Η ΒΕΡΑ ΗΞΕΡΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ…
του Ισκαντάρ Ρασκόλνικ *.
Η Βέρα τραβήχτηκε μακριά από το όμορφο κοιμισμένο κορμί. Η αρχική αποστροφή υποχωρούσε σιγά-σιγά τώρα, μπροστά σε μια αδιόρατη συμπάθια. Το ρεύμα χάιδευε την ελαφριά βαμβακερή κουρτίνα, ο ήλιος έσβηνε μακριά, μέσα στο πέλαγος. Της είχε αφήσει μια πικρή γεύση στο στόμα η ιστορία του Αμπντούλ.
Η Μίρνα είχε γεννηθεί στην Υεμένη, θετή κόρη ευσεβών μουσουλμάνων γονιών. Όταν ο πατέρας της ο Χασάν και η Υιέσρα, η γυναίκα του, σκοτώθηκαν σε έναν βομβαρδισμό του εμφυλίου πολέμου μεταξύ των Βορείων και των Νοτίων, η αδελφή του Χασάν που δεν μπορούσε να κάνει δικά της παιδιά, χωρίς δεύτερη σκέψη υιοθέτησε τη νεογέννητη Μίρνα που από ένα αστείο της τύχης βρέθηκε να κοιμάται άθικτη δίπλα στα συντρίμμια από σοβάδες κι άψητα τούβλα και τα κομματιασμένα κορμιά των γονιών της. Το αλαβάστρινο κορμί της, δεκαέξι χρόνια μετά, ήταν σκεπασμένο από αιγυπτιακό βαμβάκι βαμμένο στο χρώμα του κατραμιού που έρεε στο γειτονικό σουλτανάτο. Μια μάσκα καλυμμένη με φύλλα χρυσού, άφηνε τα υγρά αμυγδαλωτά της μάτια να εξερευνούν τον θετό μικρόκοσμο του πατρικού κύκλου.
Ο Ομάρ, ήταν ένας μακρινός εξάδελφος από τη Νότια Υεμένη, αξιωματικός του στρατού που είχανε κάποτε εκπαιδεύσει οι Σοβιετικοί. Είχε έρθει με ειδική μακροχρόνια άδεια για να δει τον παππού του που αργοπέθαινε μασουλώντας χατ, το ναρκωτικό χόρτο του τόπου τους.
Ένα ζεστό απόγευμα εκείνου του Δεκεμβρίου, ο Ομάρ αγάπησε τα μάτια της Μίρνας και η Μίρνα αναπάντεχα ανατρίχιασε από την αρσενική ομορφιά του Ομάρ. Έτσι γεννήθηκε ο Αμπντούλ. Αλλά οι κανόνες ήταν γραμμένοι από αιώνες και όλοι ήξεραν τι επιτάσσει η Σαρία, ο θρησκευτικός νόμος που κυριαρχούσε στον Βορά, εκεί που οι φύλαρχοι πάντα κρατούσαν ανοιχτούς τους δίαυλους επικοινωνίας με τους μουλάδες και τα θησαυροφυλάκια των Σαούντ.
Η Μίρνα έκρυβε την κοιλιά όπως μπορούσε κάτω από τη φαρδιά αμπάγια αλλά η μάνα της, αν και άμαθη από εγκυμοσύνες, είχε αρχίσει να υποψιάζεται. Ο εμφύλιος πόλεμος, σαν από μηχανής θεός ξέσπασε καθώς ο Ομάρ συνειδητοποιούσε ότι ο χρόνος του είχε τελειώσει. Ήταν καλοκαίρι του 1994. Δε χρειάστηκε να το σκεφτεί δεύτερη φορά, την ώρα που όλα κατέρρεαν γύρω τους και πριν προλάβουν να τον ειδοποιήσουν ότι είχε ανακληθεί η άδειά του, ο Ομάρ άρπαξε τη Μίρνα και εξαφανίστηκαν μαζί χωρίς να αφήσουν ίχνη πίσω τους. Οχτώ βδομάδες αργότερα περπατούσαν στις απότομες ακτογραμμές της Σομαλίας, ανάποδα από τον προορισμό τους, προς το νότο, για να αποφύγουν δυσάρεστα ανταμώματα.
Ο Αμπντούλ γεννήθηκε πρόωρα, ανάμεσα στις καυτές πέτρες μιας ακρογιαλιάς του Τζιμπουτί. Η Μίρνα στηριγμένη στο μπράτσο του Ομάρ, ξεπλύθηκε με θαλασσινό νερό. Εδώ και μέρες δεν σταματούσε να κλαίει με δυνατούς λυγμούς. Ήταν μια γρήγορη κι εύκολη γέννα.
