Αναμφίβολα η Αργεντινή υπήρξε το
εναλλακτικό υπόδειγμα ανάπτυξης για την Ελλάδα μέχρι πρόσφατα, επειδή
ακριβώς χρεοκόπησε υποτιμώντας 74% το νόμισμά της το 2002 και επειδή
διέγραψε σημαντικό μέρος του χρέους της κόντρα στα συμφέροντα της
διεθνούς πιστωτικής ελίτ και αψηφώντας παράλληλα τις οδηγίες του ΔΝΤ.
Εικόνες χάους στο Μπουένος Αϊρες τον Δεκέμβριο του 2002, που μακάρι να μην τις ξαναδούμε
Κυρίως όμως γιατί οι καρποί της εναλλακτικής αυτής πολιτικής
υπήρξαν πλούσιοι και αξιομνημόνευτοι, με ετήσια ανάπτυξη 8-9% κατά μέσον
όρο ώς το 2008 (η μεγαλύτερη στην Αμερική), αύξηση των εισοδημάτων και
των πραγματικών μισθών και σημαντική μείωση της ανεργίας, της φτώχειας
και των ανισοτήτων. Πολλοί τότε είπαν πως η Ελλάδα πρέπει να βαδίσει στο
δρόμο που χάραξε η Αργεντινή. Ποιος ήταν όμως ακριβώς αυτός ο δρόμος
ώστε να ξέρουμε αν μπορεί να τον ακολουθήσει η Ελλάδα; Και πού ακριβώς
βρίσκεται σήμερα η Αργεντινή ώστε να κρίνουμε αν ισχύει η δυναμική του
μοντέλου της;
Δύο απόψεις
Υπάρχουν δύο, διαμετρικά αντίθετες, απόψεις για το πού βασίστηκε
η ανάπτυξη της αργεντίνικης οικονομίας. Οι δεξιοί την αποδίδουν στην
ευτυχή διεθνή συγκυρία που εκτίναξε τις τιμές των εμπορευμάτων,
ευνοώντας έτσι τη σχετική παραγωγική εξειδίκευση της Αργεντινής, καθώς η
χώρα είναι ο τρίτος παραγωγός σόγιας στον κόσμο, τρίτος εξαγωγέας
καλαμποκιού, έβδομος εξαγωγέας σιταριού και ένας από τους μεγαλύτερους
παγκοσμίως σε πολύτιμα μέταλλα, μόλυβδο, χαλκό, αλουμίνιο, ψευδάργυρο
και άλλα ορυκτά.
Οι αριστεροί, από την άλλη, αποδίδουν τα εύσημα στην ανάκτηση
της νομισματικής πολιτικής με τη μαζική υποτίμηση του πέσο, που βελτίωσε
την ανταγωνιστικότητα, παράλληλα με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής (1%
του ΑΕΠ πήγε σε προγράμματα απασχόλησης), χάρη στο «κούρεμα» του χρέους
και την ανακατανομή των εισοδημάτων υπέρ των πιο αδύναμων τάξεων, η
οποία προσέδωσε πολιτική σταθερότητα στη χώρα.
Πρώτα απ' όλα η έκταση της υποτίμησης ήταν πολύ μεγάλη για να
αφήσει αδιάφορους τους ξένους επενδυτές, οι οποίοι διέκριναν σημαντικές
δυνατότητες εκμετάλλευσης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, που
αυτομάτως έγινε πάρα πολύ φθηνότερο και υποψήφιο για εξαγορά. Επιπλέον η
χώρα απαλλάχτηκε σε δημοσιονομικό επίπεδο από ένα μεγάλο μέρος του
χρέους, που ήταν βραχνάς και συνέβαλε στην υψηλή φορολογική πίεση των
πολιτών, στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και στον περιορισμό της
ανάπτυξης. Ακόμη, με την απελευθέρωση πόρων σε δημοσιονομικό επίπεδο
ενεργοποιήθηκε το κοινωνικό κράτος,περιορίστηκε η ανεργία και η φτώχεια
και αποκαταστάθηκε η κοινωνική ειρήνη στη χώρα, ενώ εξομαλύνθηκε σχετικά
και το επενδυτικό περιβάλλον. Τέλος, η παραγωγική εξειδίκευση που είχε η
Αργεντινή ήταν τέτοια που επωφελήθηκε εξαιρετικά από το διπλό μπόνους
της υποτίμησης και της μεταβολής της διεθνούς συγκυρίας, καθώς το
παγκόσμιο εμπόριο, που τη διετία 2001-2002 έτρεχε με 1,6% ετησίως, την
περίοδο 2003-2008 εκτινάχθηκε στο 6,5% ετησίως. Η ανάπτυξη της
παγκόσμιας οικονομίας προκάλεσε τεράστια άνοδο της ζήτησης για πρώτες
ύλες όπως αυτές που διέθετε η Αργεντινή, με συνέπεια τη θεαματική αύξηση
των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων που πουλούσε η Αργεντινή την περίοδο
2002-2008: σιτάρι 357%, βοδινό κρέας 79%, καλαμπόκι 250%, σόγια 300%,
πετρέλαιο 625%, χρυσός 233%.
