Ειδικά για τους δικαστές προβλέπεται ότι ο έλεγχος του Πόθεν Εσχες θα γίνεται από ανώτατους δικαστές μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων
Η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την υποχρέωση να περιλαμβάνουν οι υπόχρεοι Πόθεν Εσχες μετρητά που υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ και φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή εντός θυρίδων, καθώς και κινητά περιουσιακά στοιχεία, των οποίων η αξία υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ.
Με την απόφαση του μπαίνει 5ετές όριο στη δυνατότητα της διοίκησης για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου των δηλώσεων, καθώς και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων.
Είχαν «προσφύγει» οι δικαστές
Το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν σχετικής αιτήσεως ενώσεων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ακύρωσε –για τυπικούς λόγους- στο σύνολό της την 1846οικ./13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) - Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών». Όμως , μπαίνει και στην ουσία , καθώς καθορίζει τι επιτρέπεται και τι όχι.
Ειδικότερα, κατά τους δικαστές, η συγκεκριμένη απόφαση «δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση λόγω μη συνδημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των παραμετρικών τιμών και των οδηγιών συμπλήρωσης πεδίων που περιλαμβάνονται στην ηλεκτρονική εφαρμογή «πόθεν έσχες», με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος νομιμότητας των ουσιωδών αυτών στοιχείων της κανονιστικής ρύθμισης».
Όσον αφορά στους δικαστικούς λειτουργούς, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι « ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης αυτών συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος και πρέπει να διενεργείται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η συνταγματικώς επιβαλλόμενη ανεξαρτησία τους έναντι των οργάνων των δύο άλλων λειτουργιών», κατέληξε, στο ότι το επιφορτισμένο με τον έλεγχο όργανο πρέπει να συγκροτείται, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Κρίθηκε επίσης , ότι η καθιέρωση υποχρεωτικού ελέγχου των δηλώσεων των δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν σε Ανώτατο Δικαστήριο, και όχι δειγματοληπτικού, όπως ισχύει για όλους τους υπόλοιπους δικαστικούς λειτουργούς, αποτελεί μέτρο απρόσφορο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με το νόμο σκοπού.
Το δικαστήριο ωστόσο ανάβει το «πράσινο» φως για στην ηλεκτρονική κατάθεση των πόθεν έσχες καθώς απέρριψε σχετικό λόγο ακυρώσεως, με το σκεπτικό ότι η Διοίκηση έχει λάβει ικανά μέτρα προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους επέμβασης τρίτων σε αυτό και διαρροής των δεδομένων.
Επιπλέον, η Ολομέλεια έκρινε ότι η παράλειψη του νομοθέτη να προβλέψει εύλογο χρονικό περιορισμό (που δεν μπορεί να υπερβεί την πενταετία) για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου, καθώς και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων αντίκεινται στην κατοχυρωμένη συνταγματικώς αρχή της ασφάλειας του δικαίου και στη δυνατότητα διατήρησης των προσωπικών δεδομένων μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της επεξεργασίας.
Ακολούθως, έγινε δεκτό ότι στην ετήσια, πλην της πρώτης Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης, περιλαμβάνονται μόνο τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επήλθε κάποια μεταβολή κατά την χρήση, στην οποία αναφέρεται η δήλωση. Από το τέλος του έτους δήλωσης των ως άνω περιουσιακών στοιχείων αρχίζει η πενταετής προθεσμία, εντός της οποίας το όργανο ελέγχου μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά του.
Τι αλλάζει στις ποινές
Ως προς τις προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις κρίθηκε, ότι αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει και του σκοπού δημόσιου συμφέροντος για τον οποίο θεσπίστηκε ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης, και, δεδομένου ότι η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής - και επομένως δεν επιβάλλονται ούτε διοικητικές ούτε ποινικές κυρώσεις - σε περίπτωση επουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης του ανακριβώς δηλωθέντος στοιχείου.
Τέλος, επισημαίνεται στην απόφαση αφενός ότι το όργανο ελέγχου οφείλει, σύμφωνα και με την αρχή της προηγούμενης ακρόασης, να καλεί τον ελεγχόμενο προς παροχή διευκρινίσεων, αφετέρου ότι, ενόψει της σοβαρότητας των απειλουμένων κυρώσεων, η Διοίκηση οφείλει να διαμορφώσει τη διαδικτυακή εφαρμογή, κατά τρόπο ώστε να μην καθίσταται αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής η υποβολή δήλωσης μέσω της χρήσης του ηλεκτρονικού συστήματος από τον μέσο χρήστη.