Φέτος, δύο μέρες πριν αναχωρήσουν, η γυναίκα του ενός, του Γιάννη, πατάει
πόδι και του λέει ότι δεν θα πάει.
Οι άλλοι τρεις θύμωσαν, απογοητεύτηκαν, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και
τίποτα.
Σε δύο μέρες που έφθασαν στον προορισμό τους, βλέπουν τον Γιάννη να έχει
στήσει σκηνή, είχε μαζέψει ξύλα και ανάψει
φωτιά, και είχε έτοιμο και το φαγητό.
-Καλά, ρε φίλε, του λέει ο Κώστας, πόση ώρα είσαι εδώ;
-Για να σας πω την αλήθεια, λέει ο Γιάννης, ήρθα χθες το βραδάκι.
-Και πως έγινε αυτό; του λένε.
-Χθες το απογευματάκι καθόμουν στην πολυθρόνα και έβλεπα τηλεόραση, όταν
ήρθε η γυναίκα μου από πίσω, μου κάλυψε τα μάτια με
τα χέρια της και με ρώτησε: -Μάντεψε, ποιος είναι;
Της τράβηξα τα χέρια και φορούσε ένα ολοκαίνουριο σέξι νεγκλιζέ.
Με τράβηξε στο υπνοδωμάτιο το οποίο είχε στολίσει με ροδοπέταλα και είχε
ανάψει κεριά. Στο κρεβάτι είχε χειροπέδες και σχοινιά.
Μου είπε να τη δέσω στο κρεβάτι και, όταν το έκανα, μου είπε : Κάνε ό,τι
γουστάρεις!!!
Να 'μαι κι εγώ εδώ!! Ήρθα!!!