Διατάξεις: άρθρο 62 [παρ. 1 περ. β] ΠΔ 166/2000
[...] 4. Σύμφωνα με την απορρέουσα από την έννοια του κράτους δικαίου (άρθρα 1 παρ. 3 και 4, 25, 26, 87, 93, 94 και 95 του Συντάγματος) και προβλεπόμενη πλέον ρητώς στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, αρχή της αναλογικότητας, ο κοινός νομοθέτης οφείλει, όταν θεσπίζει δυσμενή μέτρα εις βάρος μιας κατηγορίας προσώπων που συνεπάγονται την εξαίρεσή της από έναν αντίστοιχο ευμενή γενικότερο κανόνα δικαίου, να χρησιμοποιεί αντικειμενικά κριτήρια που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, τα θεσπιζόμενα δε αυτά επαχθή μέτρα πρέπει να είναι μόνο τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να τελούν σε άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον των επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, τα επιβαλλόμενα μέτρα πρέπει να είναι αφενός μεν κατάλληλα, ώστε να επιφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αφετέρου δε τα απολύτως αναγκαία με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού δεν ήταν δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου αποτελεσματικού αλλά λιγότερο επαχθούς μέτρου. Σε αντίθετη περίπτωση, αν το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που υπερακοντίζει καταδήλως τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνεπάγεται δηλαδή μειονεκτήματα που είναι δυσανάλογα προς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημόσιου αυτού σκοπού αντίκειται στην ως άνω συνταγματική αρχή και η διάταξη που το προβλέπει είναι, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα (βλ. απόφ. Ολ 2797/2011, 44/2009, 1277/2007, 2287/2005, 1492/2002, ΙΙ Τμήμα ΕλΣυν 1878/2008, 922/2006, 1085/2004, 1376, 1359, 422/2001, 283/2000 κ.ά.).
5. Στο άρθρο 1 εδάφιο α΄ του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το άρθρο πρώτο του ΝΔ/τος 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών διεθνούς δικαίου όρους». Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται ο γενικός και απόλυτος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του ατόμου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα νομίμως κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα» με συνέπεια, να καλύπτονται από τη διάταξη αυτή και τα ενοχικής φύσεως δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. (Πρακτικά 10ης Συν./24.2.1999 Ολ ΕλΣυν). Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (αποφάσεις ΕΔΔΑ Αζίνας κατά Κυπριακής Δημοκρατίας της 20.6.2002, Ολ ΕλΣυν 984, 502, 26/2010, 1347, 44/2009, 2442, 1623/2008, 1944/2005, ΙΙ Τμήμα 2072, 1252, 395/2009, 2479, 1989, 1850/2008, 574/2007, 2870, 2747/2006 κ.ά.). Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που ένα συμβαλλόμενο Κράτος θεσπίζει μια νομοθεσία, η οποία με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων προβλέπει την αυτόματη καταβολή μιας κοινωνικής παροχής -ανεξάρτητα από το αν η χορήγησή της εξαρτάται ή όχι από την προηγούμενη επιβολή εισφορών- η νομοθεσία αυτή γεννά ένα περιουσιακό συμφέρον, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για τα άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει (ΕΔΔΑ Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος της 9.12.1992, Αντωνακόπουλος κ.ά κατά Ελλάδος της 14.12.1999, Γεωργιάδης κατά Ελλάδος της 28.3.2000, Κοκκίνης κατά Ελλάδος της 6.11.2008, Ρεβελιώτης κατά Ελλάδος της 4.12.2008, Πρακτικά της 10ης Γεν. Συν. Ολ ΕλΣυν της 24.2.1999, Ολ ΕλΣυν 984, 502, 26/2010 κ.ά.). Περαιτέρω, από την ίδια ως άνω διάταξη συνάγεται ότι η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του δημοσίου υπαλλήλου για λήψη συντάξεως, εφόσον αυτός πληροί τις νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις, η οποία (αξίωση) αποτελεί από τη γέννησή της στοιχείο της περιουσίας του, δεν επιτρέπεται να απολεσθεί με νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο εάν συντρέχουν λόγοι πραγματικοί δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν την απώλειά της, τηρουμένης πάντοτε μια δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προασπίσεως του εν λόγω περιουσιακού δικαιώματος. Διαφορετικά, η κατάργηση αυτή της αξίωσης του δημοσίου υπαλλήλου για λήψη σύνταξης δεν συμβιβάζεται προς την προεκτεθείσα υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση προστατευόμενου από αυτήν περιουσιακού αγαθού (πρβλ. Ολ 2072, 1252/2009, 1623/2008, 2870, 2820, 356/2006, 1944, 636/2005). Σε κάθε περίπτωση, αυτό που το δικαίωμα της ιδιοκτησίας καταλήγει να εγγυάται, εντός ενός διανεμητικού συστήματος, είναι η εξασφάλιση της λειτουργίας των συντάξεων, ήτοι της αναλογικής αναπλήρωσης του απολεσθέντος, λόγω επέλευσης του κινδύνου, εισοδήματος του ασφαλισμένου.
