Κάτι θυμίζουν εκείνες οι εποχές, εκείνες οι μέρες.
Το πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη ήταν: «Την επομένη ο «Ριζοσπάστης» έγραφε: «Ο πρωθυπουργός της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας μίλησε στο σταύλο της οδού Σταδίου μπρος στα υποταχτικά του ανδράποδα για την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων». Και στην αντίπερα όχθη, η εφημερίδα «Εσπερινή»: «Ο Βενιζέλος δεν ηρκέσθη εις το φάγωμα των πολιτικών του αντιπάλων, δεν ικανοποιήθη με το φάγωμα των βασιλέων... Θέλει να φάγη και την Ελλάδα ολόκληρον και τους Ελληνας όλους, οι οποίοι περιήλθον εξ υπαιτιότητός του εις εσχάτην ένδειαν. Ο παμφάγος πρωθυπουργός είνε, ως αποδεικνύεται, και ανθρωποφάγος». Στην ίδια γραμμή και η «Ελληνική»: «Ας συλληφθή ο ένοχος, εις το ικρίωμα! Πίπτοντα σήμερον μη τον αφήσετε να φύγη. Οι λαοί - ο ίδιος το δίδαξε - δεν συγχωρούν. Η βοή του εξεγερθέντος λαού είνε επιτακτική. Η Νέμεσις αξιοί εν ονόματι των θεών το εξιλαστήριον θύμα. Ο αρχηγός του ολιγαρχικού συγκροτήματος το οποίον απομύζησε το αίμα του λαού, του συγκροτήματος το οποίον ως φρικαλέα και αναχρονιστική Βαστίλλη μάς κατέστησε σκελετούς από την πείναν, την δυστυχίαν, την ανεργίαν και την αγωνίαν, πρέπει να παραμείνη εδώ… Απόψε ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρέπει να ευρεθή εις τας φυλακάς».
Στις 15 Απριλίου του 1932 ο Βενιζέλος κηρύττει προσωρινό «χρεοστάσιο» που θα ίσχυε από την 1η Μαΐου του 1932.
Λίγες ημέρες πριν από την παραίτηση του και συγκεκριμένα στις 18 Μαΐου του 1932, ο τότε πρωθυπουργός Ε.Βενιζέλος στέλνει επιστολή προς τον Α.Παπαναστασίου και τους αρχηγούς των κομμάτων με την οποία διαβιβάζει και υπόμνημα του τότε υπουργού Οικονομικών. Γράφει: «Κύριε Πρόεδρε, Εγκλείω υπόμνημα υποβληθέν υπό του Υπουργού των Οικονομικών εις το Υπουργικόν Συμβούλιον «περί του προβλήματος των εις ξένον νόμισμα εθνικών δανείων και περί του δυνατού της μερικής εξυπηρετήσεως αυτών». Παρακαλώ δε να ευαρεστηθήτε να προσέλθετε εις την συνεδρίασιν των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων την 18ην τρεχ.μηνός και ώραν ΙΙ π.μ. εις το Υπουργείον των Εξτερικών, όπως γίνει ανταλλαγή σκέψεων επί του σκπουδαιοτάτου τούτου ζητήματος του οποίου η λύσις θα επηρεάση τα δημοσιονομικά της χώρας επί μίαν και πλέον γεννεάν. Κατ’ εξαιρέτου τιμής».
Να θυμίσουμε ότι όταν ανέλαβε ο Ε.Βενιζέλος τα πολεμικά χρέη της Ελλάδας προς τους συμμάχους καταμερίζονταν ως εξής: Αμερική: 20 εκατομμύρια δολάρια, Καναδάς: 7,5 εκατομμύρια δολάρια, Γαλλία: 166 εκατομμύρια δολάρια, Μεγάλη Βρετανία: 109 εκατομμύρια δολάρια.
«Τα πρώτα σημάδια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, φάνηκαν από το 1930 με κυριότερα τη μείωση των εξαγωγών αλλά και την αδυναμία εύρεσης κεφαλαίων από το εξωτερικό, ώστε να χρηματοδοτηθούν τα μεγάλα δημόσια έργα» (ΕΜΠ/Δημόσια Οικονομική και Χρεοκοπία: Η Ελληνική Περίπτωση 1932/Διπλωματική. Επιβλέπων καθηγητής Ιωάννης Μηλιός).
