Συνέντευξη στο Νίκο Μελέτη
Τέσσερα χρόνια μιλάτε και γράφετε με κεντρικό μοτίβο την ιδέα ότι η εξωτερική μας πολιτική δεν είναι ελληνική αλλά ξενοκίνητη. Πού στηρίζετε αυτήν τη μελαγχολική σκέψη;
Σε τέσσερα επιχειρήματα.
Πρώτον: στο γεγονός ότι, ενώ η Αμερική μάς χαρακτηρίζει συνεχώς «στρατηγικούς εταίρους», δεν παύει ούτε στιγμή να κινείται εναντίον των συμφερόντων μας. Θυμηθείτε τον ρόλο της στα Ιουλιανά, στη δικτατορία, στην επιχείρηση της Κύπρου το ’74, στην προσπάθεια να εμποδίσει τον ερχομό του Ανδρέα το ’81, στον πόλεμο κατά της Σερβίας, στη βοήθεια προς την πΓΔΜ (ακόμα και στη σύνταξη των επιστολών των Σκοπιανών προς την ελληνική κυβέρνηση), στην αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου (με όλες τις συνέπειες που αυτή μπορεί να έχει μια μέρα για εμάς), στις συνεχείς προσπάθειες να εμποδίσει τις πρωτοβουλίες μας στο πεδίο των αγωγών, στα εμπόδια που έθεσε στην πρόθεσή μας να προμηθευτούμε ρωσικούς οπλισμούς. Θυμηθείτε, λοιπόν, αυτές και τόσες άλλες περιπτώσεις και θα δείτε πόσο αφερέγγυα, κυνική και αδίστακτη είναι η «φίλη» αυτή χώρα στις δημόσιες σχέσεις της. Οποιος θεωρεί άδικη αυτή την κρίση, ας διαβάσει την Wikileaks για να δει τους Αμερικανούς μέσα από τα δικά τους λόγια!
Δεύτερον: φοβάμαι όμως ακόμη περισσότερο εκείνους τους Ελληνες - πολιτικούς, δημοσιογράφους και κρατικά επιδοτούμενους (απαράδεκτο σε στιγμές μεγάλης φτώχειας) οργανισμούς (ως, π.χ., το ΕΛΙΑΜΕΠ) που πείθουν τον εαυτό τους ότι συμφέρει την πατρίδα τους να είναι οι ίδιοι αρεστοί (αν όχι, ίσως, και υποχωρητικοί) στους Αμερικανούς. Οι κυνικά διακείμενοι θα μπορούσαν να διατυπώσουν τη γνώμη ότι οι φαντασιώσεις αυτές δεν διαφέρουν και τόσο από την εγκληματική άγνοια του συμφέροντος της πατρίδας μας, αλλα ας το αφήσουμε αυτό γι’ άλλη συζήτηση.
Τρίτον: φοβάμαι την αυξανόμενη λαιμαργία των Τούρκων, ορατή σε όλα τα σύγχρονα πεδία δράσης τους και γνωστή υπό το όνομα «νεο-οθωμανισμός», η οποία λαμβάνει τρομακτική υποστήριξη από τους Αγγλοσάξoνες.
Τέλος, με ανησυχεί η (επιτυχημένη) επικοινωνιακή πολιτική της παρούσας κυβέρνησης, η οποία χρησιμοποιεί την οικονομική κρίση τόσο ως μοχλό εκφοβισμού και πειθάρχησης των δυστυχούντων συμπολιτών μας όσο και ως δικαιολογία για μια πιθανή απεμπόληση των εθνικών δικαιωμάτων μας. Και αν τολμήσει κάποιος να διατυπώσει άλλη σκέψη, αμέσως θα τον «λεκιάσουν» ως φιλοπόλεμο. Αυτή δεν είναι δημοκρατία, είναι τρομοκρατία!
Αναφέρεστε σε κάτι συγκεκριμένο;
Σε δύο χτυπήματα που προβλέπω ότι θα έλθουν απανωτά.
Το πρώτο το προβλέπω εδώ και καιρό. Αναφέρομαι στη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Το δεύτερο είναι το μειονοτικό «θέμα» στη Θράκη, το οποίο σιγά σιγά μεταμορφώνεται σε «πρόβλημα» πρώτου μεγέθους, αν και λίγοι το καταλαβαίνουν και ακόμη λιγότεροι θέλουν καν να το σκέφτονται!