Ο Ομάρ δεν έβλεπε την ώρα να φτάσουν στο Κάιρο μαζί με τον νεογέννητο γιο τους, στο σπίτι καλών φίλων που είχαν ειδοποιηθεί και τους περίμεναν. Δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής. Όταν θα γινόταν γνωστό ότι ήταν ο παράνομος εραστής της τρίτης του εξαδέλφης κανείς δε θα μπορούσε να τον σώσει ούτε αυτόν ούτε εκείνη από την παντοδύναμη γιαγιά Σαρία. Ο θετός πατέρας της Μίρνας θα πουλούσε χωρίς καθυστέρηση τα ταφταδένια προικιά και τα βόδια που λογάριαζε στο μερδικό της μοναχοκόρης του για να χρηματοδοτήσει το ανθρωποκυνηγητό τους.
Ο Ομάρ, που κρατούσε τον γιο του τυλιγμένο σ’ ένα άσπρο βαμβακερό μαντήλι με γαλάζιες κεντιές, άκουσε καθαρά το ξερό «κλικ» μόλις πάτησε τη νάρκη. Ο Αμπντούλ εκτοξεύθηκε αγκαλιασμένος σφιχτά στα ακρωτηριασμένα χέρια του πατέρα του και προσγειώθηκε με δύναμη πάνω σ’ ένα φουντωτό θάμνο, παράξενα φουντωτό μέσα στην ανελέητη ξηρασία. Οι κραυγές της Μίρνας σκέπασαν τις συνεχόμενες αντηχήσεις της έκρηξης. Ο Ομάρ είχε ήδη ανακαλύψει, κι αν μπορούσε να αισθανθεί ή να μιλήσει θα το επιβεβαίωνε, ότι δεν υπήρχε μετά θάνατον ζωή.
Από ένα παιχνίδι παρόμοιο μ’ εκείνο που είχε παίξει η τύχη στη μητέρα του όταν ήταν κι εκείνη βρέφος, ο Αμπντούλ είχε χύσει πολλά δάκρυα, αλλά ούτε μια σταγόνα αίμα. Η Μίρνα αποκόλλησε τα αγκιστρωμένα ζεστά χέρια του Ομάρ και πήρε τον τυλιγμένο στο μαντήλι, πιτσιλισμένο με τους καφέ λεκέδες του ήδη ξεραμένου από τη ζέστη αίματος, γιο της, στην αγκαλιά της. Κάθισε στη σκιά ενός μυτερού βράχου κι έδωσε το βαρύ στήθος της στα χέρια του Αμπντούλ. Με τα χεράκια του εντόπισε τη μητρική θηλή και βυθίστηκε στην απόλαυση. Μια ακτίνα του σκληρού ήλιου ξέφευγε από τη σκιά του βράχου και χαράκωνε το όμορφο πρόσωπο της Μίρνας με τα στεγνωμένα αμυγδαλωτά μάτια.
Η Μίρνα τουρτούριζε νηστική μέσα στη νύχτα όταν ο Αμπτνούλ ξύπνησε από τον ξαφνικό θόρυβο που έκαναν οι πεταλωμένες οπλές των μουλαριών πάνω στις πέτρες καθώς περνούσαν κάπου πολύ κοντά. Άρχισε να κλαίει γοερά. Έτσι, τρόπος του λέγειν, σώθηκαν η Μίρνα και ο Αμπντούλ από μια ορδή νομάδων Βεδουίνων, άθεων ληστών και δουλεμπόρων.
Ο Αμπντούλ δε θυμόταν τον πατέρα του τον Ομάρ, αλλά νόμιζε ότι θυμόταν εκείνες τις καυτές πέτρες. Πανομοιότυπες και παρόμοιες καυτές πέτρες με εκείνες που ανάμεσα τους είχε γεννηθεί. Και τις έβλεπε, όταν έκλεινε τα μάτια του, πασαλειμμένες με τα εντόσθια του πατέρα του. Έτσι νόμιζε. Ο Αμπντούλ νόμιζε ότι θυμόταν αυτές τις καυτές πέτρες.
