Αντίθετα, μετατέθηκε για αύριο η συζήτηση της αίτησης αναστολής που έχει καταθέσει κατά της ίδιας απόφασης ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Στουρνάρας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, δεν αποκλείεται εντός της ημέρας να εκδοθεί προσωρινή διαταγή από τον αρεοπαγίτη Γεράσιμο Φουρλάνο, παρά το γεγονός ότι αύριο το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφανθεί επί της αίτησης αναστολής που έχει καταθέσει ο υπουργός Οικονομικών.
Πιο συγκεκριμένα, πριν από περίπου μια εβδομάδα το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας με απόφασή του έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική και παράνομη η είσπραξη του τέλους ακινήτων -το γνωστό «χαράτσι«» στα ακίνητα- μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ.
Επίσης, με την ίδια απόφαση, που είναι προσωρινά εκτελεστή -σύμφωνα με τους δικηγόρους που χειρίστηκαν την υπόθεση- η ΔΕΗ υποχρεώνεται να δέχεται μόνο το αντίτιμο για την κατανάλωση ρεύματος και να μην ενσωματώνει τους λογαριασμούς το τέλος ακινήτων.
Η προσωρινή διαταγή
Το υπουργείο Οικονομικών προσέφυγε αμέσως κατά της απόφασης αυτής στον Άρειο Πάγο. Το πρώτο ένδικο μέσο που άσκησε κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου ήταν η κατάθεση αίτησης στον Άρειο Πάγο για έκδοση προσωρινής διαταγής.
Το αίτημα αυτό εξετάστηκε από τον κ. Φουρλάνο. Το υπουργείο Οικονομικών εκπροσώπησε ο γενικός γραμματέας Χ. Θεοχάρης. Δικηγόροι καταναλωτών και ενώσεων ζήτησαν να μην εκδοθεί προσωρινή διαταγή, δεδομένου ότι αύριο αναμένεται να συζητηθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο ή αίτηση αναστολής που κατέθεσε ο κ. Στουρνάρας, ζητώντας να «παγώσει» προσωρινά η ισχύς της απόφασης του Πρωτοδικείου, έως ότου συζητηθεί η αίτηση αναίρεσης του υπουργείου.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που επικαλέστηκε η πλευρά του υπουργείου κατά τη εξέταση του αιτήματος προσωρινής διαταγής ήταν ότι έχουν ήδη τυπωθεί από τη ΔΕΗ 3.000.000 λογαριασμοί που περιλαμβάνουν το τέλος ακινήτων και ότι η αποσύνδεση του «χαρατσιού» από τα τιμολόγια της ΔΕΗ θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στον προϋπολογισμό.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι από την αποσύνδεση των λογαριασμών από την είσπραξη του τέλους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το δημόσιο θα χάσει έσοδα, αφού όπως έγινε γνωστό μετά την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου το τέλος ακινήτων θα βεβαιώνεται και θα εισπράττεται από τις εφορίες.
Η αίτηση αναστολής
Εκτός της αίτησης για έκδοση προσωρινής διαταγής, το υπουργείο Οικονομικών έχει καταθέσει και αίτηση αναστολής της απόφασης του Πρωτοδικείου. Η αίτηση είχε προσδιοριστεί να συζητηθεί σήμερα, αλλά τελικά θα συζητηθεί αύριο.
Το υπουργείο Οικονομικών με την αίτηση αναστολής ζητά να «παγώσει» η ισχύς της απόφασης του Πρωτοδικείου, μέχρι να εκδικασθεί η αίτηση αναίρεσης που έχει καταθέσει κατά της εν λόγω δικαστικής απόφασης. Η ημερομηνία εκδίκασης της αίτησης αναίρεσης δεν έχει ακόμη δεν έχει προσδιοριστεί.
Στην αίτηση αναστολής το Δημόσιο υποστηρίζει ότι, αν εφαρμοστεί η απόφαση του Πρωτοδικείου θα χάσει πάνω από 1.000.000.000 ευρώ, θα έχει ελλειμματικό προϋπολογισμό και δεν θα είναι σε θέση εκπληρώσει τους δημοσίου συμφέροντος σκοπούς του ελληνικού κράτους.
Μάλιστα, στην αίτησή του το Δημόσιο σημειώνει ότι είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθούν ισοδύναμα μέτρα που θα αποφέρουν στα κρατικά ταμεία ένα τρισ. ευρώ, ποσό που είχε υπολογίσει ότι θα εισπράξει από το «χαράτσι» στα ακίνητα που εισπράττει μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ.
Οι αντιδράσεις των εισαγγελέων
Εκτός από τα ένδικά μέσα που άσκησε το υπουργείο Οικονομικών κατά της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ο κ. Στουρνάρας με γραπτό αίτημά του ζήτησε παράλληλα από τη ΔΕΗ να συνεχίσει να εισπράττει το τέλος ακινήτων μέσω των λογαριασμών, παραβλέποντας για «λόγους δημοσίου συμφέροντος» την απόφαση της Δικαιοσύνης.
Η κίνησή του αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος. Οι εισαγγελείς χαρακτηρίζουν «απαράδεκτο το γεγονός, μέλος της κυβέρνησης να εμφανίζεται ότι ενεργεί παρά το Σύνταγμα και να εντέλλεται ή να παροτρύνει τη διοίκηση ή τρίτους φορείς να μη συμμορφωθούν με εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις, παρά το νόμο και το άρθρο 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος, πράγμα που δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει σε συντεταγμένη, ευνομούμενη Πολιτεία».
Παράλληλα, προειδοποιούν με κυρώσεις, υπογραμμίζοντας ότι «είναι αυτονόητη και αναμενόμενη η αναζήτηση ποινικών ευθυνών εκείνων, που ενδεχομένως το πράττουν, εφόσον συντρέχουν προς τούτο οι προϋποθέσεις του νόμου».