Η πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας: το νέο ύψιστο αγαθό
Σε πρόσφατη ομιλία του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας,
Κωνσταντίνου Μενουδάκου, σε εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου
Θεσσαλονίκης, πολίτες και νομικοί τον ακούσαμε να επικαλείται το έκτακτο
των καταστάσεων που ζούμε ως αιτία της «νέας ανάγνωσης» από το ανώτατο
ακυρωτικό δικαστήριο του Συντάγματος και της νομοθεσίας που
προστατεύει...
το περιβάλλον, το πολυτιμότερο από τα συλλογικά αγαθά.
Της επίσκεψη αυτής στην πόλη μας, είχε προηγηθεί η επίσκεψη αξιωματούχων
της τρόικας στο Συμβούλιο της Επικρατείας και λίγο μετά η έκδοση της
απόφασης που επέτρεψε τη συνέχιση των εργασιών στις εγκαταστάσεις της
«Ελληνικός Χρυσός» και την άμεση αποψίλωση με εντολή του ΥΠΕΚΑ μεγάλων
εκτάσεων αρχέγονου δάσους στη Χαλκιδική. Δεν είναι συνηθισμένο ο πλέον
υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Δικαιοσύνης να προβαίνει ευθαρσώς στην
ομολογία ότι εξωτερικές συνθήκες, ήτοι πολιτικές, άρα και υποκειμενικές,
οδηγούν σε μια διαφοροποιημένη, άρα εξίσου υποκειμενική, ερμηνεία του
Συντάγματος.
Στο σημείο αυτό η δικαιοσύνη αποδέχεται την αρχή του τέλους της
ισονομίας. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο, οι καιροί έχουν αλλάξει και
απαιτούνται νέες σταθμίσεις εννόμων αγαθών. Η προστασία του
περιβάλλοντος δεν λογίζεται πλέον ως απόλυτη, αλλά σταθμίζεται ad hoc με
την ανάγκη για «ανάπτυξη», όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από την κρατούσα
νεοφιλελεύθερη πολιτική ιδεολογία. Η στροφή αυτή δικαιολογήθηκε από την
ανάγκη ενίσχυσης της πιστοληπτικής αξιοπιστίας της χώρας μας, δηλαδή
της συμμόρφωσης της χώρας μας με τους δημοσιονομικούς της στόχους,
σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των δανειστών της, και προκειμένου να
συνεχίσουν τη χρηματοδότησή της.
Έτσι, εκ του παραθύρου, η πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας αναγορεύτηκε
σε ύψιστο δημόσιο συμφέρον, και στοιχίστηκε απέναντι στα συλλογικά
αγαθά που ρητώς προστατεύει το σύνταγμα. Το σύνταγμα, σύμφωνα με τον
πλέον αυθεντικό ερμηνευτή του, δεν είναι αυστηρό, αλλά ελαστικό, το
σύνταγμα -με άλλα λόγια- μπορεί να είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον
χωροφύλαξ.
Τα «ατομικά» δικαιώματα των μεγαλοκαταθετών
Τις ίδιες μέρες αποκαλύφθηκε πως ένας άλλος -πρώην- ανώτατος δικαστικός
λειτουργός, ο Ιωάννης Διώτης, την περίοδο που ήταν επικεφαλής του
Σ.Δ.Ο.Ε. είχε στην κατοχή του μια λίστα με ονόματα Ελλήνων καταθετών
στην Ελβετία, η οποία, όπως πίστευε, ήταν «μη νόμιμης προέλευσης» και ως
εκ τούτου δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο, λόγο για
τον οποίο δεν διενήργησε κανέναν έλεγχο σε σχέση με αυτήν.
Σ' αυτό το σημείο, ο κύριος Διώτης επικαλείται και τον κύριο Βενιζέλο, ο
οποίος τότε ήταν υπουργός οικονομικών, που ομοίως, ενθυμούμενος την
ιδιότητά του ως συνταγματολόγου, έδειξε να αποφαίνεται περί του μη
νόμιμου χρήσης της συγκεκριμένης λίστας. Έχουμε λοιπόν, δυο ανθρώπους
που έχουν εντρυφήσει στους νόμους και το σύνταγμα, οι οποίοι σε νέες,
άσχετες με την ιδιότητα του νομικού, αρμοδιότητές τους, λειτούργησαν
νομικά και όχι πολιτικά-εκτελεστικά, ως όφειλαν. Και οι δύο στην
κατεύθυνση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των μεγαλοκαταθετών
της Ελβετίας, όπως επιτάσσει, κατά την άποψή τους, το σύνταγμα.