Όμως οι περισσότερες μνήμες ήταν από εκείνο το άσπρο κτίριο που βυθιζόταν μέσα στις πρασινάδες που τάιζε ο Νείλος στα περίχωρα του Καἱρου. Μάθαινε αραβικά και γαλλικά πιπιλίζοντας σκληρές γυναικείες θηλές και δοκιμάζοντας τις γεύσεις από ερεθισμένες ανδρικές βαλάνους. Γλυκά σταφύλια και ζουμεροί χουρμάδες. Η μυρωδιά του χασίς τον ζάλιζε περισσότερο από τα κροταλίσματα της φωτογραφικής μηχανής και τις αστραπές του φλας.
Γυναίκες ντυμένες με κολλητά τζιν παντελόνια, τυλιγμένες με χρωματιστά μαντήλια στους γλουτούς και το κεφάλι, με κάτασπρα δόντια και αναπνοή που μύριζε μάνγκο, γύμνωναν τους μαστούς τους και άφηναν τον Αμπντούλ να τις χαϊδεύει.
Πολλοί διαφορετικοί φωτογράφοι και διάφοροι χοντροί κύριοι που χάιδευαν το γυμνό παιδικό του κορμί χωρίς ποτέ να τον πονάνε. Μίλαγαν σε γλώσσες διαφορετικές που ο Αμπντούλ δεν τις καταλάβαινε. Μετά ήρθε στο σπίτι και η Φεδιγιέ, μια αραπινούλα στις αρχές της άγουρης εφηβείας της. Αυτή καμιά φορά έκλεγε γιατί οι κύριοι την έκαναν να πονάει… Του Αμπντούλ, που καθισμένος παραδίπλα χάζευε τα συμπλέγματα, του άρεσε να χαϊδεύεται και αργότερα όταν σιγά-σιγά άρχιζε να πλησιάζει στην εφηβεία, ένοιωθε μια πολύ γλυκιά ευχαρίστηση καθώς έτριβε το μεγαλωμένο και σκληρό πουλί του. Τότε οι φωτογράφοι άφηναν στην άκρη τη Φεδιγιέ και τα άλλα κορίτσια και πιάνονταν να φωτογραφίζουν τον ίδιο. Πρέπει να είχαν τραβηχτεί δεκάδες, ίσως, εκατοντάδες χιλιάδες φωτογραφίες του Αμπντούλ μέχρι την ηλικία των δεκατριών χρονών που ένα αραιό μαύρο χνούδι άρχισε να πυκνώνει πάνω από το χείλι του.
Ήταν αυτήν την εποχή που ένας ξερακιανός έλληνας επισκέπτης, ο Ελισαίος, μέτριου αναστήματος με αραιό αξύριστο γένι και πολλά χρυσά δόντια του χαμογέλασε. Η αναπνοή του μύριζε αράκ. Του εξήγησε στα γαλλικά ότι ήταν πια πολύ μεγάλος για να μένει σ’ εκείνο το μέρος κι ότι θα έκαναν μαζί ένα μακρινό ταξίδι πάνω σε ένα καράβι. Η Φεδιγιέ είχε ήδη εξαφανιστεί από καιρό. Κι άλλα τόσα και τόσα αγόρια και κορίτσια διερχόμενα. Είχε έρθει η σειρά του. Ο Αμπντούλ, είχε δει γκραβούρες καραβιών, είχε ξεφυλλίσει τις ιστορίες του Σεβάχ του Θαλασσινού σε μια δερματόδετη περσική έκδοση με όμορφες χρωματισμένες ξυλοτυπίες, αλλά δεν καταλάβαινε τι ακριβώς είναι η Θάλασσα… Οι ακτές του Τζιμπουτί δεν αποτελούσαν καν ανάμνηση. Ούτε ο πατέρας ο Ομάρ. Ούτε η μάνα η Μίρνα.
Η θαλαμηγός “Querele” είχε πολλά μέτρα μήκος. Ακούγονταν μεθυσμένα γέλια, δυνατές φωνές και που και που δυνατά κλάματα από τις διπλανές καμπίνες. Ο Αμπντούλ ξύπνησε στο μισοσκόταδο και έβγαλε έναν μικρό λυγμό τρόμου από την πρωτόγνωρη αίσθηση που του δημιουργούσε το κούνημα της θάλασσας. Η Σελήνη έμπαινε στην 27η μέρα της και χάιδευε από το φινιστρίνι το πρησμένο από τον ύπνο πρόσωπό του. Κόλλησε τη μύτη του στο χοντρό θολωμένο από την εξωτερική αλμύρα τζάμι. Η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή, αλλά τα μάτια του δεν μπορούσαν να διαπεράσουν το απέραντο σκοτάδι. Μόνο οι αφροί από τα κύματα που ξεσήκωνε ο “Querele” διασχίζοντας τα μαύρα νερά άστραφταν στη φεγγαροφώτιστη θάλασσα. Αυτή είναι λοιπόν η Θάλασσα! Η ανάσα του θόλωνε περισσότερο το φινιστρίνι.
