής της βούλησης του νομοθέτη. Οι διορθώσεις όμως, όταν συντελεστεί η αλλαγή ασφαλιστικού «παραδείγματος», δεν μπορεί παρά να είναι οριακές. Επομένως, έχει μεγάλη σημασία ο αρχικός προσανατολισμός του κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού μοντέλου.Αυτή ακριβώς είναι και η μομφή του συγγραφέα, προς τον προοδευτικό πολιτικό χώρο. Όχι γιατί το 2001 η κεντροαριστερή κυβέρνηση δεν προχώρησε στην αλλαγή «παραδείγματος», άλλωστε τότε δεν ήταν ακόμα αναγκαίο, αλλά γιατί επέλεξε να αφήσει την πρωτοβουλία σε επόμενες κυβερνήσεις. Έτσι, πάντα θα υπάρχει ο κίνδυνος μια πραγματική ασφαλιστική μεταρρύθμιση (η οποία θα περιέχει και στοιχεία του κεφαλαιοποιητικού υποδείγματος) να αρχίσει, και το πηδάλιο να το κρατάει η «αγορά».
3. Μικτό ασφαλιστικό σύστημα.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι είναι …αρχέτυπα. Και όπως τα ιδεολογικά (Κουμμουνισμός – Φιλελευθερισμός) ή τα οικονομικά (Κράτος – Αγορά) αρχέτυπα, έτσι και τα Ασφαλιστικά δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενα. Όπως υπάρχουν συνιστώσες του κάθε αρχέτυπου που συνδιαμορφώνουν το Ιδεολογικό ή το Οικονομικό μοντέλο που (αδρανειακά, συναινετικά ή κατόπιν επιλογής) ακολουθεί μια Πολιτεία, έτσι και το Ασφαλιστικό μοντέλο μιας κοινωνίας μπορεί να διαμορφωθεί από τις βέλτιστες συνιστώσες του κάθε αρχέτυπου. Αρκεί, η τελική συνιστώσα να είναι λειτουργική, κοινωνικά δίκαιη, οικονομικά αποδοτική, αξιόπιστη και εν τέλει εφαρμόσιμη.