«Είδα Τούρκους στρατιώτες να βάζουν φωτιά»
Άγνωστες μαρτυρίες έρχονται στο φως για πρώτη φορά και διαλύουν κάθε αμφιβολία για τα δραματικά γεγονότα
Ποιος έκαψε τη Σμύρνη; Πλέον δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Το βιβλίο του Βρετανού συγγραφέα Τζάιλς Μίλτον «Ο Χαμένος Παράδεισος, Σμύρνη 1922» βασίστηκε σε, ανέκδοτα μέχρι σήμερα, γράμματα και ημερολόγια Λεβαντίνων της Σμύρνης. Οι μαρτυρίες Αμερικανών, Βρετανών και Γάλλων που είδαν Τούρκους στρατιώτες με βαρέλια γεμάτα πετρέλαιο να ραντίζουν τα κτίρια στην αρμενική συνοικία και να βάζουν φωτιά, δίνουν την πιο κατηγορηματική απάντηση στο ιστορικό ερώτημα. Αναπάντητα όμως συνεχίζουν να παραμένουν τα γιατί μπροστά σε τόσο ανθρώπινο πόνο και παραλογισμό: την ώρα που οι ορχήστρες των βρετανικών πλοίων έπαιζαν για να μην ακούγονται οι κραυγές των προσφύγων, οικογένειες κρύβονταν σε τάφους για να γλιτώσουν.
ΤΕΤΑΡΤΗ 13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1922.
Οι οδυνηρές σκηνές τις οποίες παρακολούθησε εκείνο το πρωί ο αιδεσιμώτατος Ντόμπσον δεν ήταν τίποτα μπροστά στη σφαγή στην οποία έγιναν μάρτυρες τα μέλη της Πυροσβεστικής της Σμύρνης. Οι πυροσβέστες ήταν Έλληνες και Τούρκοι, ο σταθμός των οποίων χρηματοδοτείτο εν μέρει από ασφαλιστικές εταιρείες του Λονδίνου. Σε αυτές τις εταιρείες είχαν ασφαλιστεί τα πιο εντυπωσιακά κτίρια της Σμύρνης και έτσι ήταν προς το συμφέρον τους να τα προστατεύσουν από τη φωτιά. Οι πυροσβέστες είχαν ήδη σπεύσει να σβήσουν φωτιές από τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης. Τώρα, στις 10.30 το πρωί, υπήρχαν αναφορές για μια καινούργια φωτιά στην οδό Suyane, στην αρμενική συνοικία.
Μεταξύ εκείνων που εστάλησαν να σβήσουν τη φωτιά ήταν ο αρχιπυροσβέστης Τσορμπάτζης από τους πιο παλιούς στο πυροσβεστικό σώμα της Σμύρνης. Τόσα χρόνια είχαν δει πολλά τα μάτια του, τίποτα όμως δεν τον είχε προετοιμάσει για τον όλεθρο που θα συναντούσε. «Σε όλα τα σπίτια που μπήκα, έβλεπα πτώματα», διηγήθηκε. «Σε ένα σπίτι, ακολούθησα τη γραμμή του αίματος που έφθανε σ´ ένα ντουλάπι. Το άνοιξα και πάγωσα. Μέσα βρισκόταν το νεκρό κορμί μιας κοπέλας με τα στήθη της κομμένα…».
Όταν βγήκε πάλι στον δρόμο, ο Τσορμπάτζης είδε πολλούς Τούρκους φαντάρους. «Παντού κυκλοφορούσαν ένοπλοι στρατιώτες. Κάποιος από αυτούς μπήκε σ´ ένα σπίτι όπου κρυβόταν μια αρμένικη οικογένεια και τους έσφαξε. Όταν βγήκε έξω, το μαχαίρι του έσταζε αίμα. Το σκούπισε στις μπότες του». (…)
Ξεφόρτωναν βαρέλια
Την ίδια στιγμή που ο Αμερικανός πρόξενος Τζορτζ Χόρτον προσπαθούσε να απομακρύνει από τη Σμύρνη τους Αμερικανούς υπηκόους, ένας δάσκαλος ονόματι Κρικόρ Μπαγκτζιάν―ο οποίος κρυβόταν στην ταράτσα της Αρμενικής Λέσχης στην οδό Rechidie―παρακολουθούσε κάτι πολύ ανησυχητικό. Στην άκρη του δρόμου μια ομάδα στρατιωτών ξεφόρτωνε μεγάλα βαρέλια. «Δεν είδα το περιεχόμενό τους», έγραψε, «αλλά κρίνοντας από το χρώμα και το σχήμα τους, ήταν ίδια με τα βαρέλια που χρησιμοποιούσε η Ρetroleum Company της Σμύρνης. Κάθε βαρέλι το φυλούσαν 2-3 Τούρκοι στρατιώτες και το μετέφεραν στην άλλη πλευρά του δρόμου προς την αρμενική εκκλησία. Αισθάνθηκα ένα ρίγος στην πλάτη μου καθώς συνειδητοποίησα τον σκοπό όλων αυτών των προετοιμασιών».