Λίβανος. Μια έπαυλη δίπλα στη θάλασσα. Μια βαριεστημένη γεροντοκόρη από πλούσια γέννα. Τον είχε παραδώσει στην αρμένισσα μαγείρισσα με την εντολή να του σπάσει τα κόκαλα αν δεν ήταν υπάκουος. Αυτή άρχισε να χτυπάει τον Αμπντούλ από την πρώτη μέρα με μια ανεξήγητη ευχαρίστηση. Η αρμένισσα όλη τη μέρα τον ξεπάτωνε στις αγγαρείες, αλλά δεν τον άφηνε να κοιμηθεί αν δε διάβαζε προηγουμένως μια σούρα από το Μεγάλο Βιβλίο και μια στροφή από κάποιο ποίημα, από μια ογκώδη έκδοση της Γαλλικής Ακαδημίας. Ένας δερματόδετος τόμος που πάντα τον τακτοποιούσε στο ντουλάπι που φύλαγε τα μυρωδικά της κουζίνας της. Κάποιες βραδιές, άτακτα, χωρίς κανένα προσχεδιασμό, η γριά έβαζε την αρμένισσα να τον πλένει, να τον πασαλείβει με αιγυπτιακό λάδι από ροδοπέταλα και να τον ντύνει με τη λευκή του κελεμπία. Εκείνες τις βραδιές τον καλούσε στο δωμάτιό της και τον έβαζε να της διαβάζει σούρες από το Κοράνι μέχρι το πρώτο ξημέρωμα. Το περιβόλι ήταν γεμάτο πορτοκαλιές, λεμονιές και ροδιές. Οι καρποί έδεναν στα καταπράσινα δένδρα, καθώς τελείωνε εκείνο το φθινόπωρο. Πουλιά κελαηδούσαν ανάμεσα στα κλαριά των δένδρων και πίσω από τους ψηλούς τοίχους ακουγόταν μια βοή. Ήταν η βοή της Βηρυτού που έσφυζε από ζωή. Αλλά κι εδώ τον ακούμπησαν τον Αμπντούλ οι κατάρες των προγόνων του. Η έκρηξη από το δρούζικο κανόνι που γκρέμισε τον ψηλό τοίχο της έπαυλης ήταν το σινιάλο για τη νέα φυγή.
Αυτή τη φορά επιβιβάσθηκαν στο ποστάλι που έφευγε κάθε δεύτερη Τρίτη για την Κύπρο. Η γριά, που είχε πόντους στο καράβι, είχε κρύψει τον Αμπντούλ σ’ ένα μεγάλο μπαούλο επενδυμένο με κοκκινωπό δέρμα. Ένας ναύτης, μιλημένος από τον καπετάνιο, βοηθούσε την αρμένισσα να κουμαντάρει τις αναρίθμητες αποσκευές της γριάς.
Οι σειρήνες του ακτοπλοϊκού ξέσκισαν τη γαλήνη της νύχτας. Οι λιμενοφύλακες πλησίαζαν με τη μηχανή του περιπολικού σκάφους στο ρελαντί και τα δάχτυλα στη σκανδάλη. Μετά λίγες βδομἀδες που πέρασαν μπροστά από τα μάτια του με ακατανόητη κινηματογραφική ταχύτητα, ο Αμπντούλ βρέθηκε μαζί με άλλους, άγνωστους του ανθρώπους σε ένα πρόχειρο κατάλυμα σε άγνωστο τόπο. Ήταν παλαιότερα αίθουσα τέχνης κι ακόμα πιο παλιά δημαρχείο, κατάλαβε να εξηγούν οι εθελοντές που μοίραζαν κρύα σάντουιτς και γλυκό ζεστό τσάι. Μιλούσαν στα ελληνικά που τα καταλάβαινε λίγο από την εποχή που είχε ταξιδέψει για το Λίβανο με συνοδό τον Ελισαίο.