6. Η διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ΠΔ 166/2000 και ήδη 169/2007) ορίζει ότι: [...]. Με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία έχει τεθεί για λόγους δημόσιας ωφέλειας (αποτροπή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων όταν είναι στην ενέργεια από τη διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων σε βάρος του Δημοσίου και των νπδδ, εξυπηρέτηση της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και εμπέδωση της εμπιστοσύνης του πολίτη στην αξιοπιστία και ακεραιότητα της δημόσιας υπηρεσίας), προβλέπεται η πλήρης απώλεια του δικαιώματος για σύνταξη των υπαλλήλων που καταδικάστηκαν αμετάκλητα, είτε όταν ήταν στην ενέργεια, είτε ως συνταξιούχοι, για τα προαναφερόμενα αδικήματα. Η οριστική όμως απώλεια του συνόλου της σύνταξης και όχι μόνο ποσοστού της, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι μέρος αυτής αντιστοιχεί σε καταβληθείσες από τον υπάλληλο εισφορές και μάλιστα αυτοδικαίως, ήτοι χωρίς να καταλείπεται κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας καθώς και η απώλεια όλων των παροχών κοινωνικής ασφάλισης συμπεριλαμβανομένων και των παροχών ασφαλίσεως λόγω ασθενείας, συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαχθές για τον εξελθόντα από την ενεργό υπηρεσία δημόσιο υπάλληλο που τον ακολουθεί μέχρι το πέρας του βίου του και θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του, στερώντας από αυτόν τα στοιχειώδη μέσα για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών, σε μια ηλικία, κατά την οποία η δυνατότητα αναπλήρωσης της σύνταξής του, μέσω άλλων πόρων, είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιη, αν όχι ανύπαρκτη. Άλλωστε, η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου, ανεξαρτήτως αν είναι πλημμεληματική ή κακουργηματική, δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτού, ώστε να μπορεί να καταστεί κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, αλλά σχετίζεται άμεσα με την υπηρεσιακή του κατάσταση δυνάμενη να οδηγήσει στην απόλυση του υπαλλήλου. Περαιτέρω, οι προαναφερθείσες δυσμενείς συνέπειες που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη είναι δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, καθώς το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που τον υπερακοντίζει προδήλως, ενώ ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέτρα εξίσου αποτελεσματικά αλλά λιγότερο επαχθή. Συνιστά, εκ του λόγου τούτου, κύρωση, η οποία εκτείνεται χρονικά και μετά την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε και προσβάλλει κατά τούτο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ.), ενώ πλήττει το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας αυτού (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντ.). Άλλωστε, το γεγονός ότι η σύνταξη του υπαλλήλου μεταβιβάζεται στην οικογένειά του δεν αρκεί για να αποκαταστήσει την ως άνω οριστική και αυτοδίκαιη απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος δεδομένου ότι, αφενός μεν, το ποσό της σύνταξης που μεταβιβάζεται στην οικογένειά του ανέρχεται στα 7/10 της δικαιούμενης από αυτόν σύνταξης, αφετέρου δε, τίποτε δεν εγγυάται ότι η οικογενειακή του κατάσταση θα συνεχιστεί έτσι στο μέλλον και δεν θα υποστεί μεταβολές. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία επιβάλλει στην Διοίκηση να εκδώσει, κατά δεσμία αρμοδιότητα, πράξη που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη, οριστική και πλήρη στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος η οποία συνιστά την αναγκαία και ικανή συνθήκη ανατροπής της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων και του δημοσίου συμφέροντος, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα. Και αυτό διότι η πλήρης στέρηση της σύνταξης και μάλιστα με την ως άνω μορφή (οριστική και αυτοδίκαιη) δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το δημόσιο συμφέρον, όσο επιτακτικό και αν ήταν αυτό, γιατί υποβάλλει τον συνταξιούχο σ’ ένα υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος (βλ. ΕΔΔΑ υπόθεση Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, προσφυγή 6069/00 Απόφ. 12.12.2004). Η περίπτωση βέβαια αυτή είναι διακριτή από τις άλλες περιπτώσεις «ενδιαμέσων μορφών στέρησης» της σύνταξης (όπως η δυνητική πλήρης και η αυτοδίκαιη μερική) κατά τις οποίες είναι ελεγκτέο από το Δικαστήριο κατά πόσο με τις σχετικές ρυθμίσεις ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του θιγόμενου προσώπου. (απόφ. ΕΔΔΑ της 22.10.2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδος, 2797/2011 Ολ ΙΙ Τμήμ. 526/2011, 2395/2011, 2499/2011, 2503/2012 και 602/2013). Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Γεωργίου Βοΐλη, η στέρηση βάσει του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β΄ του ΣΚ από δημόσιο υπάλληλο του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος λόγω αμετάκλητης ποινικής του καταδίκης για τα ιδιαίτερης ηθικής απαξίας και συνδεόμενα με την υπηρεσία ποινικά αδικήματα της δωροδοκίας και της δωροληψίας συνιστά σκληρό μεν πλην όμως αναγκαία και συνάμα πρόσφορο μέτρο αποτροπής τέλεσης αυτών των αδικημάτων, τα οποία τελούνται πάντοτε εκ δόλου, πλήττουν βάναυσα το δημόσιον συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου πρέπει να είναι ταγμένοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και αποσκοπούν στον αθέμιτο, παράνομο και προκλητικό πλουτισμό αυτών των υπαλλήλων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την ανωτέρω συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Άλλωστε η άποψη αυτή επιρρωννύεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης σε απόλυτη αρμονία με το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος λειτουργώντας προστατευτικά μεριμνά για την διαβίωση της οικογένειας υπαλλήλου αυτής της κατηγορίας στην οποία και μεταβιβάζεται το συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Η γνώμη όμως αυτή δεν κράτησε.
7. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος των αιτούντων, τέως τακτικός υπάλληλος της ... (τέως Κλάδου Εφοριακών με βαθμό Α΄), καταδικάστηκε με την 64600/1996 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε φυλάκιση τριών (3) ετών για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας για νόμιμες πράξεις κατά συναυτουργία (άρθρο 235 ΠΚ) με τριετή αναστολή, η απόφαση δε αυτή κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της έφεσής του ως ανυποστήρικτης με την 3775/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και της οικείας αίτησης αναίρεσης με την 1889/1999 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα). Ειδικότερα, από την 64600/1996 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο τακτικός υπάλληλος της ... (του κλάδου ΔΕ Εφοριακών με βαθμό Α΄) ... ενεργώντας εντός του κύκλου των καθηκόντων του και κατόπιν σχετικής εντολής του Προϊσταμένου του, μετέβη στις 10.7.1996 στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών που τηρεί ο φορολογούμενος ... προκειμένου να ενεργήσει έλεγχο των βιβλίων και λοιπών φορολογικών στοιχείων της επιχείρησης αυτής. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του στο χώρο του φροντιστηρίου και έως το τέλος Ιουλίου ο ως άνω εφοριακός υπάλληλος αμφισβητούσε την ορθότητα των βιβλίων. Την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου τηλεφωνικώς κάλεσε τον φορολογούμενο ... στην εφορία, όπου αντί να προσδιορίσει τις διαπιστωθείσες δήθεν παραβιάσεις του είπε ότι «τα βιβλία του δεν κάνουν ούτε για μπακάλικο» και απαίτησε το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών για να καταλογίσει μικρότερο ποσό, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση τακτικού ελέγχου θα καταλόγιζε τον φορολογούμενο με το ποσό των δεκαπέντε εκατομμυρίων δραχμών. Ο φορολογούμενος αντέτεινε ότι δεν είχε χρήματα για να του δώσει και ο εφοριακός υπάλληλος ... επέμεινε ότι θα του τα δώσει «γιατί έτσι δουλεύει η πιάτσα». Ο φορολογούμενος ενημέρωσε τον εκκαλούντα, τον οποίο είχε γνωρίσει όταν ο τελευταίος διενήργησε αυτοψία στην επιχείρησή του πριν από την έναρξη λειτουργίας της, για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε». Ο εφοριακός υπάλληλος ... απαίτησε τηλεφωνικώς στις 4.9.1996 από τον φορολογούμενο ... να του παραδώσει τα χρήματα τονίζοντας ότι ο έλεγχος ήταν προσωρινός. Ο φορολογούμενος ... κατήγγειλε τον εφοριακό ... στην Ασφάλεια - Υπηρεσία Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, μετέβη δε ακολούθως στην εφορία και στο γραφείο αυτού. Όταν πήγε να του δώσει το ποσό των 600.000 δραχμών ο ως άνω εφοριακός ... αντέτεινε «όχι σε εμένα και όχι πάνω στο γραφείο» και φώναξε τον ως άνω δεύτερο αιτούντα λέγοντας ότι «ο ... έχει κάτι για εμένα πάρτο εσύ» ενώ ο ανωτέρω του είπε να μην τον ανακατεύει και έφυγε. Στην συνέχεια, ο ... είπε στον φορολογούμενο να βάλει τα χρήματα στη σακούλα που ήταν στο γραφείο εκείνος όμως αρνήθηκε. Ο ... φώναξε και πάλι τον αιτούντα λέγοντας «πήγαινε με τον ... κάτι να πάρετε». Ο ως άνω αιτών πρότεινε στον φορολογούμενο να χρησιμοποιήσουν το ασανσέρ και εκεί αυτός του έδωσε τα χρήματα, μόλις δε βγήκαν από το ασανσέρ ο αιτών συνελήφθη από τους αναμένοντες αστυνομικούς Επισημαίνεται ότι ο φορολογούμενος ... κατέθεσε ότι ο εκκαλών «δεν του φάνηκε ενεργά αναμεμειγμένος στην υπόθεση» και ότι είχε δηλώσει στην ασφάλεια ότι τον εκβιασμό τον υφίσταται από τον εφοριακό υπάλληλο ..., ο αστυνομικός δε του είπε να «μην τον πειράζει ποιος θα πάρει τα χρήματα γιατί η καταγγελία ήταν συγκεκριμένη». Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά κήρυξε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών τον αιτούντα ένοχο (παθητικής) δωροδοκίας (άρθρο 235 ΠΚ) και συγκεκριμένα ένοχο του ότι «στην Αθήνα στις 7.10.1996, ενεργώντας από κοινού με τον ..., υπάλληλοι τυγχάνοντες της ..., απαίτησαν και δέχθηκαν ανταλλάγματα που δεν δικαιούνταν για ενέργειά τους μελλοντική, η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντά τους και ανάγεται στην υπηρεσία τους και συγκεκριμένα απαίτησαν από τον ..., ο οποίος διατηρεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών στην οδό ..., το χρηματικό ποσό των 800.000 δραχμών και έλαβαν τελικώς από αυτόν ως πρώτη δόση το ποσό των 600.000 δραχμών ως αντάλλαγμα, προκειμένου να ενεργήσουν για να του καταλογιστεί ως φόρος εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 1993-1994 το ποσό των 2.000.000 δραχμών αντί του ποσού των 15.000.000 δραχμών που θα υποχρεωνόταν κανονικά να καταβάλει εάν οι δηλώσεις του θεωρούνταν ανειλικρινείς από τον πρώτο από τους κατηγορούμενους (τον ...) αφού αυτός ως αρμόδιος υπάλληλος της ... είχε επιφορτισθεί νομίμως με απόφαση του Οικονομικού Εφόρου της ... να ελέγξει τα φορολογικά στοιχεία και λοιπά βιβλία της επιχείρησης του ... για τα έτη 1993 και 1994.
