Οι προβλέψεις για άνοδο του πληθωρισμού στα επίπεδα του 35%, με εκτίναξη των επιτοκίων σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, όπως περιγράφεται στη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, προκαλούν ρίγη ανησυχίας στους δανειολήπτες, καθώς παραπέμπουν σε δραματική αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων.
Το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων διαμορφώνεται σήμερα στα 242,7 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 116,3 δισεκατομμύρια ευρώ είναι οι οφειλές των επιχειρήσεων, 111,3 δισεκατομμύρια ευρώ είναι οι οφειλές των νοικοκυριών από δάνεια και κάρτες και 15 δισεκατομμύρια ευρώ είναι οι οφειλές των ελευθέρων επαγγελματιών.
Το σενάριο της Εθνικής, όπως αναφέρεται στην εφημερίδα "Καθημερινή", βασίζεται στην εκτίμηση για άμεση υποτίμηση του νέου νομίσματος κατά 40% σε σχέση με το ευρώ –και ονομαστική υποτίμηση της τάξης του 65%– οδηγώντας σε εκτίναξη του πληθωρισμού στο 32%.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, οι Νομισματικές Αρχές θα υποχρεωθούν να ανεβάσουν τα επιτόκια δανεισμού σε επίπεδα υψηλότερα του πληθωρισμού κατά πέντε περίπου μονάδες, διαμορφώνοντας το μέσο επιτόκιο στο 37%.
Το κόστος μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν ανυπολόγιστο για τα δάνεια των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Εθνικής, σε συνδυασμό με το εκτιμώμενο επίπεδο ανεργίας 34%, θα εκτόξευαν τις επισφάλειες σε επίπεδο άνω του ενός τρίτου του συνολικού χαρτοφυλακίου των χορηγήσεων.
Να σημειωθεί ότι σήμερα οι επισφάλειες των ελληνικών τραπεζών ανέρχονται στο 18% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων, ανεβάζοντας τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται στα 44 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η ένταξη της χώρας στο ευρώ επιτρέπει τη διατήρηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων σε χαμηλό επίπεδο, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των στεγαστικών δανείων και σημαντικό τμήμα των επιχειρηματικών είναι συνδεδεμένο με το επιτόκιο της ΕΚΤ ή το euribor, που διαμορφώνονται στο 1% και στο 0,7% αντίστοιχα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η δόση ενός στεγαστικού δανείου 100.000 ευρώ, με 20ετή διάρκεια και επιτόκιο 5%, διαμορφώνεται σήμερα στα 660 ευρώ περίπου και το ενδεχόμενο εκτίναξης του κόστους δανεισμού σε αυτά τα επίπεδα θα ανέβαζε τη δόση του ίδιου δανείου στις 3.000 ευρώ.
Ακόμη κι αν ένα τμήμα του χρέους οδηγείτο σε διαγραφή, μεγάλο μέρος των νοικοκυριών θα οδηγούνταν σε πλήρη αδυναμία αποπληρωμής των δανείων του και ουσιαστικά θα ακυρωνόταν από την εκτίναξη του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Efg Eurobank, μια τέτοια επιλογή δεν θα αποτελούσε δίκαιη λύση στον βαθμό που το κεφαλαιακό άνοιγμα που θα προκαλούνταν στους ισολογισμούς των τραπεζών θα έπρεπε να καλυφθεί με κρατική χρηματοδότηση και δη από χρήματα των συνεπών δανειοληπτών και των συνεπών φορολογουμένων.
Με δεδομένο ότι μόνο ο μισός πληθυσμός έχει σήμερα δάνεια και περίπου το 80% αυτών εξυπηρετείται εγκαίρως, η χαριστική συμπεριφορά τμήματος των πιστωτών, χωρίς κριτήρια και διαδικασίες, θα οδηγούσε σε μεγάλη ανακατανομή του εισοδήματος και θα δημιουργούσε αδικίες εις βάρος αυτών που δεν έχουν δανειστεί ή όσων είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
Ειδικά για τον επιχειρηματικό κλάδο, όπως επισημαίνει η Eurobank, η επίπτωση μιας τέτοιας εξέλιξης θα νόθευε τον υγιή ανταγωνισμό και θα οδηγούσε σε αλυσιδωτές επιπτώσεις στη λειτουργία της οικονομίας, την ανάπτυξη, την απασχόληση και τα συναλλακτικά ήθη.
Η εμπειρία του παρελθόντος που έχει άλλωστε η χώρα μας στις διαγραφές δανείων, μέσα στον έλεγχο των κρατικών τραπεζών, επιβεβαιώνει ότι η παρέμβαση του κράτους έγινε με μη ορθολογικά κριτήρια και με δυσανάλογο κόστος για τους φορολογουμένους.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, μετά μία δεκαετία χαμηλών επιτοκίων, η ελληνική οικονομία απειλείται με την επιστροφή δεκαετιών πίσω, τις οποίες "οι παλαιότεροι προτιμούν να ξεχνούν και οι νεότεροι αγνοούν".
Η εποχή που τα επιτόκια στα επιχειρηματικά δάνεια έφταναν το 30%, καθιστώντας τον δανεισμό για τις επιχειρήσεις εκείνης της εποχής απαγορευτικό, δεν είναι πολύ μακριά και συνδέεται με την περίοδο πριν από την είσοδο της χώρας στο ευρώ.
Αδύνατη ήταν τότε και η πρόσβαση των νοικοκυριών στην τραπεζική χρηματοδότηση, καθώς η στεγαστική πίστη αρχίζει να αναπτύσσεται δειλά το 1990 με αρχικά επιτόκια, που άγγιζαν την περίοδο εκείνη το 20% και χαρακτηρίζονταν ελεύθερα διαπραγματεύσιμα, αφού οι τράπεζες διατηρούσαν το δικαίωμα της μονομερούς αναπροσαρμογής τους.
Τα καταναλωτικά δάνεια άρχισαν να αναπτύσσονται μετά την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης το 1997 και τα επιτόκια είχαν σημείο εκκίνησης την περίοδο εκείνη το 25%, ενώ οι κάρτες που έκαναν την εμφάνισή τους αρκετά νωρίτερα και δη στη δεκαετία του 1990 προωθήθηκαν με επιτόκια της τάξης του 35% για να σταθεροποιηθούν στα επίπεδα του 15% από το 2000 και μετά.