"Κράτα αυτήν την ταμπακιέρα για να με θυμάσαι· εσύ είσαι η αγάπη μου μετά την Πατρίδα"
Η Ελληνική κυβέρνηση, επί Όθωνα, τον συνέλαβε το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, με τη κατηγορία της «προδοσίας».
Μετά από 1,5 χρόνο τον ελευθέρωσαν και κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά.
Η αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε πόστα είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα στον ήρωα επαίτη μια θέση μια μέρα της εβδομάδος κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε (!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή! Αυτή ήταν η ανταμοιβή του.
Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
"Τι κάνετε στρατηγέ μου;" ρώτησε ο ξένος
"Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα" απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
"Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;" επέμενε ο ξένος.
"Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος" απήντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:" Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!"
Στις 25(ή 27) του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος.
Αυτή ήταν η ελληνική υπερηφάνεια που έκανε την Ελλάδα ελεύθερη.