Ο Μπαγκτζιάν και οι φίλοι του παρακολουθούσαν από την κρυψώνα τους να ξεφορτώνονται όλο και περισσότερα βαρέλια στην αρμενική συνοικία. «Τα τοποθετούσαν σε απόσταση 200 μέτρων το ένα από το άλλο και όταν τελείωσαν… άκουσα κάτι που μπορώ να περιγράψω ως “ήχους βροχής που πέφτει στη σκεπή”». Οι Τούρκοι στρατιώτες ψέκαζαν τα κτίρια με πετρέλαιο. «Αισθανόμασταν τις σταγόνες να πέφτουν πάνω μας», έγραψε ο Κρικόρ, «καθώς οι στρατιώτες από τον δρόμο έριχναν με κουβάδες πάνω στους τοίχους ένα υγρό. Μόλις το μύρισα στα ρούχα μου, δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ήταν πετρέλαιο».
Ακολούθησαν φωτιές
Από τους πρώτους που τις πρόσεξαν ήταν η Μίνι Μιλς, διευθύντρια του Αμερικανικού Κολεγίου Θηλέων. Μόλις είχε τελειώσει το γεύμα της όταν αντελήφθη ότι ένα από τα γειτονικά κτίρια καιγόταν. Σηκώθηκε όρθια για να παρατηρήσει καλύτερα και εξεπλάγη από το θέαμα: «Είδα με τα μάτια μου έναν Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει σ´ ένα σπίτι κρατώντας τενεκέδες με πετρέλαιο ή βενζίνη και σε λίγα λεπτά το σπίτι είχε παραδοθεί στις φλόγες».
Δεν ήταν η μόνη στο Κολέγιο που είδε το ξέσπασμα της φωτιάς. «Οι καθηγητές μας αλλά και μαθήτριες είδαν Τούρκους με στρατιωτικές στολές, φαντάρους και αξιωματικούς, να χρησιμοποιούν μακριά στειλιάρια με κουρέλια στην άκρη, τα οποία είχαν εμποτιστεί σε ένα δοχείο με υγρό. Έμπαιναν με αυτά σε σπίτια τα οποία σε λίγο καίγονταν».
Λίγα λεπτά αργότερα η Κινγκ Μπιρτζ, σύζυγος Αμερικανού ιεραποστόλου, παρατήρησε μια κολόνα καπνού να υψώνεται πάνω από την αρμενική συνοικία. «Ανέβηκα στον πύργο του Αμερικανικού Κολεγίου και με ένα ζευγάρια κιάλια μπορούσα να ξεχωρίσω τις φιγούρες Τούρκων στρατιωτών που έβαζαν φωτιά σε σπίτια».
Αξιόπιστοι μάρτυρεςΕίναι αρκετοί οι αξιόπιστοι μάρτυρες που αργότερα θα κατέθεταν για τον ρόλο των στρατιωτών του Κεμάλ στο ξέσπασμα της φωτιάς. Ο Κλάφλιν Ντέιβις του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού είδε Τούρκους να ρίχνουν εύφλεκτο υλικό κατά μήκος ενός δρόμου στον οποίο κατευθυνόταν η φωτιά.
Ο μεσιέ Ζουμπέρ, διευθυντής της τράπεζας Credit Foncier στη Σμύρνη, βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών τι έκαναν. «Απάντησαν νευρικά ότι εκτελούσαν εντολές να ανατινάξουν και να κάψουν όλα τα σπίτια της περιοχής».