Σημειώνεται ότι ο πρώτος από τους κατηγορούμενους ... με συνεχή τηλεφωνήματά του προς τον εγκαλούντα τον διαβεβαίωνε ότι αν δεν του κατέβαλε τα 2.000.000 δραχμές θα θεωρούσε τις δηλώσεις του ανειλικρινείς και θα βεβαίωνε παραβάσεις τέτοιες ώστε θα πλήρωνε για φόρο εισοδήματος 15.000.000 δραχμές προκειμένου δε αυτός να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω για την παράνομη πράξη του, (ο ...) προσυνεννοήθηκε με την Αστυνομία μετέβη μαζί με αυτούς στο κατάστημα της εν λόγω Εφορίας όπου ο δεύτερος κατηγορούμενος (ήδη δεύτερος αιτών) για τον ίδιο σκοπό όπως προαναφέρθηκε απαίτησε και έλαβε το ποσό των 600.000 δραχμών». Το Β΄ Τριμελές Εφετείο Αθηνών απέρριψε με την 3774/1998 απόφασή του ως αβάσιμη την αίτηση του ανωτέρω (δεύτερου αιτούντος) -ο οποίος μέσω του αδελφού του επικαλέστηκε ασθένεια- για αναβολή εκδίκασης της υπόθεσής του, απέρριψε με την 3775/1998 απόφασή του, την έφεση του εκκαλούντος, κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ως ανυποστήρικτη. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Εφετείου, ο δεύτερος αιτών άσκησε αίτηση αναίρεσης η οποία απορρίφθηκε με την 1889/1999 απόφαση του Αρείου Πάγου με συνέπεια την αμετάκλητη καταδίκη του. Περαιτέρω με την .../27-3-2000 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη έκπτωση του ανωτέρω από την υπηρεσία από τις 9-12-1999, ημερομηνία δημοσίευσης της 1889/1999 απόφασης του Αρείου Πάγου. Κατόπιν τούτων με την .../2003 πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε η αίτηση αυτού για κανονισμό σύνταξης κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κανονίστηκε δε σύνταξη στη σύζυγό του ... και στις δύο κόρες του ... και ... με την αιτιολογία ότι αυτός απώλεσε το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62 του ΠΔ 166/2000. Κατά της πράξης αυτής ο ανωτέρω άσκησε την .../3-11-2004 ένστασή η οποία απορρίφθηκε με την .../24-5-2006 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 62 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Ακολούθως, ο ανωτέρω άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης της ΕΕΠΚΣ και το δικάσαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά όπως προέκυπταν από τις ποινικές αποφάσεις και αφού συνεκτίμησε την βαρύτητα του αδικήματος, τις συγκεκριμένες περιστάσεις της καταδίκης αυτού, καθώς και την επιβληθείσα σε βάρος του ποινή φυλάκισης με τριετή αναστολή έκρινε ότι οι συγκεκριμένες περιστάσεις τέλεσης του αδικήματος και καταδίκης αυτού δεν δικαιολογούν την κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 62 περ. β του ΠΔ 166/2000 απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος η οποία είναι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δυσανάλογη, δεν τελεί σε δίκαιη σχέση ισορροπίας προς τον προαναφερόμενο δημόσιο σκοπό, η πραγμάτωση του οποίου επιδιώκεται με τη ρύθμιση αυτή και ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί με άλλο λιγότερο επαχθές και εξίσου αποτελεσματικό μέτρο, όπως είναι η επιβολή εις βάρος του ανωτέρω της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης (απόλυσης). Κατέληξε δε, μετά την ως άνω στάθμιση, ότι δεν είναι νόμιμη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 62 περ. β του ΠΔ 166/2000 απόρριψη του αιτήματος του για κανονισμό σ’ αυτόν σύνταξης, με βάση την συνολική συντάξιμη υπηρεσία του, αφού τούτο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Ακολούθως, αφού έκανε εν μέρει δεκτή την έφεσή του, όρισε ότι η σύνταξή του θα του καταβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 του ΣΚ και ενόψει του χρόνου συντέλεσης της προσβαλλόμενης τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης (4-2-2005) της ένστασής του από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, αναδρομικά από τις 4.2.2002, ανέπεμψε δε στην 42η Διεύθυνση του ΓΛΚ για τον κανονισμό αυτό. Έτσι που αποφάνθηκε το Δικαστήριο τούτο, ορθά κατ’ αποτέλεσμα, αν και με άλλη αιτιολογία, έκρινε ότι η οριστική και πλήρης απώλεια και μάλιστα αυτοδικαίως, του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του εξελθόντος από την ενεργό υπηρεσία δημοσίου υπαλλήλου, σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής του καταδίκης για τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αδικήματα, συνιστά κύρωση