Περίληψη: Δικαστική αναγνώριση της πατρότητας τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του. Διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για την απόδειξη της πατρότητας. Εκτιμάται ελεύθερα. Η κρίση αυτή δεν ελέγχεται αναιρετικά. Αίτηση για διενέργεια νέα πραγματογνωμοσύνης. Εχει διακριτική ευχέρεια το δικαστήριο, αν θα τη δεχθεί ή όχι. (Επικυρώνει τη 1021/2006 ΕφΘεσ/κης).
[...] Ι. Από την κατ`άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ επισκόπηση από το Δικαστήριο τούτο των διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας δίκης προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη μητέρα με την από 15-5- 1989 αγωγή της άσκησε κατά του αναιρεσείοντος το από τη διάταξη του άρθρου 1479 εδ.α` του ΑΚ παρεχόμενο αυτοτελές σ`αυτήν δικαίωμα για την δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της, που γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον αναιρεσίβλητο πατέρα του. Επομένως, η κατά την 28-4-2007 ενηλικίωση του ίδιου τέκνου της αναιρεσίβλητης, δεν επηρέασε το παραδεκτό της μεταγενέστερης άσκησης του ερευνώμενου δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 16-5-2007, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται η αναιρεσίβλητη με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρ. 368, 387 και 388 του ΚΠολΔ, που έχουν εφαρμογή και στην κατ`άρθρο 615 του ίδιου Κώδικα, ειδική πραγματογνωμοσύνη για τον έλεγχο της πατρότητας, προκύπτει ότι η διάταξη νέας πραγματογνωμοσύνης ή επανάληψης ή συμπλήρωσης της πραγματογνωμοσύνης, που έχει ήδη διεξαχθεί από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες και με την ή ίδια ή άλλη μέθοδο για τον έλεγχο της πατρότητας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας. Η κρίση δε τούτου περί των ανωτέρω και περί των διοριστέου προσώπου ως πραγματογνώμονα λόγω των ειδικών γνώσεων που διαθέτει, καθώς και της ακολουθητέας από τον πραγματογνώμονα επιστημονικής μεθόδου, ως αναγκαίας για την εκτίμηση της υπόθεσης δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ούτε υπό την επίκληση των πλημμελειών του άρθρου 559 αριθ. 8, 9 και 10 του ΚΠολΔ, αφού η σχετική αίτηση, για επανάληψη της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης που μπορεί να απορριφθεί και σιωπηρά, δεν αποτελεί "πράγμα" ή "αίτηση" κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων του άρθ. 559 αριθ.8 και 9 έστω και αν αποτέλεσε περιεχόμενο λόγου έφεσης (ΑΠ 1493/2003).
Επομένως, ο πρώτος λόγος κατά το ένα μέρος του του κυρίου δικογράφου και ο πρώτος επίσης λόγος του από 15-5-2007 δικογράφου των προσθέτων, κατά το ένα μέρος του με τους οποίους, υπό την επίκληση των πλημμελειών αντίστοιχα του άρθρ. 559 αριθ.8 και 9 (κατ`εκτίμηση ορθή) του ΚΠολΔ, προβάλλεται ότι το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, που δέχθηκε την αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνώρισε τον αναιρεσείοντα ως πατέρα του εκτός γάμου γεννηθέντος τέκνου της, παρά το νόμο: α) αρκέστηκε στη διαταχθείσα με την προδικαστική απόφαση (πράξη) του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πραγματογνωμοσύνης (αιματολογική εξέτασης) για τον έλεγχο της πατρότητας του τέκνου της αναιρεσίβλητης με τη μέθοδο της εξέτασης των αντιγόνων αντισυμβατικότητας ΗLA και του ελέγχου χρωματοσωμάτων, η οποία κατά τον αναιρεσείοντα, είναι μέθοδος παλαιά και αναχρονιστική και β) απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος, που αποτέλεσε και λόγο της έφεσής του, για διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, με τη μέθοδο του υβριδισμού DNA, που είναι η τελειότερη και προσφορότερη επιστημονική μέθοδο διερεύνησης της πατρότητας και ήταν άγνωστη το 1989 που διατάχθηκε η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
ΙΙ. Ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο την κρίση του σχημάτισε από τα μνημονευόμενα σ`αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 772/2006, ΑΠ 575/1978). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα της υπόθεσης (καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων και με επίκληση προσκομισθέντα έγγραφα και την έκθεση της διαταχθείσης πραγματογνωμοσύνης) σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, με το οποίο, μεταξύ άλλων, δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων είναι ο πατέρας του τέκνου της αναιρεσίβλητης. Επομένως, το Εφετείο δεν δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά χωρίς απόδειξη και ο εκ του άρθρου 559 αρ.10 του ΚΠολΔ αντίθετος πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, είναι αβάσιμος.
