Το πρόβλημα της εκπαίδευσης στη χώρα μας, ακριβώς λόγω της έλλειψης διορισμών, αναμένεται να προσλάβει δραματικές διαστάσεις στο άμεσο μέλλον.
Τα Μνημόνια εξόντωσαν πάνω από 125.000 δημοσίους υπαλλήλους! Αυτό αποκαλύπτει μελέτη του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, η οποία καταγράφει λεπτομερώς τον αριθμό του τακτικού προσωπικού των υπαλλήλων του Δημοσίου. Από τη μελέτη αυτή, λοιπόν, μαθαίνουμε ότι στις 31 Δεκεμβρίου του 2015 το σύνολο του τακτικού προσωπικού στο Δημόσιο ήταν 566.913 υπάλληλοι. Ακριβώς τόσοι υπάλληλοι υπηρετούσαν στο Ελληνικό Δημόσιο.
Ο αριθμός αυτός ήταν μειωμένος κατά 126.000 (125.994, για να είμαστε σχολαστικά ακριβείς) σε σύγκριση με έξι χρόνια πριν, όταν άρχισε η κρίση. Στις 31 Δεκεμβρίου του 2009 υπηρετούσαν στο Δημόσιο 692.907 υπάλληλοι -ο αριθμός τους είναι μειωμένος, δηλαδή, κατά ποσοστό 18,1%. Με άλλα λόγια, έχει φύγει ο ένας στους πέντε υπαλλήλους σχεδόν που υπηρετούσαν το 2009. Πρόκειται για μείωση κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή.
Κάθε χώρα επίσης θα ήταν υπερήφανη για το επίπεδο των υπάλληλων αυτών. Το 40% είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου -ακριβώς το 39,86%, για να μην ισχυριστεί κανείς ότι... παραχαράσσουμε επί τα βελτίω τα ποσοστά.
Περιττό να τονιστεί ότι σε αυτά τα έξι δίσεκτα μνημονιακά χρόνια έχουν καταποντιστεί οι προσλήψεις, με αποτέλεσμα να μην αντικαθίστανται οι δημόσιοι υπάλληλοι που συνταξιοδοτούνται. Οι αριθμοί είναι άκρως αποκαλυπτικοί. Το ρεκόρ αποχωρήσεων δημοσίων υπαλλήλων στα χρόνια της κρίσης σημειώθηκε το 2013, οπότε καταγράφηκαν 32.072 συνταξιοδοτήσεις και παραιτήσεις. Αντιθέτως, το ρεκόρ προσλήψεων σημειώθηκε την επόμενη χρονιά, το 2014, οπότε και προσελήφθησαν μόλις... 5.349 -ούτε καν ένας σε κάθε πέντε δημοσίους υπαλλήλους που έφευγαν, στα επίπεδα του ρεκόρ. Δεν είναι και παρήγορο.
Τέσσερις έφυγαν, ένας ήρθε
Το 2015 η κατάσταση «βελτιώθηκε»: για κάθε τέσσερις δημοσίους υπαλλήλους που έφευγαν προσλαμβανόταν ένας! Οι αποχωρήσεις ήταν 15.925 και οι προσλήψεις 4.437. Την πρώτη χρονιά διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση δεν μπορεί να πει κάποιος ότι βελτιώθηκε θεαματικά, λόγω πρωτίστως των αφόρητων πιέσεων που άσκησαν στην κυβέρνηση οι Γερμανοί οικονομικοί κυρίαρχοι της πατρίδας μας.