Γάλλος επιχειρηματίας―του οποίου τα συμφέροντα του επέβαλλαν να καταθέσει ανώνυμα―δήλωσε ότι στρατιώτες έβαλαν φωτιά σε όλα τα καταστήματα της οδού Ηadji Stamon, ακολουθώντας τις οδηγίες τού πρώην επικεφαλής της τουρκικής αστυνομίας στο Κορδελιό.
Εύφλεκτο υγρόΚάποιοι από τους κατοίκους της πόλης εγκατέλειψαν τα σπίτια τους πριν η φωτιά τους αποκόψει από τους δρόμους διαφυγής. Οι Αρμένιοι καθολικοί πατέρες του τάγματος Μεχιταριάν εγκατέλειψαν το μοναστήρι τους και κατευθύνθηκαν προς το γαλλικό προξενείο. Στις παρυφές της αρμενικής συνοικίας είδαν πολλές αποδείξεις εμπρησμού. «Καθώς περπατούσαμε, παρατηρήσαμε άδεια δοχεία πετρελαίου και βενζίνης σκορπισμένα εδώ και εκεί και υγρό να τρέχει στους δρόμους», έγραψε ένας εξ αυτών. «Ήταν σίγουρα πετρέλαιο ή βενζίνη. Είδαμε Τούρκους στρατιώτες σε ένα αυτοκίνητο οι οποίοι, με τη βοήθεια μιας αντλίας, ψέκαζαν όλα τα σπίτια από τα οποία περνούσαν με αυτό το εύφλεκτο υγρό».
Μέχρι τις 2 το μεσημέρι, το μεγαλύτερο μέρος της αρμενικής συνοικίας είχε παραδοθεί στις φλόγες: οι εκκλησίες του Αγίου Στεφάνου και της Αγίας Παρασκευής, το αρμενικό νοσοκομείο και εκατοντάδες σπίτια, καφενεία και καταστήματα. Η αρμενική συνοικία έπρεπε να έχει αντισταθεί περισσότερο στις φλόγες. Πολλά από τα κτίρια είχαν ξανακτιστεί στο τέλος του 19ου αιώνα και οι δρόμοι είχαν διαπλατυνθεί ώστε να μη μεταδίδεται η φωτιά από το ένα τετράγωνο στο άλλο. Όμως αυτό θα προστάτευε την περιοχή σε άλλες περιπτώσεις, όχι τώρα που τα σπίτια είχαν καταβρεχθεί με πετρέλαιο. «Οι φλόγες θέριευαν συνεχώς», έγραψε ο Οράν Ράμπερ, τουρίστας που είχε φθάσει στη Σμύρνη λίγες ημέρες νωρίτερα. Στα σύγχρονα χρονικά, δεν υπάρχει πιθανώς κάτι που να μπορεί να συγκριθεί με εκείνη τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου στη Σμύρνη». [SUΝDΑΥ ΤΙΜΕS]
Αδιάψευστα στοιχεία
“Το βιβλίο του Τζάιλς Μίλτον «Ρaradise Lost, Smyrna 1922. Τhe Destruction of Ιslam’s City of Τolerance» (Ο Χαμένος Παράδεισος, Σμύρνη 1922. Η καταστροφή της ισλαμικής πόλης της ανοχής), εκδόσεις Sceptre, έγινε δεκτό με εγκωμιαστικές κριτικές από τις μεγαλύτερες βρετανικές εφημερίδες. Για «δυνατή και συγκινητική αφήγηση» έγραψαν οι ‘Sunday Τimes’ κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στον «αιματηρό κατακερματισμό της πολυπολιτισμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Μίλτον έχει γράψει ένα αξιομνημόνευτο βιβλίο για ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Ξεκαθαρίζει, άπαξ διά παντός, ποιος έκαψε τη Σμύρνη, προβάλλοντας αδιάψευστα στοιχεία για τη μεταφορά χιλιάδων βαρελιών πετρελαίου από τους Τούρκους στρατιώτες σε όλες τις περιοχές της πόλης εκτός από την τουρκική συνοικία.
Οι Τούρκοι περιέλουσαν όλα τα σπίτια με πετρέλαιο και άναψαν φωτιές, με την πλήρη έγκριση του Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος ήταν αποφασισμένος να δώσει την τελική λύση στο “πρόβλημα των μειονοτήτων” προκειμένου να εξασφαλίσει τη μελλοντική σταθερότητα της νεόκοπης Τουρκικής Δημοκρατίας.
Ένα σχετικά ομοιογενές τουρκικό κράτος πράγματι δημιουργήθηκε, όμως όπως δείχνει ο Μίλτον, το κόστος ήταν αφάνταστο σε μία από τις πιο τρομερές ανθρωπιστικές καταστροφές του 20ού αιώνα». [Ιndependent]
Το στομάχει σφίγγεται
«Η συναρπαστική καταγραφή των γεγονότων από τον Μίλτον για την καταστροφή της Σμύρνης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ανέκδοτα μέχρι τώρα γράμματα και ημερολόγια που προέρχονται από μέλη εύπορων “λεβαντίνικων” οικογενειών της πόλης. Οι μαρτυρίες της σφαγής από αυτόπτες μάρτυρες κάνουν το στομάχι σου να σφίγγεται καθώς διαβάζεις…»
«Οι εντολές μας είναι να κάψουμε τα σπίτια»
Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι Τούρκοι επιμένουν στον ισχυρισμό ότι η φωτιά―που σύντομα θα έπαιρνε τρομακτικές διαστάσεις―αποτελούσε πράξη σαμποτάζ από την πλευρά των Ελλήνων και των Αρμενίων. Όμως υπάρχουν πολλές αμερόληπτες περιγραφές που αποδεικνύουν ότι ο τουρκικός στρατός σκόπιμα έβαλε φωτιά στη Σμύρνη. Κάποιοι από τους μάρτυρες ανήκαν στο πυροσβεστικό σώμα της Σμύρνης. Αργότερα εκλήθησαν να καταθέσουν ενόρκως σε βρετανικό δικαστήριο σε δίκη που ξεκίνησε η ασφαλιστική εταιρεία Guardian.
Ένας από αυτούς ήταν ο αρχιπυροσβέστης Τσορμπάτζης, που έφτασε από τους πρώτους στον τόπο απ´ όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά. Καταφθάνοντας στην οδό Τchoukour ανέβηκε σε μια σκεπή προκειμένου να εκτιμήσει το μέγεθος της φωτιάς. «Μετά κατέβηκα σ´ ένα από τα δωμάτια όπου συνάντησα έναν πάνοπλο Τούρκο στρατιώτη. Έβαζε φωτιά στο εσωτερικό ενός συρταριού. Με κοίταξε άγρια αλλά έφυγε. Στα ρουθούνια μου ήρθε η έντονη μυρωδιά του πετρελαίου».
Ο συνάδελφος του αρχιπυροσβέστη Τσορμπάτζη, Εμμανουήλ Κατσαρός, είχε μια παρόμοια εμπειρία. Κατάβρεχε την Αρμενική Λέσχη με νερό σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την προέλαση της φωτιάς όταν είδε δύο Τούρκους στρατιώτες να μπαίνουν στο κτίριο με τενεκέδες γεμάτους πετρέλαιο. Διαμαρτυρήθηκε όταν τους είδε να τους αδειάζουν στο πάτωμα. «Από τη μία προσπαθούμε να σταματήσουμε τις φωτιές και από την άλλη τις ανάβετε», τους είπε. «Εσύ έχεις τις δικές σου εντολές», του απάντησε ο ένας στρατιώτης, «και εμείς έχουμε τις δικές μας. Το κτίριο είναι αρμενική ιδιοκτησία. Οι εντολές μας είναι να το κάψουμε».
Σε άλλα μέρη, οι πυροσβέστες ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσαν να παλέψουν με τις φλόγες επειδή οι μάνικές τους είχαν κοπεί. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να περιμένουν να σβήσει η φωτιά από μόνη της. Όμως αυτό φαινόταν όλο και πιο απίθανο μια και ο άνεμος―που ήδη ήταν δυνατός―ενισχυόταν από τα ανατολικά. Οι τρεις διαφορετικές φωτιές που είχαν εντοπιστεί από τους μάρτυρες γύρω στις 12 το μεσημέρι είχαν, κατά τη 1.30 μ.μ., ενωθεί σε μια μεγάλη πυρκαγιά που μαινόταν σε όλη την αρμενική συνοικία. Όταν ο Γκαραμπέντ Χατσεριάν σκαρφάλωσε στη σκεπή του σπιτιού της οικογένειας Βερκίν, σκέφτηκε ότι η πυρκαγιά ήταν εκτός ελέγχου. «Ένα τεράστιο σύννεφο καπνού απλωνόταν πάνω από τη συνοικία», έγραψε. «Η φωτιά εξαπλωνόταν προς δύο κατευθύνσεις, απόδειξη ότι είχε εσκεμμένα ξεκινήσει από διάφορα σημεία ταυτόχρονα». Ο Χατσεριάν κατάλαβε ότι τα πράγματα θα δυσκόλευαν αφού η πυρκαγιά εξανάγκαζε χιλιάδες ανθρώπους να βγουν στους δρόμους.