ΙV. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.α` του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, Δεν αποτελεί όμως λήψη υπόψη μη επιτρεπόμενων αποδεικτικών μέσων η επίκληση στην απόφαση επιχειρήματος συναγόμενου από την εκτίμηση άλλου επιτρεπτού μέσου (καταθέσεις μαρτύρων), για την ενίσχυση του πορίσματος στο οποίο από την εκτίμηση αυτή κατέληξε. Με το δεύτερο λόγο κατά το ένα μέρος του του κυρίου δικογράφου και το δεύτερο επίσης λόγο του δικογράφου των προσθέτων κατά το δεύτερο μέρος του, υπό την επίκληση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αριθ.11 περ.α` του ΚΠολΔ, προβάλλεται ότι το Εφετείο παρανόμως με την προσβαλλόμενη απόφασή του συνήγαγε αμάχητο τεκμήριο υπέρ της πατρότητας του αναιρεσείοντος από την αδικαιολόγητη άρνησή του να υποβληθεί σε νέα αιματολογική πραγματογνωμοσύνη που φέρεται ότι συμφώνησε εξωδίκως με την αναιρεσίβλητη μετά τη διενέργεια της πρώτης πραγματογνωμοσύνης. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, γιατί από την επισκόπηση των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, αφού ανέλεγκτα έκρινε ως συναγόμενα από τις διαταχθείσες εμμάρτυρες αποδείξεις ότι: Οι διάδικοι, μετά τη διενέργεια της πρώτης αιματολογικής πραγματογνωμοσύνης, συμφώνησαν εξώδικα (με την έννοια της δικονομικής σύμβασης) για τη διενέργεια νέας με τη μέθοδο του DNA στην οποία αδικαιολόγητα δεν υποβλήθηκε ο αναιρεσείων", συνήγαγε τελικά, όχι με την έννοια του αμάχητου τεκμηρίου, αλλά επιχειρήματος ενισχυτικού του τελικού αποδεικτικού πορίσματος στο οποίο κατέληξε ύστερα από τη συνεκτίμηση και όλων των άλλων επιτρεπτών αποδεικτικών μέσων που μνημονεύει, ότι ο αναιρεσείων είναι ο πατέρας του τέκνου της αναιρεσίβλητης.
V. Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ.11 περ. γ` του ΚΠολΔ ως "αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν", για την ίδρυση του αναιρετικού λόγου της μη λήψης υπόψη τέτοιων μέσων, νοούνται εκείνα τα μέσα, των οποίων έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση. Η επίκληση αυτή μπορεί να γίνει στις ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας προτάσεις με αναφορά σε προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η εν λόγω αναφορά θα γίνεται σε συγκεκριμένο μέρος των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, όπου θα γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εν λόγω μέσων.
Δεν συνιστά δε κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ που έχει εφαρμογή για την ταυτότητα του νομικού λόγου και στην επίκληση εγγράφων "νόμιμη επίκληση" η ενσωμάτωση των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις οποίες μνημονεύονται τα έγγραφα και η γενική και μόνο αναφορά στα έγγραφα αυτά, με τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο Εφετείο (Ολ.ΑΠ 9/2000, ΑΠ 151/2005, 953/2005). Το νόμιμο δε της επίκλησης κρίνεται μόνο από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης (ΑΠ 1573/2006) ή από το δικόγραφο της έφεσης. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου κατά το ένα μέρος του και τον δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθμ. 11 περ.γ` του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το παρ` αυτού με επίκληση προσκομισθέν έγγραφο και δη την από ... γνωμοδότηση του ... καθηγητή Γενετικής και Μοριακής Βιολογίας του Α.Π.Θ. Υποστηρίζει δε ο αναιρεσείων ότι αν λάμβανε υπόψη του το Εφετείο το πιο πάνω έγγραφο θα κατέληγε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε ότι δηλαδή πατέρα του τέκνου της αναιρεσίβλητης δεν είναι ο αναιρεσείων.
`Όμως, από την επισκόπηση κατ`άρθρ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ των προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι αυτός δεν επικαλέσθηκε σαφώς και ορισμένως, όπως όφειλε, στο Εφετείο το ανωτέρω έγγραφο, αλλά αρκέστηκε στη γενική αναφορά ότι "επαναπροσκομίζω μετ`επικλήσεως άπαντα τα εις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσαχθέντα υπ`εμού έγγραφα", και ενσωμάτωσε στις προτάσεις αυτές τις πρωτόδικες προτάσεις του, στις οποίες και μόνο γίνεται σαφής επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Η ενσωμάτωση αυτή και η γενική και μόνο αναφορά στα πρωτοδίκως προσκομισθέντα έγγραφα και η μνεία του εγγράφου αυτού στο δικόγραφο της έφεσης του αναιρεσείοντος δεν συνιστούν νόμιμο τρόπο επαναφοράς του συγκεκριμένου μέρους των, πρωτοδίκων προτάσεων, και συνακόλουθα νόμιμο τρόπο επίκλησης του προαναφερόμενου εγγράφου, και συνεπώς αφού δεν έγινε νόμιμη επίκληση αυτού, οι πιο πάνω αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
VI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984).
Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι από τον Αρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 43/1990). Εξ άλλου η με τη διάταξη του άρθρου 387 του ΚΠολΔ καθιερούμενη ως προς την αποδεικτική δύναμη της πραγματογνωμοσύνης αρχή της ελεύθερης εκτίμησης της από το Δικαστήριο, ισχύει και όταν διατάσσεται ως αποδεικτικό μέσο η εξέταση από ειδικούς επιστήμονες του αίματος εκείνου ο οποίος φέρεται στη δίκη της αναγνώρισης της πατρότητας τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, ως πατέρας αυτού, εις τρόπον ώστε το πόρισμα της εξέτασης αυτής, όχι ευθέως για την πατρότητα του εναγομένου, αλλά για την ύπαρξη στο αίμα του τελευταίου στοιχείων, τα οποία καθιστούν κατά την επιστήμη πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητά του, που θα εκτιμηθεί ελεύθερα, σε συνδυασμό και με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως οι μάρτυρες, να οδηγήσει το δικαστήριο στο σχηματισμό της πλήρους δικανικής πεποίθησής του για την αμφισβητούμενη πατρότητα, που μπορεί να είναι και αντίθετη με το πόρισμα της αιματολογικής εξέτασης, εάν αυτή (δικανική πεποίθηση) προκύπτει από τη συνεκτίμηση και όλων των άλλων αποδεικτικών στοιχείων. (Ολ.ΑΠ 32/1990).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του με την οποία απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή της αναιρεσίβλητης για τη δικαστική αναγνώριση του τέκνου της, που φέρεται ότι γεννήθηκε από τις εξώγαμες σχέσεις του με τον αναιρεσείοντα-ενάγοντα πατέρα του, δέχθηκε τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων: "Οι διάδικοι, οι οποίοι γνωρίσθηκαν το έτος 1982, σε ηλικία 28 ετών η ενάγουσα και 54 ετών ο εναγόμενος, συνδέθηκαν ερωτικά το έτος 1987 και είχαν έκτοτε πλήρεις σεξουαλικές σχέσεις. Αυτοί συνεχώς βρίσκονται μαζί, άλλοτε στην οικία της ενάγουσας, όπου διέμενε μόνη της, άλλοτε στον τόπο εργασίας του εναγομένου (διατηρεί μαρμαράδικο) και άλλοτε σε διάφορους τόπους διασκεδάσεως. Τον Αύγουστο του 1988 ο εναγόμενος πήγε διακοπές στον ..., όπου ήλθε και η ενάγουσα και διέμεναν μαζί για 10 ημέρες.
Μάλιστα είχαν αποφασίσει να τελέσουν γάμο μεταξύ τους, ο οποίος όμως ματαιώθηκε με την παρέμβαση της αδελφής του εναγομένου. Έτσι αυτοί χώρισαν όταν η ενάγουσα είχε ήδη μείνει έγκυος από τις παραπάνω σεξουαλικές τους σχέσεις και διήνυε τον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της. Στις 28-4-1989, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, η ενάγουσα γέννησε ένα αγόρι. Κατόπιν αυτή βάπτισε το πιο πάνω τέκνο της και του έδωσε το όνομα .... Πατέρας του ανωτέρου τέκνου της ενάγουσας είναι ο εναγόμενος, αφού αυτός είχε σεξουαλικές σχέσεις με την μητέρα αυτού, η δε τελευταία δεν ήλθε σε σαρκική συνάφεια με άλλο κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψής του, ήτοι από 28-6-1988 μέχρι της 28-10-1988. Τα ανωτέρω περιστατικά αποδεικνύονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και κυρίως από την πρώτη μάρτυρα, η οποία ήταν κοινή φίλη των διαδίκων και ότι κατέθεσε το γνώριζε από ιδία αντίληψη.