Διεθνοποίηση
Τέλος, την ανάπτυξη συνέδραμε το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της
Αργεντινής, η προηγούμενη μεγάλη ύφεση της οικονομίας της και η ευτυχής
γειτνίαση με τις λοιπές χώρες της Λατ. Αμερικής, με τις οποίες υπάρχει
στενή εμπορική, επενδυτική, οικονομική και πολιτική διαπλοκή και οι
οποίες αποτελούν μαζί με την Κίνα τον ζωτικό χώρο εμπορικής επέκτασης
της Αργεντινής. Ολοι αυτοί οι παράγοντες και όχι ένας μόνον (εξαγωγές ή
ιδιωτική κατανάλωση) εξηγούν το αναπτυξιακό «μπουμ» της Αργεντινής.
Αποκαλυπτική είναι η εξέλιξη του βαθμού διεθνοποίησης της οικονομίας
της, όπως το καταγράφει ο λόγος του αθροίσματος εξαγωγών και εισαγωγών
αγαθών και υπηρεσιών προς το ΑΕΠ της χώρας: το 2001 ήταν 22%, αλλά το
2007 είχε ήδη ανέλθει σε 45%, για να υποχωρήσει με την ύφεση το 2012 στο
36%.
Κοινωνική αστάθεια
Με το πέσο να έχει χάσει από το 2002 το 82-88% της αξίας του έναντι του δολαρίου και με τον
πληθωρισμό να καλπάζει ταχύτερα από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο, η
κοινωνική ειρήνη εμφανίζεται πλέον ασταθής και εύθραυστη, παρά τις
προεκλογικές παροχές της κυβέρνησης Κίρχνερ. Το αργεντίνικο μοντέλο
άρχισε να χάνει την αίγλη του σε μια περίοδο που η Ελλάδα αδυνατεί
δομικά να το ακολουθήσει.
Οι τέσσερις κρίσιμες διαφορές μεταξύ των δύο οικονομιών
Μπορεί η Ελλάδα να
ακολουθήσει το δρόμο της Αργεντινής ; Από τα στοιχεία προκύπτουν
ορισμένες κρίσιμες διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Αργεντινής που αξίζει να
σημειωθούν.
Πρώτον, η δομή των οικονομιών τους είναι σημαντικά διαφορετική,
αφού η Ελλάδα έχει οικονομία υπηρεσιών (κυρίαρχοι οι τομείς τουρισμού,
ναυτιλίας και ο χρηματοπιστωτικός), ενώ η Αργεντινή μια οικονομία με
μεγάλο το ειδικό βάρος του παραγωγικού (γεωργία, βιομηχανία) τομέα. Το
2012 η γεωργική και η βιομηχανική παραγωγή στην Αργεντινή ανερχόταν σε
44% του ΑΕΠ της, όταν στην Ελλάδα η γεωργία, η βιομηχανία και οι
κατασκευές δεν ξεπερνούν μαζί το 19% του ΑΕΠ.