Ο Βενιζέλος ήξερε καλά τι Ελλάδα είχε... παραλάβει. Παρ’ όλα αυτά, σε διάγγελμα του στον Ελληνικό λαό στις 27 Σεπτεμβρίου 1931 ήταν καθησυχαστικός: «Δίδω προς τον ελληνικόν λαόν την προσωπικήν διαβεβαίωσιν ότι έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι ημπορούμεν να διατηρήσωμεν την ακεραιότητα του εθνικού μας νομίσματος και να αποφύγωμεν επομένως τας συμφοράς που θα επηκολούθουν την ανατροπήν της σταθεροποιήσεως».
Βέβαια, λίγες ημέρες πριν το μήνυμα του αυτό είχε φύγει από την Τράπεζα της Ελλάδος, συνάλλαγμα 3.419.301 χρυσών δολαρίων.
Οι περιοδείες του Ε.Βενιζέλου την ύστατη στιγμή, δεν αποδίδουν.
«Οι εξελίξεις των διαπραγματεύσεων κατά τη σύνοδο της ΔΕΚΕ στις 10 Μαρτίου 1932 έδειξαν με τον πιο σαφή τρόπο, ότι η ελληνική πλευρά δεν είχε καταφέρει να πείσει τους εταίρους της για τις πραγματικές της προθέσεις σε σχέση με την εξυγίανση των οικονομικών. Τόσο ο Γάλλος (Chalendar) εκπρόσωπος όσο και ο Αγγλος (Niemeyer) εκπρόσωπος, σύστηναν στην ελληνική κυβέρνηση την λήψη αυστηρότατων μέτρων λιτότητας, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση απέκλειε ως δυσβάσταχτα και δεν τα αποδεχόταν» (ΕΜΠ).
Στις 20 Μαρτίου 1932 ο Βενιζέλος απευθύνει νέο διάγγελμα: «Η Ελλάς...οδηγείται εις καταστροφήν. Το κράτος θ’ αποκηρύξη τας υποχρεώσεις του. Τα φιλανθρωπικά μας ιδρύματα θα χάσουν τας περιουσίας των....Η παγκόσμιος κρίσις δεν ημπορούσε να μας αφήση αθίκτους μέχρι τέλους....Η παγκόσμιος κρίσις.....κατέστησεν όλως διόλου προβληματικήν την συνέχισιν της δι’ εξωτερικών δανείων χρηματοδοτήσεως των παραγωγικών έργων και επέτεινε κατ’ αναγκαίαν συνέπειαν και την νομισματικήν μας κρίσιν....Αλλά και αν μας λείψη η εξωτερική επικουρία δεν υπάρχει φόβος να καταστραφώμεν. Η χώρα τότε θ’ αναγκασθή να επιδιώξη, και κανείς φόβος δεν υπάρχει ότι δεν θα επετύχη, λύσεις αι οποίαι θα της επιτρέψουν να συμπληρώση το έργον της οικονομικής της ανασυγκροτήσεως, ώστε εντός πενταετίας να ευρεθή εις θέσιν να συνεχίση την ακεραίαν πληρωμήν και των εξωτερικών της υποχρεώσεων....τας λύσεις ταύτας πρέπει να επιδιώξη νέα κυβέρνησις ....εθνικού συνασπισμού....δεν θα διστάσω να συμμετάσχω της κυβερνήσεως αυτής ως απλούν αυτής μέλος».
Τι συνέβη μετά την πτώχευση;
Ιστορικές πηγές αναφέρουν πως ένα χρόνο μετά την χρεωκοπία της Ελλάδας, η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 6%, τα αποθεματικά της Τράπεζας της Ελλάδας από τα 7,5 εκ., δολάρια ανήλθαν στα 44,7 εκ., δολάρια σε διάστημα δύο ετών.
Το 1928 τα βιομηχανικά προϊόντα που παράγονταν στην Ελλάδα κάλυπταν το 59% της εσωτερικής ζήτησης. Το αντίστοιχο ποσοστό για το 1933 ήταν 76%.
Ο τιμάριθμος αυξήθηκε στα περισσότερα προϊόντα με ιδιαίτερη έμφαση στα βιομηχανικά που τα περισσότερα ήταν εισαγόμενα.
Η ανεργία το 1932 μετρούσε 237.000 ανέργους. Το 1933 ο αριθμός άρχισε να μειώνεται.
Η νομισματική κυκλοφορία αυξήθηκε από το 1931 έως το 1939 κατά 135%.