υπερβολικά επαχθή και δυσανάλογη και δεν τελεί σε δίκαιη σχέση ισορροπίας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημόσιας ωφέλειας αντίκειται δε, κατά τούτο, στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του καθώς και η αίτηση αναιρέσεως αυτού. Περαιτέρω, είναι απορριπτέα ως συνεκδικαζόμενη μετ’ αυτής λόγω συνάφειάς της, η αίτηση του ... με την οποία προσβάλλεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το σκέλος της εκείνο με το οποίο δέχθηκε, καθ’ ερμηνεία του άρθρου 60 παρ. 1 του ΣΚ, ότι η σύνταξή του είναι καταβλητέα αναδρομικά από τις 4.2.2002 (τριετής αναδρομή από την συντέλεση της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της ένστασής του από την ΕΕΠΚΣ) και όχι από τις 9.12.1999 ημερομηνία αυτοδίκαιης έκπτωσης του από την υπηρεσία, δοθέντος ότι η ανωτέρω διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού η αφετηρία της αναδρομικής έκτασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν συνδέεται με τυχαία και απρόβλεπτα γεγονότα κείμενα εκτός του πεδίου επιρροής του ενδιαφερόμενου, αλλά με συγκεκριμένα γεγονότα όπως, η κατάθεση της αιτήσεως κανονισμού ή αναπροσαρμογής της συντάξεώς του και ή έγκαιρη από τον επιμελή δικαιούχο άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της ΕΕΠΚΣ κατά της απόρριψης (ρητής ή σιωπηρής) του αιτήματός του από τον Διευθυντή Συντάξεων του ΓΛΚ. Περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή δεν εισάγει προνόμιο υπέρ του Δημοσίου με τη μορφή θεσπίσεως υπέρ αυτού τριετούς παραγραφής, όπως αβάσιμα επικαλείται ο δεύτερος των αιτούντων, ούτε συνιστά ιδιόμορφο περιορισμό της οικονομικής του ωφέλειας, διότι θεσπίζεται με αυτήν μια γενική και αντικειμενική ρύθμιση που καθορίζει την αναδρομική έκταση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος που απονέμει ο νόμος.
Εξάλλου, η ρύθμιση αυτή είναι συμβατή με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, διότι εξασφαλίζεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας του περιουσιακού δικαιώματος (όπως είναι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα), ενώ διασφαλίζεται εν προκειμένω η εύλογη σχέση αναγκαιότητας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του ως άνω σκοπού και του μέσου που χρησιμοποιείται, το οποίο συνιστά μέτρο επέμβασης στην περιουσία κάθε προσώπου (ΕΔΔΑ, Κοκκίνης κατά Ελλάδος 6.11.2008, Ρεβελιώτης κατά Ελλάδος, 4.12.2008). Επίσης απορριπτέος είναι και ο λόγος ότι η διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 του ΣΚ αντίκειται ευθέως στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το Ν 2462/1997, αφού εν προκειμένω πρόκειται για ρύθμιση η οποία δικαιολογείται αντικειμενικά και εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, ήτοι την τήρηση της αρχής της ακρίβειας του προϋπολογισμού και δεν πρόκειται για τις απαγορευόμενες από το ως άνω άρθρο διακρίσεις κυρίως λόγω φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκείας κλπ, ώστε να πλήττεται η αποτελεσματική προστασία αυτών και η ίση μεταχείριση τους ενώπιον του νόμου. Περαιτέρω, με την ως άνω διάταξη δεν παραβιάζεται ούτε το άρθρο 2 παρ. 3α του ως άνω Συμφώνου με το οποίο κατοχυρώνεται η ύπαρξη «πρόσφορης προσφυγής» σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου, ούτε το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) με το οποίο εξασφαλίζεται το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα, αφού οι διατάξεις αυτές δεν απαγορεύουν τη θέσπιση περιορισμού τριετούς αναδρομής των οικονομικών αποτελεσμάτων της κανονιζόμενης το πρώτον ή της αναπροσαρμοζόμενης σύνταξης (βλ. ΕλΣυν Ολ 26/2010, 166/2010). Ακολούθως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και η αίτηση αναίρεσης του ... και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατατέθηκε από αυτόν για την άσκησή της υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 73 παρ. 4 εδάφ. β του Ν 4129/2013, 61 παρ. 3 και 117 του ΠΔ 1225/1981).
[Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Συνεκδικάζει: α) την από 22.7.2011 (αριθμ. καταθ. 132/2011) αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου και β) την από 12.9.2011 αίτηση αναίρεσης (αριθμ. καταθ. 142/2011) του ... κατά της 2674/2010 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης του ....]