Ο γιατρός που ήρθε να τον εξετάσει εκείνο το απόγευμα τον διαβεβαίωσε στα γαλλικά και γεμάτος χαρά ότι το νεανικό του κορμί ξεχείλιζε από υγεία. Άνοιξε το μοναδικό συρτάρι του μεταλλικού γραφείου που συμπλήρωνε την επίπλωση του πρόχειρα στημένου ιατρείου και έβγαλε ένα χαρτί με τη φωτογραφία του Αμπτούλ καρφιτσωμένη στην πάνω αριστερή γωνιά του. Με κεφαλαία γράμματα σημειωνόταν ο τίτλος: «Δωρητής Σώματος». Ο γιατρός του χαμογέλασε σκύβοντας το πρόσωπό του προς τον Αμπντούλ απέναντί του.
Η αναπνοή του μύριζε πολύ άσχημα όταν του μίλησε, υποδεικνύοντάς του να υπογράψει τη δήλωση. Ο Αμπντούλ δεν θα καταλάβαινε τι σημαίνει «Δωρητής Σώματος» ακόμα κι αν ήξερε να διαβάσει αλλά ούτε ενδιαφερόταν να μάθει τι υπογράφει. Υπέγραψε στα αραβικά. Ο Γιατρός σήκωσε το τηλέφωνο και πληκτρολογώντας τρεις φορές το πλήκτρο με το νούμερο «7», απάντησε αδιάφορα στη φωνή που ανταποκρίθηκε από την άλλη άκρη: «Έτοιμος κι αυτός».
Ένας μεσήλικας, κοντός και χοντρός άνθρωπος μέσα σε ένα κουστούμι ραμμένο για κάποιον άλλο, χτύπησε την πόρτα και μπήκε χαμογελώντας κάτω από ένα παχύ γκρι μουστάκι. Συνόδευσε τον Αμπντούλ έξω από το ιατρείο στο σκονισμένο δρόμο. Τους περίμενε ένα άσπρο τζιπ με σκούρα τζάμια. Ο φθινοπωρινός ήλιος ήταν δυνατός, ψηλά στον ουρανό.
Η Βέρα είχε πληρωθεί για να φιλοξενήσει απόψε, που ήταν η τελευταία βραδιά που ζούσε, τον Αμπντούλ. Σε λίγο που θα νύχτωνε για τα καλά, θα τον έπαιρναν για το γειτονικό ιδιωτικό γηροκομείο. Στο υπόγειο του γηροκομείου υπήρχε ένα πλήρως οργανωμένο χειρουργείο. Μέχρι το επόμενο πρωί όλα τα ζωτικά όργανα του Αμπντούλ θα είχαν φθάσει στα χέρια θεραπόντων γιατρών σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Οι λήπτες είχαν ήδη ενημερωθεί. Όλοι τους ευκατάστατοι άνθρωποι, ικανοί να εκτιμήσουν πόσο ακριβό αγαθό είναι η υγεία. Η Βέρα ήξερε καλά. Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου της αστυνομίας, ο Αμπντούλ μαζί με άλλα τρία αγόρια και δύο κορίτσια, είχαν ξεφύγει της προσοχής των δεσμοφυλάκων τους και είχαν δραπετεύσει από το κατάλυμα που πρόχειρα και προσωρινά φιλοξενούνταν, προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι έρευνες ανεύρεσής τους βρίσκονταν σε εξέλιξη. Κατά το στάδιο της προανάκρισης οι δεσμοφύλακες είχαν τεθεί σε προσωρινή διαθεσιμότητα ενώ είχε διαταχθεί ένορκη διοικητική εξέταση για τη διερεύνηση των συνθηκών απόδρασης.
Η Βέρα ήξερε καλύτερα: έξι διάσημα καρδιοχειρουργικά κέντρα στη Μόσχα, το Παρίσι, τη Ρώμη και την Ουψάλα, βρίσκονταν σε ετοιμότητα… Το ίδιο και πολλά άλλα νοσοκομεία…
.
Ο Αλέξανδρος Ρασκόλνικ γεννήθηκε στα Χανιά της Κρήτης από μητέρα Σέρβα και πατέρα Κροάτη. Εξαιτίας της δουλειάς του τριγυρνάει στον κόσμο. Όπου γης και πατρίς. Αυτόν τον καιρό ζει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι οι Αιγύπτιοι φίλοι του τον φωνάζουν Ισκαντάρ. Αργά η γρήγορα θα ξεκινήσει για αλλού. Αγαπάει την ελληνική του παιδεία και στον ελεύθερο χρόνο του, όταν δεν παίζει με το φωτοσόπ, γράφει τις σκέψεις του στην ελληνική γλώσσα.