Από 414,30 ευρώ έως 1.318 ευρώ, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης και τις αποδοχές, θα κυμαίνονται τα μεικτά ποσά των κύριων συντάξεων με βάση τα τελικά ποσοστά αναπλήρωσης που συμφώνησαν η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και οι επικεφαλής των Θεσμών.
Τα ποσά αυτά προκύπτουν, σύμφωνα με τα παραδείγματα που δημοσιεύει η «Ημερησία» λαμβάνοντας υπόψη:
Πρώτον: Τους 10 συντελεστές υπολογισμού της αναλογικής σύνταξης που «κλείδωσαν» και είναι 0,77 για τα πρώτα 15 χρόνια, 0,84% για τα έτη ασφάλισης από 16-18 έτη, 0,895 για 19-21 έτη, 0,955 για 22- 24 έτη, 1,03 για τα 25-27, 1,21 για τα 28-30 έτη, 1,42 για τα 31-33 έτη, 1,59 για τα 34-36 έτη, 1,795 για τα 37-39 έτη και 2% για τα 40 ? 42 έτη. Τα σωρευτικά ποσοστά αναπλήρωσης, αντίστοιχα, θα είναι 11,55% για τα πρώτα 15 έτη, 14,1% για τα 18 έτη, 16,7% για 21 έτη, 19,62% για 24 έτη, 22,7% για 27 έτη, 26,34% για 30 έτη, 30,6% για 33 έτη, 35,37% για τα 36 έτη, 40,7% για τα 39 έτη και 46,7% για τα 42 έτη.
Δεύτερον: Την προσθήκη της εθνικής σύνταξης των 384 ευρώ για συμπληρωμένα 20 έτη ασφάλισης και πάνω και τη χορήγηση μειωμένου ποσού (345 ευρώ) για όσους έχουν 15 έτη ασφάλισης.
Τρίτον: Την εκτίμηση στελεχών του υπουργείου Εργασίας αλλά και της κοινωνικής ασφάλισης ότι οι μέσες συντάξιμες αποδοχές (που θα υπολογίζονται, πλέον, με βάση ολόκληρο τον εργασιακό βίο και όχι με την καλύτερη πενταετία, διετία κ.ά.) θα κυμαίνονται από 600 ευρώ (το χαμηλότερο ποσό για πλήρη απασχόληση) έως 2.000 ευρώ (το υψηλότερο).
ΠΟΙΟΙ ΕΥΝΟΟΥΝΤΑΙ
Τα τελικά ποσοστά αναπλήρωσης, συνυπολογίζοντας και την καταβολή της εγγυημένης από το κράτος εθνικής σύνταξης, ευνοούν ιδιαίτερα τους χαμηλόμισθους, στο πλαίσιο της εσωτερικής αλληλεγγύης υπέρ των πιο «αδύναμων».
Οι κλίμακες των ποσοστών, ωστόσο, ενθαρρύνουν την ασφάλιση για περισσότερα χρόνια (όπως ζήτησαν οι Θεσμοί). Για παράδειγμα, το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης ενός υψηλόμισθου με αποδοχές 2.000 ευρώ, ύστερα από 40 χρόνια ασφάλισης, φτάνει στο 65,90% (1.318 ευρώ μεικτά) ενώ του χαμηλόμισθου των 600 ευρώ με τα ίδια χρόνια, στο 107% (θα λάβει σύνταξη 664,20 ευρώ).
Το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης όσων θα έχουν συντάξιμες αποδοχές 1.000 ευρώ, στα 40 έτη ασφάλισης, διαμορφώνεται στο 85,10%, για τα 1.500 ευρώ στο 72,30% και για τα 2.000 ευρώ θα είναι 65,90%.
ΕΝΙΑΙΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
Τα παραπάνω ποσοστά αναπλήρωσης θα αποτελέσουν τον «οδηγό» για τον επανϋπολογισμό όλων των καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων με βάση την απόφαση της κυβέρνησης για εφαρμογή «ενιαίου κανόνα» για όλους τους συνταξιούχους. Το σχέδιο του Γ. Κατρούγκαλου που, σύμφωνα με πληροφορίες, «πέρασε» από τους Θεσμούς, προβλέπει ότι μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, οι κύριες συντάξεις των ήδη συνταξιούχων θα καταβάλλονται στο ύψος που είχαν.
Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον επανϋπολογισμό, το επιπλέον ποσό θα εξακολουθεί να καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά «απομειούμενη μέχρι την τελική αντιστοίχηση με τις συντάξεις όσων θα συνταξιοδοτηθούν με το νέο καθεστώς». Για τις νέες ή και εκκρεμείς προβλέπονται, πάντως περικοπές («σε περίπτωση κατά την οποία το ποσό της εκδιδόμενης σύνταξης υπολείπεται του ποσού της σύνταξης που θα εκδιδόταν κατά το προϊσχύσαν καθεστώς κατά ποσοστό άνω του 20%, το ήμισυ της υπό κρίση διαφοράς θα καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά»).
Οδηγός
Το σχέδιο του Γ. Κατρούγκαλου που, σύμφωνα με πληροφορίες, «πέρασε» από τους Θεσμούς, προβλέπει ότι μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, οι κύριες συντάξεις των ήδη συνταξιούχων θα καταβάλλονται στο ύψος που είχαν.
Τελικά ποσά
Τα τελικά ποσοστά αναπλήρωσης, συνυπολογίζοντας και την καταβολή της εγγυημένης από το κράτος εθνικής σύνταξης, ευνοούν ιδιαίτερα τους χαμηλόμισθους, στο πλαίσιο της εσωτερικής αλληλεγγύης υπέρ των πιο «αδύναμων».
Εως 2.000 ευρώ
Οι μέσες συντάξιμες αποδοχές (που θα υπολογίζονται, πλέον, με βάση ολόκληρο τον εργασιακό βίο και όχι με την καλύτερη πενταετία, διετία κ.ά.) θα κυμαίνονται από 600 ευρώ (το χαμηλότερο ποσό για πλήρη απασχόληση) έως 2.000 ευρώ (το υψηλότερο).