Για περισσότερες λεπτομέρειες ως προς το πρώτο θέμα, παραπέμπω στο αποκαλυπτικό άρθρο των κ. Λυγερού και Κωνσταντακόπουλου στον «Κόσμο του Επενδυτή» της 27ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με «άκρως απόρρητο» κείμενο του υπουργείου Εξωτερικών, το περιεχόμενο του οποίου και ο δημόσια μη γνωστός τρόπος γενέσεώς του, όμως, είναι ενδεικτικά του πώς δουλεύει (ή δεν δουλεύει) το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Επιπλέον, η υβριστική αντίδραση του εκπροσώπου του τελευταίου αποδεικνύει -για πολλούς- ότι ο συντάκτης του κειμένου ευθαρσώς προειδοποίησε τους διαπραγματευτάς μας για τους κινδύνους που συνεπάγονται για τα εθνικά συμφέροντα αυτά που συζητούν με τους Τούρκους.
Για το «Θρακικό Πρόβλημα» παρατηρώ τρία πράγματα.
Πρώτον: το θέμα των μειονοτικών ομάδων της Θράκης -και υπενθυμίζω ότι είναι τρεις, όχι μία- όπως άλλωστε και το θέμα της πΓΔΜ, το έχουμε κάνει πιο δυσχερές εμείς οι Ελληνες, είτε με το να αφήνουμε την κατάσταση να χειροτερεύει μόνη της με την πάροδο του χρόνου είτε με το να ενεργούμε οι ίδιοι με κομματικά ή προσωπικά κριτήρια. Περαιτέρω, με το να φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε σε μειονοτικές ομάδες δικαιώματα που επιβάλλουν όχι μόνο οι διεθνείς μας υποχρεώσεις αλλά και ο ίδιος ο πολιτισμός μας και συγχρόνως να είμαστε εξαιρετικά ενδοτικοί στις δραστηριότητες του Τουρκικού Προξενείου της Κομοτηνής.
Δεύτερον: δεν βλέπω, αλλά και αμφιβάλλω εάν υπάρχουν σχέδια για το μέλλον, όταν οι Τούρκοι, έχοντας (με τη βοήθειά μας) «λύσει» τα προβλήματά τους στο Αιγαίο, στρέψουν την προσοχή τους στη Θράκη, όπως μας έχει ήδη προειδοποιήσει ο κ. Νταβούτογλου.
Είναι αίσχος πλην όμως αληθές το να πει κανείς ότι μια τέτοια εξέλιξη (εμμέσως) ενθαρρύνεται από το ελληνικό κράτος το οποίο συνεχώς: (α) παραχωρεί τις εξουσίες του σε θεσμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης χωρίς να διασφαλίσει ότι ακραίοι κύκλοι που κινούνται στους κόλπους και των κομμάτων δεν θα τους μετατρέψουν σε θεσμούς «αυτονομίας» ειδικά σε περιοχές που τους ευνοεί η συγκέντρωση πληθυσμού, (β) παραβλέπει τη δημογραφική εξέλιξη στην περιοχή, η οποία ΔΕΝ ευνοεί τους Ελληνες χριστιανούς.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πόσος άραγε χρόνος θα χρειαστεί προτού οι Τούρκοι αρχίσουν να μιλούν περί «αυτόνομου» ή «ανεξάρτητου κρατιδίου (το οποίο σε πρώτη φάση θα περιλαμβάνει τις ελληνικές μουσουλμανικές περιοχές και σε δεύτερη θα προσθέσει τους γειτονεύοντες μουσουλμάνους της Βουλγαρίας) με βάση τις αρχές του Κοσσυφοπεδίου; Βεβαίως, τις αρχές αυτές οι Αγγλοσάξονες τις απορρίπτουν όταν δεν τους συμφέρουν (βλ. αίτημα Σέρβων της Βοσνίας). Σίγουρα, όμως, θα έβλεπαν με «καλό μάτι» οτιδήποτε ευχαριστούσε τη «φίλη Τουρκία».
Και μία τελευταία σκέψη-ερώτηση: κινδυνολογώ χωρίς λόγο; Οχι. Προειδοποιώ, δεν κινδυνολογώ.
Αλλά, και αν ακόμη το δεύτερο συμβαίνει στα μάτια όσων εξ επαγγέλματος έχουν την πρόθεση να παρεξηγούν και την ικανότητα να απλοποιούν, αναλαμβάνω την ευθύνη των απόψεών μου, μια και θεωρώ αναγκαίο αυτά τα θέματα να συζητηθούν εγκαίρως και ευρέως και να μην αποφασίζονται από μια κυβέρνηση που, προφανώς πλέον, δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι έχει τη στήριξη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού!
