Ωστόσο, ο κ. Βαρουφάκης διαπιστώνει δύο βασικές διαφορές ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ντιτρόιτ. Η πρώτη όπως αναφέρει, είναι ότι «στην Αμερική ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί συμφωνούν σε κάτι που δεν έχει, δυστυχώς, γίνει ''κτήμα'' των ευρωπαίων πολιτικών – ότι δεν αποτελεί πακέτο διάσωσης ένα μεγάλο δάνειο που δίνεται υπό τον όρο να μειωθούν τα έσοδα της πολιτείας, του δήμου, του κράτους (κάτι που προκύπτει αβίαστα από την σκληρή λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία κλπ)», τονίζει χαρακτηριστικά.
Η δεύτερη βασική διαφορά που διαπιστώνει «είναι ότι οι βασικές ανάγκες των κατοίκων δεν θα βαρύνουν την υπό πτώχευση αρχή. Τα επιδόματα ανεργίας θα τα πληρώνει η Ουάσινγκτον. Το ίδιο ισχύει για τις ελάχιστες συντάξεις των ηλικιωμένων καθώς και για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Έργα υποδομών θα συνεχίσουν να γίνονται και πάλι με ομοσπονδιακά κονδύλια τα οποία βέβαια δεν θα προστίθενται στο χρέος της δοκιμαζόμενης τοπικής κοινωνικής οικονομίας. Όπερ μεθερμηνευόμενον, οι φόροι δεν εκτοξεύονται στα ύψη σε μια απέλπιδα προσπάθεια (α λα ελληνικά) να πιαστούν οι «στόχοι», να αποπληρωθούν οι πιστωτές κλπ κλπ.».
Κλείνοντας, ο κ. Βαρουφάκης επισημαίνει πως σε αντίθεση με τις χώρες της Ευρωζώνης στο Ντιτρόιτ παρά τις θυσίες που θα γίνουν «υπάρχει ελπίδα» και αυτό γιατί «οι ιθύνοντες είχαν την σοφία να πουν την αλήθεια: Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», και που όπως αναφέρει δεν έγινε ποτέ στις χώρες της Ευρωζώνης και δεύτερον «επειδή οι ΗΠΑ διαθέτουν έναν πολιτικό μηχανισμό ανακύκλωσης οικονομικών ζημιών και πλεονασμάτων που υπερβαίνει την αγορά»