«Τρεις τρόποι για να πεθάνεις» Η προκυμαία της Σμύρνης έγινε το σκηνικό της ανθρώπινης εξαθλίωσης Χιλιάδες άνθρωποι που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις φλόγες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να στραφούν προς την προκυμαία. Όπως έγραψε ο Αμερικανός πρόξενος Τζορτζ Χόρτον, «καθώς η πυρκαγιά εξαπλωνόταν προς την παραλία, το κύμα των ανθρώπων που κατευθύνονταν στην προκυμαία όλο και μεγάλωνε: ηλικιωμένοι, νέοι, γυναίκες, παιδιά, άρρωστοι. Όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν μεταφέρονταν σε φορεία ή στους ώμους των συγγενών τους». Μεταξύ αυτών ήταν και κάποιος γνωστός του πρόξενου, ένας ηλικιωμένος Έλληνας γιατρός ονόματι Αργυρόπουλος, ο οποίος δεν μπόρεσε να αντέξει την όλη κατάσταση. Υπέστη καρδιακό επεισόδιο και πέθανε στην προβλήτα.
«Ήταν μια σκηνή τρόμου και ανθρώπινων δεινών χωρίς προηγούμενο», έγραψε ο Χόρτον. «Όλοι αυτοί οι χιλιάδες άνθρωποι ήταν στριμωγμένοι σε έναν στενό δρόμο ανάμεσα στην πόλη που καιγόταν και στα βαθιά νερά του κόλπου». (…) Η προκυμαία της Σμύρνης έγινε το σκηνικό της ανθρώπινης εξαθλίωσης. Μήκους περίπου 3 χιλιομέτρων και πολύ φαρδιά, ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να φιλοξενήσει εκατοντάδες χιλιάδες άστεγους. Η μετατροπή της σε αυτοσχέδιο προσφυγικό καταυλισμό ήταν γρήγορη και δραματική. Λίγες ημέρες νωρίτερα, η προκυμαία ήταν τόπος χαράς. Τώρα, την ευθυμία είχε αντικαταστήσει η εξαθλίωση. Την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι εκείνη την τρομερή Τετάρτη, στην προκυμαία της Σμύρνης βρίσκονταν περίπου μισό εκατομμύριο πρόσφυγες. Κινδύνευαν να καούν ζωντανοί, καθώς οι φλόγες πλέον είχαν πλησιάσει τη θάλασσα. Επικρατούσε μια φοβερή ζέστη που μεταδιδόταν από κτίριο σε κτίριο. Η ζέστη ήταν τόσο έντονη, ώστε οι κάβοι που έδεναν τα πλοία στην αποβάθρα είχαν αρχίσει να καίγονται. Όλα τα σκάφη απομακρύνθηκαν περίπου 250 μέτρα από την προκυμαία.
«Οι φλόγες θέριευαν συνεχώς», έγραψε ο Οράν Ράμπερ, τουρίστας που είχε φθάσει στη Σμύρνη λίγες ημέρες νωρίτερα. «Οι κραυγές του απεγνωσμένου πλήθους στην αποβάθρα ακούγονταν ένα μίλι μακριά. Είχαν να επιλέξουν μεταξύ τριών ειδών θανάτου: τη φωτιά πίσω τους, τους Τούρκους που παραμόνευαν στα σοκάκια και τον ωκεανό μπροστά τους…. Στα σύγχρονα χρονικά, δεν υπάρχει πιθανώς κάτι που να μπορεί να συγκριθεί με εκείνη τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου στη Σμύρνη».