Ήταν 25 Σεπτεμβρίου του 2000. Η Μαρισέλ Απατάν ήταν ένα 11χρονο κορίτσι από την Ζαμποάνγκα των Φιλιππίνων. Εκείνη την ημέρα, το μικρό κορίτσι παρέα με τον θείο του, πήραν μερικά δοχεία και ξεκίνησαν για να τα γεμίσουν με νερό από μια κοντινή πηγή.
Στην πορεία συνάντησαν τέσσερις άνδρες που κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος τους κρατώντας μεγάλα μαχαίρια. Ο θείος της προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει, μια κίνηση όμως που του στοίχισε τη ζωή.
Η μικρή Μαρισέλ παρακολουθούσε τη σκηνή σοκαρισμένη, ειδικά από την στιγμή που συνειδητοποίησε ότι τους ήξερε αυτούς τους άντρες. Έμεναν σε διπλανά σπίτια με το δικό της.
Άρχισε να τρέχει προσπαθώντας να τους ξεφύγει αλλά οι άντρες την κυνήγησαν και την έφτασαν.
Τρομοκρατημένη τους ικέτεψε: «Kuya, ‘wag po, ‘wag n’yo akong tagain! Maawa po kayo sa akin!»(Μη με σκοτώσετε! Σας παρακαλώ, λυπηθείτε με!)
Αλλά δεν την άκουγαν. Ένας από τους άντρες με το μαχαίρι του την χτύπησε στο λαιμό. Όπως είχε κάνει και στον θείο της.
Η Μαρισέλ έπεσε στο έδαφος και έχασε τις αισθήσεις της.
Όταν ξύπνησε, είδε ότι ήταν ξαπλωμένη μέσα σε μια λίμνη από αίμα. Είδε όμως δίπλα της και τα πόδια των αντρών που την είχαν χτυπήσει. Έκλεισε ξανά τα μάτια της και προσποιήθηκε ότι ήταν νεκρή.
Όταν επιτέλους τους άκουσε να απομακρύνονται, προσπάθησε να σηκωθεί και είδε με φρίκη ότι οι άντρες τις είχαν κόψει τα χέρια. Έκλεισε τα μάτια και ξεκίνησε σε άσχημη κατάσταση να προχωράει προς το σπίτι της.
Περπατούσε και λιποθυμούσε, αλλά ανακτούσε τις αισθήσεις της και ξεκινούσε ξανά και ξανά..
Αν και η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, της φάνηκε ότι περπατούσε αιώνες μέχρι να δει από μακριά το σπίτι της. Όταν πλησίασε περισσότερο άρχισε να φωνάζει τη μητέρα της.
Η μητέρα της άκουσε τις φωνές της, άνοιξε την πόρτα και παραλίγο να λιποθυμήσει όταν είδε σε τι κατάσταση βρίσκονταν η κόρη της.
Τύλιξε το ματωμένο παιδί της σε μια κουβέρτα και ξεκίνησε να την μεταφέρει στο νοσοκομείο.
Αυτό όμως δεν ήταν καθόλου εύκολο. Από το σπίτι της μέχρι το σημείο που βρίσκονταν το νοσοκομείο ήταν μια απόσταση 12 χιλιομέτρων. Χρειάστηκαν κάτι παραπάνω από 4 ώρες για να το δουν να φαίνεται από μακριά.
Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο, οι γιατροί δεν πίστευαν ότι η Μαρισέλ θα ζήσει. Έκαναν όμως μια μεγάλη προσπάθεια για να την σώσουν. Την είχαν για πέντε ώρες στο χειρουργείο προσπαθώντας να την βοηθήσουν. Μόνο για την πληγή που είχε στο λαιμό της χρειάστηκε να της τοποθετήσουν 25 ράμματα.
Η μικρή Μαρισέλ μόλις και μετά βίας επέζησε αλλά έχασε και τα δύο της χέρια. Η ειρωνεία; Την επόμενη μέρα είχε τα γενέθλια της. Έκλεινε τα 12.
Αλλά η τραγωδία της δεν τελείωσε εκεί. Όταν μετά από πολλές μέρες οι γιατροί τους άφησαν να φύγουν, φτάνοντας στο σπίτι αντίκρισαν ένα τρομακτικό θέαμα. Το σπίτι τους πια δεν υπήρχε. Οι γείτονες το είχαν λεηλατήσει και στη συνέχεια το είχαν κάψει.
Η μαμά της Μαρισέλ ήταν απελπισμένη. Ήταν φτωχή, ο άντρας της που θα μπορούσε να την βοηθήσει είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, και πλέον χρωστούσε και ένα πολύ μεγάλο ποσό στο νοσοκομείο.
Η μοναδική της λύση ήταν να ζητήσει από κάποιον βοήθεια. Χτύπησε αρκετές πόρτες μέχρι να βρεθεί κάποιος να της την προσφέρει.
Ήταν ένας μακρινός συγγενής της, ο αρχιεπίσκοπος Αντόνιο Λεντέσμα, ο οποίος πλήρωσε τον λογαριασμό του νοσοκομείου και βοήθησε στο να βρεθούν οι εγκληματίες στο δικαστήριο. Καταδικάστηκαν σε φυλάκιση.
Σήμερα οι δυο γυναίκες ζουν σε ένα μοναστήρι.
Και εδώ είναι το θαύμα. Η Μαρισέλ αντί να τα παρατήσει επειδή δεν είχε χέρια, χρησιμοποίησε το σώμα και το μυαλό της φροντίζοντας ανάπηρα παιδιά. Έμαθε να λειτουργεί υπολογιστή, είναι πολύ εργατική και ευγενική με όλους.
Το 2008, αποφοίτησε από μια σχολή διοίκησης ξενοδοχείων και εστιατορίων. Συνέχισε τις σπουδές της και το 2011, έγινε σεφ. Ναι, ένας σεφ χωρίς χέρια.
Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει αυτή τη νεαρή κοπέλα από το να πετύχει τα όνειρά της.
Οι πραγματικοί νικητές δεν τα παρατάνε ποτέ!