Δεύτερον, η σημασία του εξωτερικού τομέα στην περίπτωση της
Αργεντινής δεν αφορά τόσο τις εξαγωγές, οι οποίες από 9,6% του ΑΕΠ, που
ήταν το 2000-2001, αναρριχώνται στο 23% του ΑΕΠ την περίοδο μετά την
υποτίμηση (2002-2008). Ούτε τόσο τις εισαγωγές, που αυξάνουν τη
συμμετοχή τους στο ΑΕΠ βραδύτερα, αλλά σταθερά: από 7,7% του ΑΕΠ τη
διετία 2000-2001 σε 17,4% το 2008. Αφορούν κυρίως τις ξένες άμεσες
επενδύσεις, οι οποίες πυροδοτούν την αύξηση των συνολικών επενδύσεων
κατά 25% ετησίως τη περίοδο 2002-2008. Γιατί αν οι ακαθάριστες
επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν, από 12% του ΑΕΠ το 2002, σε 24%
το 2007, αυτό φυσικά δεν έγινε χωρίς τη δυναμική των ξένων άμεσων
επενδύσεων, οι οποίες μεταξύ 2003 και 2008 είχαν αυξηθεί 470%, ενώ ώς το
2012 είχαν αυξηθεί 641%! Επενδύσεις που είχαν δέλεαρ την αγροτική
παραγωγή και τον ορυκτό πλούτο της χώρας, μαζί με τη μεταποίηση. Στην
Ελλάδα, τώρα, μόλις διανοίγονται προοπτικές μαζικής εκμετάλλευσης του
ορυκτού πλούτου και με όρους δυσμενείς για την εθνική αξιοποίησή τους.
Τρίτον, εκτός από τον πολύ μεγαλύτερο όγκο του χρέους που έχει η
Ελλάδα συγκριτικά με την Αργεντινή του 2002, τυγχάνει το χρέος αυτό να
είναι συγκεντρωμένο στα χέρια των εμπορικών εταίρων της Ευρωζώνης,
αντίθετα με την Αργεντινή, που είχε χρέη έναντι των δυτικών πιστωτών,
αλλά συναλλάσεται εμπορικά με τη Λατ. Αμερική και την Κίνα.
Τέταρτον, η Αργεντινή είχε πάντοτε δικό της νόμισμα που απλώς
είχε προσδεθεί στο δολάριο με σταθερή ισοτιμία και εύκολα μπορούσε να
αποσυνδεθεί. Η Ελλάδα έχει να διανύσει πολύ μακρύτερο δρόμο αν θέλει
πραγματικά να ανακτήσει το παλιό εθνικό της νόμισμα, κάτι που την
καθιστά πολύ ευάλωττη σε κερδοκοπικές επιθέσεις κεφαλαίων ακόμη και αν
επιβάλει ελέγχους και απαγορεύσεις στη διακίνησή τους. Πολύ περισσότερο
που η επανεισαγωγή της δραχμής στη θέση του ευρώ θα απαιτήσει,
διαδικαστικώς, αρκετούς μήνες.
Πόσο λειτουργικό είναι σήμερα το μοντέλο με το πέσο
Μπορεί οι πραγματικοί
μισθοί να αυξήθηκαν σημαντικά σε όρους πέσο, όμως το πόσο κανείς δεν το
γνωρίζει ακριβώς, στο βαθμό που η Αργεντινή μαγειρεύει τα στοιχεία του
πληθωρισμού της, όπως έκανε η Ελλάδα με το δημόσιο έλλειμμα, με συνέπεια
ακόμη και το ΑΕΠ της να είναι πιθανόν υπερτιμημένο.
Γεγονός είναι ότι μετά την κρίση του 2009, όταν η ανάπτυξη της
οικονομίας έπεσε σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα, για να ανακάμψει προσωρινά
και να επιβραδύνει σημαντικά στα τέλη 2012, το κοινωνικό κλίμα άρχισε να
αλλάζει.
Ετσι, το τελευταίο δεκάμηνο οι απεργιακές κινητοποιήσεις έχουν
πληθύνει στις τάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, των εργαζομένων στα
νοσοκομεία, στους εκπαιδευτικούς, στους τραπεζικούς υπαλλήλους, στους
φορτηγατζήδες κ.ά., με μισθολογικές διεκδικήσεις 23-28%. Αυτός είναι ο
ασφαλέστερος δείκτης για την πραγματική αύξηση του πληθωρισμού, που
ανεξάρτητοι αναλυτές τον τοποθετούν στο 25-30%, αντί του επίσημου 10%.
Πρόσφατα μάλιστα διπλασιάστηκαν οι τιμές του ψωμιού, και η
κυβέρνηση υποχρεώθηκε να βάλει φραγμό στις εξαγωγές σίτου και αλεύρων
πέραν ενός ορίου.
Ο υψηλός πληθωρισμός έχει δώσει μεγάλη ώθηση στη μαύρη αγορά
συναλλάγματος, όπου το δολάριο έχει φθάσει να αναλογεί σε 8,5 πέσο
περίπου, αντί των επίσημων 5,5.
Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΙΩΝΙΑΤΗ