Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 464 Αστικού Κώδικα, οι ακατάσχετες απαιτήσεις είναι και ανεκχώρητες και σύμφωνα με το άρθρο 451 Αστικού Κώδικα δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης. Επομένως από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων τίθεται κανόνας σύμφωνα με τον οποίο είναι ακατάσχετοι, ανεκχώρητοι και ασυμψήφιστοι οι μισθοί και οι συντάξεις. Ο σκοπός του νομοθέτη που όρισε τις απαγορεύσεις ήταν να προστατευτεί ένα ελάχιστο εισόδημα των ανθρώπων που βιοπορίζονται από την εργασία τους και είναι αναγκαίο για τη συντήρηση των ίδιων και των οικογενειών τους. Ενόψει δε ότι ο ανωτέρω σκοπός εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, οι παραπάνω ρυθμίσεις είναι αναγκαστικού δικαίου και δεν επιτρέπεται αντίθετη συμφωνία των μερών. Επομένως η εκχώρηση που γίνεται κατά παράβαση αυτών είναι απολύτως άκυρη (174ΑΚ), τη δε ακυρότητα μπορεί να επικαλεστεί και ο οφειλέτης, ενώ η συναίνεση του οφειλέτη είναι χωρίς έννομα αποτελέσματα δεδομένου ότι η ακυρότητα εξετάζεται σε περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης και αυτεπαγγέλτως.
Περαιτέρω, η παραπάνω απαγόρευση ισχύει για κάθε δικαιοπραξία που έχει σαν σκοπό το ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα, όπως η έκταξη που συμφωνείται αμετάκλητη, καθώς επίσης και η εξουσιοδότηση ή εντολή για είσπραξη της απαίτησης, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα ματαιωνόταν ο σκοπός του νομοθέτη που συνίσταται στη διατήρηση της δυνατότητας είσπραξής του μισθού και της σύνταξης με σκοπό την ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών του φορέα της.
Το δε ακατάσχετο, ανεκχώρητο και ασυμψήφιστο των μισθών, των συντάξεων και των ασφαλιστικών παροχών, καταλαμβάνει όλες τις αποδοχές των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και το μισθό των δημοσίων υπαλλήλων με την ευρεία έννοια, καθώς και τα μερίσματα, εφάπαξ βοηθήματα και τυχόν επιστροφές κρατήσεων.
Από την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων καθώς και άλλων σχετικών διατάξεων, προκύπτει ότι δεν είναι από το νόμο επιτρεπτή, αντίθετα είναι αυτοδίκαια άκυρη κάθε συμφωνία ή κάθε όρος σε δανειακή σύμβαση, με τον οποίο οι τράπεζες αποκτούν (άκυρο) δικαίωμα να παρακρατούν από λογαριασμούς μισθοδοσίας ή συνταξιοδοτικούς, ποσά οφειλόμενα από δάνεια ή κάρτες, η δε παραπάνω παράνομη συμπεριφορά των τραπεζών στην πράξη, συνιστά και αξιόποινη πράξη, καθώς πληροί τις προϋποθέσεις του εγκλήματος της υπεξαίρεσης.
Επισημαίνεται πάλι ότι ακόμα και ο ίδιος ο εργαζόμενος ή ο συνταξιούχος να έχει δώσει την συγκατάθεσή του υπογράφοντας σχετικό όρο σε σύμβαση, είναι και παραμένει ΑΚΥΡΗ και ΠΑΡΑΝΟΜΗ κάθε παρακράτηση χρηματικού ποσού από τις τράπεζες. Η δε εμμονή των τραπεζών σε τέτοια παράνομη συμπεριφορά επισύρει σημαντικές έννομες συνέπειες σε βάρος τους, καθώς οι πληγέντες μισθωτοί ή συνταξιούχοι έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν κατά των τραπεζών την επανόρθωση κάθε ζημίας που υπέστησαν.
Επίσης οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που έχουν συνομολογήσει παρόμοιους άκυρους όρους στις συμβάσεις, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν δεσμεύονται από αυτούς και έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από την τράπεζα να απέχει από την εφαρμογή αυτών των όρων στην πράξη.