Ένα Βράδυ, σχεδόν μισόν αιώνα πριν, είχα πονόδοντο φριχτό. 'Ήταν το καλοκαίρι τού '62 κι εγώ γεννημένη το '54. Σ' ένα τριάρι. Στο Κουκάκι, στον απάνω όροφο. Κάτω έμεναν οι δυο κόρες τού χτίστη, πού τον φώναζα παππού, στη βεράντα κοιμόταν το κλασικό του πεντάωρο, λόγω ζέστης, ο πατέρας μου. Στριμώχθηκα δίπλα του κλαίγοντας. Και πήρε να μου διηγείται τα χρόνια τής Κατοχής στην 'Αθήνα. Φρίκη. "Ύστερα την αιχμαλωσία του, Μέριλιν- Χαϊδάρι-τρένο "Άουσβιτς. Σώθηκε από τύχη κι επειδή επιλέχθηκε να δουλεύει στα ορυχεία αλατιού. Αυτά πού φέτος επισκέφθηκα ως τουρίστας στην Πολωνία, για να μάθω ότι από το πολύτιμον τού άλατος στη Μεσευρώπη μας προέκυψε και ή ρήση «αλμυρή τιμή»!...
Στη Μέρλιν άντεξε το κορμί του το ξύλο επί έναν περίπου μήνα. Στο Χαϊδάρι, για να μην ακούγονται οι φωνές των .βασανισμένων, ένας φιλόλογος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης τούς μάζευε και έλεγε από στήθους Τεράστια αποσπάσματα έργων τού Πλάτωνα, πού ήταν και ή αδυναμία του. "Έτσι άντεξαν πολλοί. Τα τής Πολωνίας ούτε να θυμηθώ αντέχω... και όταν ανάβω ένα φωτάκι μέσα σε μια Πέτρα ορυκτού άλατος, σαν να πέφτει σε ανοιχτή πληγή είναι οι θύμησές μου.
Τον πονόδοντο τον ξέχασα. Τότε. Γιατί ήταν εκείνος πού θυμήθηκε γιατροσόφι τής Γερακίνας γιαγιάς μου και μου 'βρασε γαρίφαλα να κάνω πλύσεις καυτές μεσάζοντος τού Αυγούστου. Όταν τον ρώτησα κι άλλες πολλές φορές, ο πατέρας μου απαντούσε πώς άντεξε με το μυαλό. «`Όσοι βασίστηκαν μόνο στο κορμί τους, παιδί μου, κάτι παλικάρια δίμετρα με μπράτσα ατσάλι χωρίς φρόνημα, Τα τσάκισαν πρώτα πρώτα...» επέμενε.
Ο Πλάτων εξώφυλλο, μέρες πού είναι βίαιης φτωχοποίησης, κατεδάφισης τού σάπιου ψευδαισθησιακού δυτικού καταναλωτικού πολιτισμού, δεν είναι ελκυστικός, το ξέρω. Δεν θ' αγοράσει κανείς εύκολα έναν τίτλο πού τού μοιάζει τόσο «κινέζικος» όσο ο μισθός και το μεροκάματό του. Σε μέρες όχι ΔΝΤ, αλλά επιλογών πολιτικών, εκλεγέντων έστω δια αλλοτριωμένης από τα ατομικά και ταξικά συμφέροντα ψήφου, οι μέρες των συσσιτίων, των βασανιστηρίων, τής σύγχρονης δουλείας είναι μπροστά μας.
Κι όμως ο Πλάτων σώζει. Ακόμα κι αυτούς πού τον αγνοούν, αλλά δεν αρνούνται να σκεφτούν. Ο τίτλος του εξωφύλλου είναι από την Πολιτεία (617 c-e, ε«Λαχέσεως Λόγος»)' 'Έχει ως έξης:
Ψυχαί εφήμεροι, αρχή άλλης περιόδου θνητού γένους θανατηφόρου. ούχ ύμάς,δαίμων λήξεται, αλλ' ύμείς δαίμονα αιρήσεσθε. Πρώτος δ ό λαχών πρώτος αίρείσθω βίον ω συνέσται έξ ανάγκης. Άρετή δέ άδέοποτον, ήν τιμών κα[ άτιμάζων πλέον καί έλαττον αύτής έκαστος έξει. Αιτία έλομένου Θεός αναίτιοςς.
Σε ελεύθερη μετάφραση λυκειακού επιπέδου λέει:
«...Δεν θα επιλέξει εσάς ο δαίμων, αλλά εσείς θα εκλέξετε τόν δαίμονά σάς, '0 πρώτος πού θά κληρωθεί, πρώτος άς διαλέξει τόν τρόπο πού θά ζήσει τή ζωή του. 'Η αρετή είναι αδέσποτη. Ο καθένας την έχει κατά την τιμή ή την περιφρόνησή του προς αυτήν. 'Η ευθύνη τού εκλέγοντος. '0 Θεός αναίτιος».
Τα υπόλοιπα είναι στο χέρι μας. Για να επιζήσουμε και να ζήσουμε καλύτερα εμείς και τα παιδιά μας, πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Αιτία έλομένου... Και κόρη τής Λαχέσεως Ανάγκη.
Καλή Χρονιά