Κανείς δέν παραπονέθηκε ποτέ, γιατί:
+ τά κάστανα, ἐξωτερικά, ἔχουν βελόνες πού τρυπᾶνε τά χέρια·
+ τά φραγκόσυκα ἔχουν ἀγκάθια, πού μπαίνουν στό δέρμα·
+ τά καρύδια ἔχουν πράσινη, χονδρή σάρκα, πού μαυρίζει τά χέρια·
+ τά ἀμύγδαλα ἔχουν σκληρό περίβλημα, πού θέλει σπάσιμο.
Κανείς! Ποτέ! Καί κανείς δέν σταμάτησε νά τά τρώει, ἐπειδή τοῦ δημιουργοῦν μπελάδες στό καθάρισμα. Ἤρεμα καί ἁπλᾶ, παραμερίζουμε τά ἐξωτερικά ἀγκάθια, ἀφαιροῦμε τήν ἐνοχλητική φλούδα καί ἀπολαμβάνουμε τόν νόστιμο καρπό!
* * *
Γιατί ἆραγε νά μή συμβαίνει τό ἴδιο καί στίς σχέσεις μας μέ τούς συνανθρώπους μας; Γιατί νά μετρᾶμε τόσο:
+ τήν κάποια ὀξύτητα στά λόγια τους·
+ τήν κάποια περιφρόνηση στό βλέμμα τους·
+ τήν κάποια παραξενιά στήν συμπεριφορά τους;
Γιατί νά μήν φροντίζουμε, μέ τήν ἴδια γαλήνη καί ὑπομονή, μέ τήν ἴδια ἠρεμία καί ἁπλότητα, νά παραμερίζουμε τήν ὅποια ἐξωτερική τους στριφνάδα καί ἰδιοτροπία, γιά νά βροῦμε καί νά ἀπολαύσουμε τήν κρυμμένη ὀμορφιά τῆς ψυχῆς τους, πού ΣΙΓΟΥΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΥΠΑΡΧΕΙ; Ὑπάρχει ἄνθρωπος, πού νά μήν κρύβει μέσα του ἕνα διαμάντι;