Μια Κυριακή ένας κύριος ήταν πίσω της στο στασίδι και πρόσεξε τι ωραία γυναίκα ήταν.
Προς το τέλος της λέει:
-Τι θάλεγες, οι δυο μας να βγούμε για δείπνο την Τρίτη;
-Ευχαρίστως, ανταποκρίθηκε, και αυτός δεν μπόρεσε να πιστέψει την τύχη του.
Την Τρίτη την πήγε στο καλύτερο εστιατόριο. Μόλις κάθισαν, της πρότεινε:
-Θέλεις ένα κοκτέιλ;
-Όχι, απαντά η αριστοκράτισσα, αν το έκανα αυτό τι θα έλεγα στα παιδιά στο κατηχητικό;
Αυτός ανακάθισε, δεν ήταν ιδιαίτερα ομηλιτικός, μέχρι το τέλος του δείπνου,
όταν βγάζει το πακέτο του και τη ρωτά αν θέλει να καπνίσει.
-Όχι βέβαια, απαντά αυτή, αν το έκανα αυτό δεν θα μπορούσα να αντικρύσω τα παιδιά την Κυριακή.
Ο απογοητευμένος και η κυρία έφυγαν, και την έβαλε στο αυτοκίνητο για να την φέρει στο σπίτι της.
Περνώντας έξω από ένα μοτέλ, αυτός σκέφτηκε ότι ήδη τον είχε απορρίψει δυο φορές, και στη σκέψη
ότι δεν έχει τίποτα να χάσει, τολμά και τη ρωτάει:
-Χμ, θα ήθελες να σταματήσουμε σε αυτό το μοτέλ;
-Σίγουρα, θα ήταν ωραία, απάντησε αυτή με μια νότα προσμονής.
Αυτός δεν πίστεψε τα αυτιά του, έκοψε το τιμόνι αμέσως, και μπήκε στο μοτέλ να βρει δωμάτιο.
Το επόμενο πρωί, μετά από μια άγρια παθιασμένη ερωτική νύχτα, αυτός ξύπνησε πρώτος.
Την κοίταξε δίπλα στο κρεβάτι και σκέφτηκε με τύψεις, τι έκανε.
Την ξύπνησε και της είπε;
-Θέλω να σε ρωτήσω ένα πράγμα. Τι θα πεις τώρα στα παιδιά την Κυριακή;
Και αυτή είπε:
-Το ίδιο πράγμα που τους λέω πάντα. Δεν χρειάζεται να καπνίζεις και να πίνεις για να περάσεις καλά.