Ο τρόπος της αντιμετώπισης της πρωτόγνωρης ομολογουμένως οικονομικής κρίσης δια της επιβολής αμφιβόλου συνταγματικότητας μέτρων, της υπογραφής μίας λεόντειας δανειακής σύμβασης που οι παράμετροί της δεν έχουν αποκαλυφθεί πλήρως και της ουσιαστικής ανάθεσης της διακυβέρνησης -που ενίοτε μπορεί να λειτουργεί ως άλλοθι για τους εκλεγμένους κυβερνώντες μας- σε μία εξωγενή και εξωθεσμική «τριανδρία» («τρόικα» στην ρωσική), φέρνει για πρώτη φορά από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους σε αμφισβήτηση την εθνική μας κυριαρχία. Σε πείσμα όσων υπαγορεύουν την αδυναμία επιλογής αλλά και προβληματισμού λόγω της δεινής μας θέσης, οφείλουμε να αναδείξουμε το ζήτημα:
Δυστυχώς προτού αλέκτωρ φωνήσαι τρις, αποδείχθηκε ότι οι εκ του βήματος της Βουλής τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού περί εκχωρήσεως κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, δεν ήσαν απλά ρητορικά σχήματα. Η δανειακή σύμβαση, που υπέγραψε η χώρα μας -ιδρύοντας νομικό προηγούμενο και για μελλοντικούς δανεισμούς μας-, αναγνώρισε μεταξύ άλλων το δικαίωμα στους συγκεκριμένους δανειστές μας σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν, να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος της δημόσιας περιουσίας, αδιακρίτως αν πρόκειται για στοιχεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς (όπως η Ακρόπολη), μέσα αναγκαία για την εθνική μας άμυνα (όπως τα οπλικά μας συστήματα), δημόσια κτήρια (όπως η Βουλή), κοινόχρηστοι χώροι (πλατείες, δρόμοι), σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι συμβαίνει με τους λοιπούς δανειστές και τους ίδιους τους Έλληνες πολίτες. Με άλλα λόγια όσα ίσχυαν ως προς το ακατάσχετο της δημόσιας περιουσίας, ανατρέπονται και δη υπέρ των αλλοδαπών δανειστών, χωρίς κανέναν περιορισμό.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας βρίσκεται σε παρόμοια οικονομική συγκυρία. Και το 1898 μετά από την πτώχευση της χώρας μας (1893) και την επαίσχυντη ήττα από τους Τούρκους του 1897, τεθήκαμε υπό διεθνή έλεγχο των έξι τότε μεγάλων δυνάμεων, προκειμένου ν’ αποπληρωθεί το δάνειο που λάβαμε (170.000 χρυσά φράγκα) αφενός για την καταβολή πολεμικής αποζημίωσης 4.000.000 λιρών Τουρκίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σύμφωνα με την 22-11/4-12 1897 συνθήκη ειρήνης που υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη και αφετέρου ν’ αντιμετωπισθεί σχετικώς το υψηλό έλλειμμα.
Η πολιτική συγκυρία, όμως την εποχή εκείνη ήταν τελείως διαφορετική. Τότε η αγωνία ήταν για τη διαφύλαξη την κρατικής μας οντότητας. Αν και ηττημένοι διατηρήσαμε σχεδόν στο ακέραιο τα σύνορά μας. Σήμερα, υποτίθεται παινευόμασταν για την «ισχυρή Ελλάδα» της πετυχημένης διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, το μέλος της ΟΝΕ και του ΝΑΤΟ. Η δε ανάγκη δανεισμού προήλθε από την ανικανότητα των κυβερνώντων και την πρόσκαιρη μείωση της οικονομικής ρευστότητας, και όχι από μία συντριπτική ήττα στο πεδίο των μαχών.
Και τότε τεθήκαμε υπό Διεθνή Έλεγχο, προκειμένου να φανούμε συνεπείς στις δανειακές μας υποχρεώσεις. Η αποπληρωμή του δανείου προβλεπόταν ότι θα γίνει από συγκεκριμένες προσόδους κρατικών πλουτοπαραγωγικών πηγών (π.χ. μονοπώλιο άλατος, πετρελαίου, δικαιώματα επί του καπνού, τέλη χαρτοσήμου, παιγνιόχαρτα, σπίρτα κ.α.) με ιδιαίτερα επαχθείς όρους. Αλλά τότε ουδείς διανοήθηκε, έστω και ως ενδεχόμενο, να επιτρέψει τον εκπλειστηριασμό περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου.
Περαιτέρω σε περίπτωση αμφισβητήσεως κατά την εκτέλεση της σύμβασης, τότε τα μέρη (Ελληνική Κυβέρνηση – Διεθνής Επιτροπή) θα προσέφευγαν σε διαιτησία που εξασφάλιζε εχέγγυα ίσης δικονομικής μεταχείρισης, ενώ αν υπήρχε ασυμφωνία θα οριζόταν επιδιαιτητής που θα τον επέλεγαν είτε από κοινού είτε ο αμέτοχος στο δάνειο Πρόεδρος της Ελβετικής Ομοσπονδίας. Σήμερα, ορίζεται (άρθρο 14) ότι εφαρμόζοντας αγγλικό δίκαιο η όποια διαφορά υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), όπου η συντριπτική πλειονότητα των δικαστών ορίζονται από τα κράτη – δανειστές μας. Με άλλα λόγια την όποια διαφορά θα την επιλύσουν οι ίδιοι οι δανειστές μας. Η δε σύμβαση, αν και με αναγκαστικό τρόπο, τότε ψηφίστηκε από τη Βουλή (Νόμος ΒΦΙΘ/1898), ενώ σήμερα αρκούμαστε στην υπογραφή της από τον Υπουργό Οικονομικών.