Οι απόψεις σας αυτές πιστεύετε ότι μπορεί να έχουν απήχηση και να βρίσκουν υποστηρικτές;
Θα ήθελα να πιστεύω ότι η καλοζωία, ο καταναλωτισμός και ο υλισμός της εποχής μας, σε συνδυασμό με τη συμφεροντολογία ενός εν πολλοίς ανυπόληπτου Τύπου, δεν έχουν διαβρώσει εντελώς τη φιλοπατρία και τη λεβεντιά της πατρίδας μου. Αλλά, και αν κάνω λάθος, δεν με νοιάζει. Γιατί υπάρχουν στιγμές στη ζωή κάθε ανθρώπου ?εξαιρουμένων, βεβαίως, των φιλοχρήματων οπορτουνιστών? όπου έκαστος κάνει αυτό που του υπαγορεύουν η συνείδησή του, η παράδοσή του, η φιλοπατρία του και η όση συναίσθηση καθήκοντος μπορεί να έχει.
Τι σημαίνει αυτό; Aς μην ξεχνάμε ότι μπορεί να υπογράψαμε -καλώς ή κακώς - το μνημόνιο, που συνεπάγεται απαράδεκτους περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής μας πολιτικής. Ουδέποτε όμως, εξ όσων γνωρίζω, υπογράψαμε μνημόνιο που μας αναγκάζει να απεμπολήσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα.
Ως εδώ, λοιπόν, κύριοι και μη παρέκει! Η στιγμή που αυτό το σύνθημα θα γίνει δεκτό πλησιάζει και θα ακουσθεί τρανταχτά στους δρόμους.
Ερχονται χτυπήματα σε Θράκη και Αιγαίο
Για να επανέλθουμε στο Καστελόριζο: η τμηματική, ας την ονομάσουμε έτσι, διαπραγμάτευση θεωρείτε ότι διευκολύνει την επίλυση των προβλημάτων των δύο χωρών;
Οχι, για δύο λόγους.
Πρώτον: γιατί πάντα λέγαμε, μέχρις ότου άλλαξε τα πράγματα ο κ. Σημίτης στη Μαδρίτη, ότι εμείς ένα πρόβλημα παραδεχόμαστε μόνο και αυτό ήταν το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας. Σταδιακά, η λίστα de facto διευρύνθηκε, όπως ήθελαν οι Τούρκοι, οι οποίοι ιστορικά πορεύονται «σιγά σιγά», χωρίς όμως ποτέ να κάνουν πίσω!
Εάν έτσι, λοιπόν, μας κληροδότησαν τα Ιμια και τη Μαδρίτη, τότε πρέπει και εμείς να διατυπώσουμε τα δικά μας «παράπονα» και αυτά δεν αφορούν μόνο τα ζητήματα του Πατριαρχείου που εξάλλου είναι θέματα θρησκευτικών ελευθεριών. Και, ενδεχομένως, θα συμπλήρωνα: «Εφόσον θέλετε να συμπεριφέρεστε έτσι, δεν βλέπουμε για ποιον λόγο εμείς πρέπει να σπεύδουμε, όπως κάκιστα πράττει σήμερα ο κ. Δρούτσας (εντείνων την πολιτική Μπακογιάννη), να πρωτοστατούμε στον ευρωπαϊκό χώρο για την αποδοχή σας ως πλήρους μέλους της ΕΕ».
Αναφορικά τώρα με το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου, εάν δεχτούμε να το αποσυνδέσουμε από τα Δωδεκάνησα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι αργότερα η Τουρκία θα εμφανίσει την περιοχή ως νησίδες που επικάθονται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα, με απώτερο σκοπό να τους αρνηθεί το δικαίωμα να διεκδικήσουν τη δική τους Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Μπορεί, δηλαδή, η ελληνική παραχώρηση (σήμερα) να διευκολύνει την Τουρκία (αύριο) να επικαλεστεί την αρχή της αναλογικότητας, για να αποκτήσει το υπέδαφος μεγάλης θαλάσσιας περιοχής που από καιρό (και με σχετική ευκολία) οφείλαμε να είχαμε διεκδικήσει και κατοχυρώσει εμείς. Εναλλακτικά ή και επιπλέον οι Τούρκοι θα προσπαθήσουν να εφαρμόσουν στο Καστελόριζο τις ίδιες αρχές που προσπαθούν να μας πείσουν να δεχθούμε ως βάση του διαμελισμού του Αιγαίου. Οπως, λοιπόν, πρότεινα σε πρόσφατη επιστολή που έγραψα με τον Ελληνοαμερικανό καθηγητή κ. Καριώτη, η Ελλάς πρέπει να προχωρήσει στην οριοθέτηση της ΑΟΖ της, τουλάχιστον με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Λέτε συχνά ότι η «παράδοση» θα παρουσιασθεί στο κοινό ωραιοποιημένη. Πώς το φαντάζεστε ακριβώς;
Πρώτα απ’ όλα θα βασίζεται σε δύο πυλώνες: τα χρήματα και τους φόβους των ταλαιπωρημένων συμπολιτών μας.
