Δ.Γ.
(slang.gr)
1. λαμόγιο
Ο απατεώνας, ο κομπιναδόρος. Η λέξη πιθανολογείται ότι προέρχεται από την ισπανική έκφραση «la moya» που σημαίνει «η τάδε».
π.χ -Τράβα να κάνεις δουλειά με τα λαμόγια και μετά έλα να μου κλαφτείς που σε δαγκώσανε. Θα φας κάτι κλωτσές.....
2. λαμόγιο
Αυτός που φέρεται σκάρτα σε σχέσεις, δουλειές, φιλίες.
π.χ 1. - Μην κάνεις κάνα λάθος και συνεργαστείς μαζί του, ο τύπος είναι λαμόγιο, έχει γεμίσει την αγορά με ακάλυπτες επιταγές.
2. - Πώς τα πας με τον δικό σου;
-Άσε, πολύ λαμόγιο, όλο στραβές μου κάνει.
3. λαμόγιο
Το φευγάτο, αυτό που δεν αναλαμβάνει ευθύνες – υποχρεώσεις, το la mojo, το αόριστο αφανές απροσδιόριστο, το ακόρυφο,το μαϊμουδοπιθήκι, ιβηρική η προέλευση μετά την κοπάνα των μαυριτάνικων ψευτο-εξουσιών.
π.χ την έκανε λαμόγιο (ναυτική έκφραση)
Βικιλεξικό
Ετυμολογία : λαμόγιο < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό : λαμόγιο ουδέτερο και λαμόγιας αρσενικό
- (κακόσημο) που υποκρίνεται τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες για χάρη κάποιου άλλου· που επωφελείται εξαπατώντας κι έπειτα αποχωρεί. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά.
Εκφράσεις : την κάνω λαμόγιο : εξαπατώ κάποιον και εξαφανίζομαι
Συνώνυμα : αβανταδόρος , απατεώνας , καιροσκόπος
Translatum.gr: λαμόγιο
Ουσιαστικό γένους ουδετέρου. Αρχικά η λέξη εντοπίζεται στη φράση την κάνω λαμόγια, με τη σημασία «ξεφεύγω, φεύγω, εξαφανίζομαι από κάπου». Χρησιμοποιείται κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός, κυρίως ως συνώνυμο του «απατεώνα»: Πώς ένα λαμόγιο πλουτίζει εκμεταλλευόμενο την ανθρώπινη βλακεία με τη βοήθεια διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων.
Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής προέρχεται πιθανόν από την ισπανική la moya = η τάδε. Στο Λεξικό της Πιάτσας παρατίθεται ο τύπος λαμόγιας με τη σημασία «αβανταδόρος» (= αυτός που κάνει αβάντα για κάποιον άλλο, υποκρίνεται δηλαδή τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες) με ετυμολογική προέλευση από το ιταλικό la moya = το λάδι.
Και πάλι slang.gr
1. λαμόγια, moya
- Κατά τον Τριανταφυλλίδη (1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.
Κατά τον Τσιφόρο (1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.
Κατά τον Ντινόσαυρο (2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).
Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».
Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.
ΣΧΟΛΙΟ αναγνώστη
Ο μακαρίτης Ηλίας Πετρόπουλος όμως δεν είχε συμφωνήσει με την αργεντίνικη ετυμολογία, για κάποιον λόγο και δεν θυμάμαι αν αντιπρότεινε άλλη εκδοχή.
Μήπως έχει σχέση και η ειρωνική προσφώνηση «κουτομόγιας» (κουτορνίθι);
Κατά Ηλία Πετρόπουλο
Λαμόγιο το ξεκαθαρίζει ο Πετρόπουλος, και (νομίζω) το αναφέρει κι ο Τσιφόρος, είναι ο κράχτης στον παπά. Αυτός που κερδίζει σε συνεννόηση με τον παπατζή με προφανή σκοπό να σε παρασύρει στο παίγνιο.
WordReference.com
Here are the lines from the English to Greek side that include 'λαμόγιο'.
Matching entries from other side of dictionary | |||
Hustler | n | US, slang (confidence trickster) αργκό | απατεώνας, μπαγαπόντης ουσ.αρ. |
|
| λαμόγιο ουσ.ουδ. | |
Hustler | n | slang (deceitful game-player) αργκό | απατεώνας, μπαγαπόντης ουσ.αρ. |
|
| λαμόγιο ουσ.ουδ. | |
cop out, cop-out | vi | slang (avoid responsibility) αργκό | την κάνω λαμόγιο έκφρ. |