Είμαστε ενεργοί πολίτες και ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ το αυτονόητο: ένα δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο τα όργανα των τριών συνταγματικά κατοχυρωμένων εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική), στις βάσεις που έθεσε ο Αριστοτέλης και συμπλήρωσε ο Μοντεσκιέ θα λειτουργούν ισοσκελισμένα, εξισορροπιστικά και ισοδύναμα, ελέγχοντας η μία την άλλη. Μόνο έτσι, έχει από την ιστορία αποδειχθεί ότι θα εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του Κράτους και τα δικαιώματα των Πολιτών του, μέσα στα όρια του Συντάγματος και των Διεθνών Κανόνων Δικαίου. Δεν νοείται η εξουσία σ’ ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος ν’ ασκείται από εξωτικούς παράγοντες, που στερούνται τη στοιχειώδη δημοκρατική νομιμοποίηση από τη λαϊκή κυριαρχία.
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος ν’ ασκούνται από τους Έλληνες δια των νομίμων εκλεγμένων Κυβερνήσεων, οι οποίες αναλαμβάνουν την εξουσία με αυτή ως πρώτιστη υποχρέωση. Η συνεπής άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, που θα προασπίζεται στο τραπέζι της διπλωματίας τα εθνικά μας θέματα, προϋποθέτει η εσωτερική πολιτική να καθορίζεται αυτόνομα από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Για να παράγεται, όμως αξιόπιστη πολιτική είναι αναγκαίο να λειτουργούν ορθά οι δημοκρατικοί θεσμοί που συνεχώς απαξιώνονται και παραγκωνίζονται.
Δεν είμαστε ενάντιοι σε όποια προσπάθεια στήριξης της χώρας, ούτε στόχος μας είναι να υπονομεύσουμε τον ως φαίνεται αναγκαίο δανεισμό της χώρας. Σαφώς και δεν επιζητούμε τη συντήρηση του σημερινού κράτους τέρας – Λεβιάθαν (όπως το περιγράφει ο Χομπς), το οποίο αφανίζει τους πολίτες του, αλλά συγχρόνως καταστρέφει το ίδιο του τον εαυτό, όπου επικρατεί η αναποτελεσματικότητα και η διαφθορά που οδηγούν σε αναπότρεπτη ηθική, κοινωνική και πολιτισμική παρακμή. Αντιθέτως εκεί πρωτίστως θα αναμέναμε την ρυθμιστική πρωτοβουλία, ώστε να επιτευχθεί η περιστολή της σπατάλης και εξάλειψη της κακοδιοίκησης για ένα αύριο αντάξιο των γενεών που μας έδωσαν το δικαίωμα να είμαστε ανεξάρτητοι.
Ωστόσο αυτό το κράτος το οποίο και πάλι συμβάλλεται και εξ αυτού του λόγου λαμβάνονται τα όποια επαχθή μέτρα, είναι αυτό που δημιούργησε το χρέος που καλούμαστε να πληρώσουμε (δανειζόμενοι εκ νέου). Αυτονόητο, λοιπόν, είναι να πληροφορηθούμε από τι συντίθεται το εν λόγω χρέος, ποιες οι όποιες παλαιότερες συμβατικές υποχρεώσεις, ποια η εν γένει νομιμότητα των όρων που είχαν στο παρελθόν συμφωνηθεί. Εν τέλει πρέπει να μάθουμε ποιο το πραγματικό χρέος που σήμερα δια της Δανειακής Σύμβασης αναγνωρίζουμε.
Επειδή, έχουμε μάθει να λειτουργούμε ως ο νόμος ορίζει, αυτό ακριβώς ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ: Όσο λεγόμαστε κράτος, να λειτουργεί το πολίτευμά μας, όπως το Σύνταγμά μας επιβάλλει, και στο πλαίσιο αυτού, τόσο κατά τον τύπο όσο και την ουσία, να ενεργούν οι Κυβερνώντες.
Γι’ αυτό είναι αναγκαία η απάλειψη από το Μνημόνιο και τη δανειακή σύμβαση, όλων εκείνων των όρων που θίγουν την ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Το χρέος πρέπει να τεθεί στην πραγματική του βάση, ώστε να αναγνωρισθούν και ν’ αποπληρωθούν οι πραγματικές οφειλές των δανειστών μας.
Το δημοκρατικό μας Σύνταγμα, προϊόν του Δυτικού Πολιτισμού, όπως διαμορφώθηκε από τις αρχές του Διαφωτισμού, που ανέδειξε ως πυρήνα του την προστασία της αξίας του ανθρώπου, προβλέπει θεσμούς, ώστε να διασφαλίζεται το Κράτος Δικαίου και Πρόνοιας. Καμία οικονομική κρίση δεν δικαιολογεί εκπτώσεις από τις συγκεκριμένες αρχές και αξίες, οι οποίες μόνο αυτές μπορούν να αποτελέσουν τα θεμέλια για την σταθερή και σίγουρη ανασυγκρότηση της χώρας, αλλά και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Πιστοί, λοιπόν, στη συνταγματική νομιμότητα, ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ όλους τους συνειδητοποιημένους ενεργούς πολίτες, για να διαφυλάξουμε τον πολιτισμό μας, τη δημοκρατία μας, την ίδια την ανεξαρτησία του κράτους μας. Γιατί μέσα στην κρίση, που βιώνουμε, εφόσον παραμείνουμε πιστοί στις πανανθρώπινες αξίες και στους δημοκρατικούς θεσμούς, τελικά υπάρχει η ΕΛΠΙΔΑ, για ένα καλύτερο ΜΕΛΛΟΝ για τα παιδιά μας, για μια καλύτερη ΖΩΗ, για μια καλύτερη και πιο δίκαιη ΚΟΙΝΩΝΙΑ.