Του ΝΙΚΟΥ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ
Ελλείψεις βασικών καταναλωτικών αγαθών παρατηρούνται στην ελληνική αγορά, λόγω του ιδιότυπου οικονομικού αποκλεισμού που έχει επιβληθεί στις ελληνικές επιχειρήσεις. Η αδυναμία των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες τραπεζικές εγγυήσεις προκαλεί σοβαρές δυσχέρειες.
Ακόμα και πάγωμα εισαγωγών κάθε είδους: από πρώτες ύλες, όπως το πετρέλαιο (μοναδικός προμηθευτής, πλέον, είναι το Ιράν), μέχρι τρόφιμα και άλλα καταναλωτικά προϊόντα.
Όταν οι ελληνικές τράπεζες εκδίδουν εγγυητικές, αυτές αφορούν ποσά που δεν υπερβαίνουν τις 50.000 ευρώ. Ακόμη και αυτές, όμως, συνήθως δεν γίνονται δεκτές από εταιρείες του εξωτερικού, εξαιτίας της γενικευμένης διεθνούς δυσπιστίας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Σε αυτό το περιβάλλον, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες, πλέον, να πληρώνουν τοις μετρητοίς στις διεθνείς συναλλαγές τους (εισαγωγές εμπορευμάτων και πρώτων υλών). Σύμφωνα με επιχειρηματίες, πέραν των εγγυητικών επιστολών, από τις ελληνικές επιχειρήσεις απαιτούνται και ρήτρες δραχμής. Όπως, για παράδειγμα, ζήτησε από τους συνεργάτες του στην Ελλάδα ο μεγάλος τουριστικός οργανισμός TUI Nordic.
Στην απόρριψη των εγγυητικών επιστολών που εκδίδουν οι ελληνικές τράπεζες το τελευταίο εξάμηνο, ήρθε να προστεθεί, τις τελευταίες εβδομάδες (υπό τον φόβο ελληνικού χρεοστασίου), το πάγωμα κάθε είδους εξασφάλισης από τους οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων. Οι οποίοι, μέχρι σήμερα, εγγυούνταν για τις συναλλαγές. Σύμφωνα με πληροφορίες, τόσο ο γερμανικός οργανισμός εξαγωγικών πιστώσεων Euler- Hermes, όσο και ο αντίστοιχος γαλλικός COFACE, έκοψαν τις πιστώσεις όχι μόνο προς την Ελλάδα, αλλά και προς την Ισπανία και την Πορτογαλία, θεωρώντας τες χώρες υψηλού κινδύνου.
Αυτό σημαίνει ότι οι οργανισμοί αυτοί αρνούνται να ασφαλίσουν όσες εταιρείες θέλουν να συνάψουν συμφωνίες, με εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις παραπάνω χώρες, προκειμένου να αποφύγουν να αναλάβουν αυτές τον εμπορικό κίνδυνο, σε περίπτωση πτώχευσης της εταιρείας ή υπερημερίας. Η επιφυλακτικότητα των ξένων έχει επηρεάσει τις συναλλαγές τους ακόμη και με εξαιρετικά υγιείς και φερέγγυες ελληνικές εταιρείες, με τις οποίες διατηρούσαν μακροχρόνιες εμπορικές σχέσεις.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, είναι πολλές μεγάλες επιχειρήσεις να έχουν προχωρήσει σε άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού σε κάποια ισχυρή χώρα του ευρωπαϊκού βορρά. Έτσι, οι προμηθευτές τους θα βλέπουν ότι τα χρήματα έρχονται από μεγάλη τράπεζα του εξωτερικού και όχι από την Ελλάδα. Αυτό δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στους προμηθευτές τους και διευκολύνει τις συναλλαγές τους. Εξίσου σημαντικό είναι το πρόβλημα για τις σχετικά καινούργιες εταιρείες, οι οποίες επιδιώκουν να κλείσουν συμφωνίες με νέους πελάτες.