Είναι, όμως, τα ονόματα μεγαλοκαταθετών στην Ελβετία ευαίσθητα προσωπικά
δεδομένα; Αν οι καταθέσεις έγιναν μέσω του διατραπεζικού συστήματος,
τότε δεν καλύπτονται καν από το τραπεζικό απόρρητο, καθώς είναι διαρκώς
στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, που οφείλει να ελέγχει την
προέλευσή τους και να αναφέρει οποιαδήποτε ύποπτη συναλλαγή. Αν οι
καταθέσεις στην Ελβετία έγιναν με μετρητά, τότε αυτοδικαίως μπορούν να
δεσμευτούν, μέσω της δικαστικής συνδρομής, ως προϊόντα ξεπλύματος
βρώμικου χρήματος.
Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να αιτιολογηθεί πειστικά γιατί τα στοιχεία της
λίστας Λαγκάρντ είναι περισσότερο "ευαίσθητα" προσωπικά δεδομένα από τις
εικόνες των συλληφθέντων σε πρόσφατη διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας,
καθώς και γιατί η Αρχή που είναι αρμόδια για την διερεύνηση των
εισοδημάτων των Ελλήνων δεν πρέπει να έχει ελεύθερη πρόσβαση στα
οικονομικά τους στοιχεία.
Το χρέος στους δανειστές και το χρέος στις επόμενες γενιές
Κάπου εδώ εντείνεται ο προβληματισμός σε σχέση με το «νέο» ύψιστο
δημόσιο συμφέρον, αυτό της πιστοληπτικής αξιοπιστίας της χώρας. Σαν να
μην έφτανε το ότι η καινοφανής έννοια του δημόσιου συμφέροντος ανατρέπει
ταχύτατα τα συλλογικά κεκτημένα και παραμερίζει τα συλλογικά αγαθά, σαν
να μην έφτανε ότι η προτεραιότητα στην πιστοληπτική αξιοπιστία της
χώρας εκτρέπει την ίδια την αποστολή του κράτους από την προστασία της
κοινωνίας στην προστασία των συμφερόντων των εξωτερικών δανειστών του,
αίφνης η πιστοληπτική αξιοπιστία λησμονείται όταν έχουμε να κάνουμε με
τα ατομικά δικαιώματα μιας συγκεκριμένης ομάδας πολιτών, αυτής των
μεγαλοκαταθετών του εξωτερικού.
Την στιγμή που οι φοροδοτικές υποχρεώσεις απειλούν την επιβίωση της
συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων και ο φόρος έχει χάσει την άλλοτε
πρωταρχική λειτουργία του να χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος, η
δυνατότητα ουσιαστικής διερεύνησης των γκρίζων περιουσιών που, μάλιστα,
φυγαδεύτηκαν και στο εξωτερικό φαντάζει αδιανόητη στους αρμόδιους. Κι
ενώ το πολιτικό σύστημα έχει χρεοκοπήσει, στο κύκνειο άσμα του
χρησιμοποιεί όλη την εξουσία του, για να προστατεύσει την υψηλή πελατεία
του, αφήνοντας ακόμα περισσότερο έδαφος στον ολοκληρωτισμό που,
δυστυχώς, δεν εκπροσωπείται μόνο θεαματικά στα έδρανα της Βουλής.
Κι επανέρχομαι στα λόγια του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας πως
το σύνταγμα δεν είναι άκαμπτο. Ωστόσο, η πρωταρχική λειτουργία ενός
ευρωπαϊκού κράτους είναι η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Σε μια χώρα
που βράζει και σε μια κοινωνία που στενάζει κάτω από σκληρά μέτρα, ένας
από τους τελευταίους δεσμούς του πολίτη με το κράτος είναι η αίσθηση
της ισονομίας.
Έτσι, στους καιρούς της κρίσης, η Δικαιοσύνη έχει χρέος περισσότερο από
ποτέ να μην είναι υποκειμενική, αλλά να είναι το ανάχωμα που θα
εξασφαλίσει πως υπάρχουν ακόμα αρχές που πρέπει να υπηρετούνται
απαρέγκλιτα. Ειδικά όταν πρόκειται για αγαθά που αποτελούν την
παρακαταθήκη μας στις επόμενες γενεές, όπως το περιβάλλον και η
κοινωνική δικαιοσύνη, το ζητούμενο από τους δικαστικούς λειτουργούς
είναι να μην είναι ελαστικοί. Για το γεγονός ότι κινούμαστε στην
ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, οι ευθύνες των εκπροσώπων του πολιτικού
συστήματος, όπως και της Δικαιοσύνης, φοβάμαι πως θα κριθούν από την
Ιστορία.
Ελεάννα Ιωαννίδου, δικηγόρος, μέλος των Οικολόγων Πράσινων