Οι καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως, από τους οποίους, η μεν πρώτη κατέθεσε ρητά, ότι δεν γνώριζε τις ερωτικές δραστηριότητες του εναγομένου και ότι δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι αυτός είχε ερωτικές σχέσεις με την ενάγουσα, η δε δεύτερη είναι η αδελφή του, η οποία ματαίωσε με δική της παρέμβαση τον γάμο των διαδίκων, τον οποίο αυτοί είχαν αποφασίσει να τελέσουν και κατά συνέπεια η κατάθεσή της είναι αναληθής, αφού έχει κάθε λόγο να εμποδίσει την αναγνώριση από μέρους του εναγομένου αδελφού της, του πιο πάνω εξώγαμου τέκνου της ενάγουσας. Άλλωστε οι καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως ενισχύονται και από την από ................... έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού αιματολόγου, ..., που διορίσθηκε με την με αριθμ. 627 Ν/1989 πράξη αυτού του Δικαστηρίου, ο οποίος εξέτασε 9 αντιγονικά συστήματα ερυθροκυττάρων, δηλαδή τα ABO, Rhesus, MNSS, P, Kell, Lewis, Duffy, kidd και Lutheran και από τις εξετάσεις αυτές διαπίστωσε ότι σε κανένα αντιγονικό σύστημα δεν βρέθηκε θετική απάντηση στο παιδί και αρνητική στους δύο γονείς ως προς το ίδιο αντίγονο του συστήματος, επίσης ότι δεν βρέθηκε σε κανένα αντιγονικό σύστημα το παιδί να είναι ομοζυγότης ενός αντιγόνου και ο πατέρας αντίθετος ομοζυγότης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος πρέπει να είναι ο πατέρας του τέκνου της ενάγουσας με πιθανότητες 95%.
Κατόπιν αυτών το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί νέα πραγματογνωμοσύνη με τη μέθοδο HAL (κυριότυπο) και συνεπώς το σχετικό αίτημα που προέβαλε πρωτοδίκως ο εναγόμενος και το οποίο επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πρέπει ν` απορριφθεί. Άλλωστε ο ίδιος με προσχηματικό τρόπο εμπόδισε την διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να γίνει στις 7-3-1996, ισχυριζόμενος ότι αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας, το οποίο τον εμποδίζει να προβεί στην διεξαγωγή οποιασδήποτε αιματολογικής εξέτασης, χωρίς όμως να αποδείξει τον πιο πάνω ισχυρισμό του. Η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από της γέννησης του παραπάνω τέκνου και της έγερσης της αγωγής (1989) αλλά και από της υποβολής του αιτήματος διενέργειας νέας πραγματογνωμοσύνης (1996), την διεξαγωγή της οποίας παρεμπόδισε ο ίδιος ο εναγόμενος, φανερώνουν ότι οι ενέργειες αυτού είναι παρελκυστικές για να καθυστερήσει η αναγνώριση του πιο πάνω εξώγαμου τέκνου της ενάγουσας ". Από τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1479 έως 1483 του ΑΚ τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο του κύριου δικογράφου του αναιρετηρίου, κατά το ένα μέρος του και το δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων κατά το τρίτο μέρος του με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθ.559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης.
Ειδικότερα, δέχεται το Εφετείο κατά την έκθεσή των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν από τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, ότι στο σχηματισμό της πλήρους δικανικής πεποίθησής του ότι το τέκνο της αναιρεσίβλητης έχει πατέρα τον αναιρεσείοντα, γιατί είχε σαρκική συνάφεια με την αναιρεσίβλητη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, οδηγήθηκε, εκτός από τη δέουσα συνεκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, και από την ελεύθερη συνεκτίμηση του πορίσματος της αιματολογικής εξέτασης στο πλαίσιο της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, με βάση το οποίο "στο αίμα του αναιρεσείοντος βρέθηκαν στοιχεία, που καθιστούν κατά την επιστήμη σφόδρα πιθανή την πατρότητα του και μάλιστα κατά το ποσοστό 95%". Με τα πιο πάνω δεδομένα, και όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας παραγράφου, η διατύπωση αυτή της προσβαλλόμενης, δεν είναι ενδοιαστική, ούτε ενέχει αμφιβολία ως προς το εάν ο αναιρεσείων είναι ο πατέρας που γέννησε η αναιρεσίβλητη, ώστε η προσβαλλόμενη δεν έχει ανεπαρκή αιτιολογία στο κρίσιμο ζήτημα της πατρότητας του τέκνου της αναιρεσίβλητης. Εξ άλλου οι ίδιοι λόγοι της αναίρεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων και την σ`αυτούς περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ.19 και 561 παρ.1 του ΚΠολΔ ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα της πατρότητας του τέκνου της αναιρεσίβλητης και τα αντίστοιχα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, και βρίσκονται κατά τον αναιρεσείοντα σε αντίθεση με το πιο πάνω πόρισμα της αιματολογικής εξέτασης και τα όσα προκύπτουν από την εφαρμογή του τεκμηρίου του άρθρου 515 του ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία δεν περιλαμβάνεται η παραδοχή του τεκμηρίου από το άρθρο 615 του ΚΠολΔ, με τους ίδιους δε λόγους κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-12-2006 αίτηση και το από 15-5-2007 και το αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 1021/2006 απόφασης του Εφετείου Θεσ/νίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει και για τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε σε χίλια οκτακόσια (1800) Ευρώ.