Το ύψος της ανεργίας στην Ελλάδα μετρούν δύο φορείς: η Ελληνική Στατιστική Αρχή και ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ). Οι δύο αυτοί φορείς μετρούν, όμως, διαφορετικά μεγέθη της ανεργίας.
Η Στατιστική Αρχή μετρά το σύνολο της ανεργίας (εγγεγραμμένης και μη), ενώ ο ΟΑΕΔ μετρά μόνο την εγγεγραμμένη ανεργία. Το περίεργο (και ασφαλώς ανώμαλο) είναι ότι σε συγκεκριμένες περιόδους το μετρούμενο ύψος της εγγεγραμμένης ανεργίας (δηλαδή το υποσύνολο) ξεπερνούσε το ύψος της συνολικής ανεργίας (δηλαδή το σύνολο).
Η Στατιστική Αρχή (όπως και οι αντίστοιχες στατιστικές αρχές των λοιπών χωρών της Ε.Ε.) εφαρμόζει, υποχρεωτικά, κατά τη διενέργεια των μετρήσεών της τους σχετικούς κανονισμούς της Eurostat. Οι μετρήσεις αυτές, όμως, οδηγούν στην καταγραφή, όχι της πραγματικής, αλλά μιας «κατά συνθήκη» ανεργίας.
Το αληθές ύψος της ανεργίας προκύπτει μόνον αν γίνουν οι προβολές στο μέλλον των στατιστικών σειρών των τελευταίων περίπου 30 χρόνων της απασχόλησης και της ανεργίας στην Ελλάδα, χωρίς τη συνεκτίμηση των σχετικών περιορισμών της Eurostat.
Στηριζόμενοι, λοιπόν, στις προβολές αυτές διαπιστώνουμε ότι αν δεν αλλάξει η ασκούμενη σήμερα πολιτική, ο αριθμός των ανέργων στη χώρα μας περί το τέλος του έτους (οπότε θα έχει ήδη λήξει η απασχόληση των εποχικώς απασχολουμένων σ' ολόκληρο το τουριστικό φάσμα) θα προσεγγίσει το 1.500.000 άτομα (περί το 30% του εργατικού δυναμικού).
Η εξήγηση του φαινομένου βρίσκεται αν συνεκτιμήσουμε ότι «τομείς-κλειδιά» για την εξέλιξη της απασχόλησης και της ανεργίας στην Ελλάδα είναι οι τομείς των κατασκευών (και ειδικότερα ο τομέας των κατοικιών), του τουρισμού και του λιανικού εμπορίου.
Οι τομείς αυτοί, όμως, είναι ακριβώς οι κυρίως πληττόμενοι από την εφαρμοζόμενη σήμερα οικονομική πολιτική, με συνέπεια να επηρεάζεται εντόνως αρνητικά το σύνολο της απασχόλησης και της ανεργίας στη χώρα.
* Πρώην πρόεδρος του Παρατηρητηρίου Απασχόλησης