Ο πρώτος θα υπερβάλλει πόσο θα ωφεληθούμε από τις γεωτρήσεις.
Ο δεύτερος πυλώνας θα είναι η παρούσα «μουγκαμάρα» των φοβισμένων Ελλήνων που θα υποστούν καταιγισμό δημοσιευμάτων για το πόσο αναγκαίο είναι να δώσουμε ένα τέλος σε μια ατυχή σειρά «πολεμικών συρράξεων» -όπως πρόσφατα και τόσο άστοχα χαρακτήρισε η κυρία Μπακογιάννη την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως και την Επανάσταση του 1821- που αδίκως οι «γλαφυροί πατριώτες» -βλέπε φανατισμένοι προγονοί μας- κατ' επανάληψη παρερμήνευσαν!
Βεβαίως, τι μπορεί ο «κακόμοιρος» Ελληνας να αντιτάξει σ’ έναν τέτοιο καλά χρηματοδοτούμενο -γιατί «λεφτά υπάρχουν» για τέτοιες προσπάθειες- πόλεμο; Θα μπει, λοιπόν, στο καβούκι του, δίκαια θα γίνει ακόμη πιο κυνικός και, δίκαια πάλι, θα ονειρεύεται την ημέρα που αυτός πια θα επιβάλλει από τα κάτω τη δίκαιη τιμωρία.
Τι ακριβώς θα κάνατε διαφορετικό από ό,τι πράττει σήμερα ο κ. Δρούτσας;
Εννοείτε τον κ. Παπανδρέου, μια και ο κ. Δρούτσας, ως γνωστόν, είναι ετερόφωτος επιστάτης των πρωθυπουργικών διαταγών.
Πρώτον: θα προκαλούσα -δεν θα απέφευγα- μια δημόσια συζήτηση για όλα αυτά τα θέματα. Το σκότος αρέσει μόνο στους συνωμότες.
Δεύτερον: θα αντέκρουα αυτή την αηδή και συνεχώς προβαλλόμενη φενάκη, από τις γνωστές επιδοτούμενες δεξαμενές σκέψης ότι η Τουρκία τάχα άλλαξε και αιφνιδίως μεταβλήθηκε σε επιστήθια φίλη μας.
Τρίτον: θα καθυστερούσα την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, επικαλούμενος το συμφέρον της Ευρώπης να μην κληρονομήσει τα προβλήματα που -καθ’ ομολογίαν του ίδιου του κ. Νταβούτογλου- θα έφερνε μαζί της μια πλήρης ένταξη.
Τέταρτον: θα προετοίμαζα, με διάφορους τρόπους, τη μονομερή διακήρυξη των δικαιωμάτων μου στην ΑΟΖ μας και μετά θα προχωρούσα στην οριοθέτησή της.
Πέμπτον: εν συνδυασμώ με τα ανωτέρω, θα ενίσχυα τις δικές μας διαπραγματευτικές δυνατότητες, πλησιάζοντας όλους όσοι μπορούν να μας βοηθήσουν, και δεν θα βασιζόμουν μόνο σ’ αυτούς που μας εγκατέλειψαν στο παρελθόν.
Εκτον: μαζί με όλα τα προηγούμενα, θα ξαναέδινα στους συμπατριώτες μου αυτοπεποίθηση, ενισχύοντας την πίστη τους στο παρελθόν τους, την ιστορία και τη θρησκεία τους, και θα «ξήλωνα» τάχιστα την προπαγάνδα ξένων αλλά και Ελλήνων, η οποία έχει δημιουργήσει αυτό το «κόμπλεξ» ενοχής και κατωτερότητας που μας διακατέχει απέναντι στην Τουρκία.
Τέλος, θα προειδοποιούσα τόσο τους ενδοτικούς πολιτικούς όσο και τα δημοσιοϋπαλληλικά (και επιδοτούμενα) «ακαδημαϊκά δεκανίκια» τους ότι με την παρούσα συμπεριφορά τους πλησιάζουν το οριακό σημείο όπου η πολιτική ευθύνη ενδέχεται να μετατραπεί σε ποινική.