Εκεί, οι ξένοι απορρίπτουν τις εγγυητικές επιστολές των ελληνικών τραπεζών, κάνοντας τη σύναψη συμφωνίας εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, η παραπάνω εξέλιξη δείχνει ξεκάθαρα ότι οι ξένοι δεν εμπιστεύονται τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, και πολλοί από αυτούς θεωρούν πως με τον τρόπο αυτό προεξοφλούν τη χρεοκοπία της. Το σίγουρο είναι ότι έτσι αυξάνουν τα προβλήματα στην αγορά και επιτείνεται η οικονομική δυσπραγία σε ορισμένους κλάδους που εξαρτώνται από τις εισαγωγές.
Στη γωνία και οι εξαγωγείς, καθώς τους αρνούνται προκαταβολές
ΠΡΟΒΛΗΜΑ αντιμετωπίζουν και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, καθώς λόγω των δυσκολιών στην προμήθεια πρώτων υλών (εξαιτίας της αδυναμίας τους να εκδώσουν εγγυητικές επιστολές ή να βρουν μετρητό) παρεμποδίζεται η παραγωγική τους δραστηριότητα. Η έλλειψη εγγυητικών επιστολών προκαλεί επιπλέον προβλήματα στην πώληση του τελικού προϊόντος τους, καθώς έδιναν εγγυητικές ως ένα είδος ενέχυρου στους πελάτες τους για την καλή παράδοση του εμπορεύματος.
Επιπλέον, τους ζητείται η προεξόφληση της παραγγελίας τους, χωρίς, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, έτσι να επιτυγχάνουν κάποια έκπτωση. Ισχυρό πλήγμα, κυρίως όσον αφορά τη φήμη τους στο εξωτερικό, δέχονται και τα αγροτικά εξαγώγιμα προϊόντα, τα οποία πλέον αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από τους εμπορικούς ετέρους στο εξωτερικό. Τη συγκεκριμένη κατάσταση επιβεβαιώνουν αποτελέσματα έρευνας που διενήργησε η εταιρεία Palmos Analysis, για λογαριασμό του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με αυτά, ανάμεσα σε 136 εξαγωγικές επιχειρήσεις της πόλης, το 47% δηλώνει επιδείνωση των πιστωτικών όρων, λόγω της κρίσης, το 33% μείωση των παραγγελιών και το 9% ακύρωση παραγγελιών.
Το 36% μείωσε την εξαγωγική του δραστηριότητα (το ποσοστό ήταν 47%, τον Ιούνιο 2010), ενώ το 31% την αύξησε (το ποσοστό ήταν 14%, τον Ιούνιο 2010). Από όσους επιχειρηματίες δήλωσαν ότι μειώθηκε η εξαγωγική τους δραστηριότητα: Το 76% θεωρεί ότι αυτό οφείλεται στη γενικότερη αναξιοπιστία της χώρας.
Το 51%, στο αυξημένο κόστος παραγωγής. Το 29%, στους επαχθέστερους όρους συναλλαγής, που επίσης οφείλονται στο «κακό όνομα» της χώρας. Και το 7%, στην επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας, λόγω προβλημάτων στην ποιότητα των προϊόντων. Επίσης, οι Έλληνες εξαγωγείς βρίσκουν στον δρόμο τους προσκόμματα από τους πελάτες τους και τις τράπεζες του εξωτερικού, εξαιτίας της κακής οικονομικής εικόνας της χώρας.
Στην έρευνα του ΕΒΕΘ, το 21% δηλώνει ότι δεν έχει μεταβληθεί ο τρόπος που αντιμετωπίζονται από τις τράπεζες του εξωτερικού, ενώ το 42% δηλώνει ότι η συμπεριφορά των ξένων τραπεζών επιδεινώθηκε. Σταθερή είναι η αντιμετώπιση εκ μέρους των πελατών του εξωτερικού για το 33% των εξαγωγικών επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης, ενώ για το 48% η αντιμετώπιση εκ μέρους των πελατών επιδεινώθηκε. Υπήρξε, βέβαια, και ένα 2% που είδε τη συμπεριφορά των ξένων πελατών να βελτιώνεται.