Το 40,2% των αποχωρησάντων το 2015 ήταν απόφοιτοι πανεπιστημιακών σχολών και πάνω από ένας στους τέσσερις (4.652 άτομα, ποσοστό 29%) αυτών που αποχώρησαν είχαν ηλικία ανάμεσα στα 55 και τα 60 χρόνια. Ήταν, δηλαδή, σε ηλικία που πλησίαζε τη σύνταξη, οπότε πανικόβλητοι προσπάθησαν να διασώσουν ό,τι ήταν δυνατόν να διασωθεί. Η συνταξιοδότηση ήταν ο συντριπτικά υπέρτερος λόγος των αποχωρήσεων αυτών, όπως αποδεικνύουν και οι αριθμοί. Από τους 15.925 που έφυγαν, βγήκαν στη σύνταξη οι 12.977 -ποσοστό, δηλαδή, 81,5%!
Ευτυχώς, το 27,9% των προσληφθέντων ήταν ηλικίας μικρότερης των 25 χρόνων (μιλάμε για 1.237 άτομα στους νεοπροσληφθέντες, που ανήλθαν, υπενθυμίζουμε, σε 4.437), ενώ άλλοι 665 προσληφθέντες (το 15% των προσλήψεων) είχαν ηλικία μεταξύ 30 και 35 ετών. Σχεδόν οι μισοί, δηλαδή, ήταν κάτω των 35 ετών, είχαν άρα πολλά χρόνια μπροστά τους για να υπηρετήσουν το Ελληνικό Δημόσιο.
Ξαφνικά λιγόστεψαν οι πανεπιστημιακής μόρφωσης
Παρουσιάζεται όμως ένα εντελώς παράδοξο φαινόμενο. Ενώ, όπως έχουμε προαναφέρει, στους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους το 40% όσων ήδη υπηρετούν έχει πανεπιστημιακή μόρφωση, μόνο το 26,1% των προσληφθέντων κατά το 2015 είχε πανεπιστημιακή μόρφωση, σε μια εποχή που η φοίτηση στα ΑΕΙ είναι πολύ συνηθέστερη στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες παλιότερες εποχές. Τι συμβαίνει άραγε;
Μια ματιά στη σύνθεση των 4.437 προσλήψεων του 2015 λύνει την απορία αυτή. Το 24,3% των προσλήψεων σημειώθηκε για το 2015 στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και το 20,2% έγινε από το υπουργείο Άμυνας.
Και στους ΟΤΑ όμως και στην Άμυνα υπάρχουν πάμπολλες ειδικότητες για τις οποίες κατά κανένα τρόπο δεν απαιτείται πανεπιστημιακό πτυχίο. Αφού, λοιπόν, σχεδόν οι μισές προσλήψεις έγιναν από τους ΟΤΑ και το υπουργείο Άμυνας λογικό είναι να πέσει δραματικά το ποσοστό εκείνων των νεοπροσληφθέντων που έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση, όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς. Στον στρατό ειδικά, λόγω της ηλικίας που γίνονται οι προσλήψεις η οποία είναι πολύ νεαρή, είναι αδύνατον κυριολεκτικά να έχουν πάει οι νέοι στρατιωτικοί στο πανεπιστήμιο.
Δάσκαλοι και καθηγητές για να μας μάθουν γράμματα
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι σχεδόν οι μισοί από τους προσληφθέντες (1.837 άτομα) υπάγονται σε προσωπικό ειδικών θέσεων στα σώματα ασφαλείας και τον στρατό και αποτελούν ειδικό επιστημονικό προσωπικό επίσης. Το ποσοστό αυτών των ανθρώπων -εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται οι έννοιες του «προσωπικού ειδικών θέσεων» στους ένστολους με τους κατόχους πτυχίων πανεπιστημιακής μόρφωσης- ανήλθε στο 41,4% του συνόλου των νεοπροσληφθέντων. Ποσοστό συντριπτικά κυρίαρχο.
Τι είναι αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι; Πρώτα απ' όλα, δάσκαλοι και καθηγητές για να μάθουν γράμματα στα παιδιά των Ελλήνων. Στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση -δηλαδή στα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά σχολεία, όπως και στα γυμνάσια και τα λύκεια- υπηρετούν αυτή τη στιγμή 134.413 εκπαιδευτικοί -66.112 στην Πρωτοβάθμια και 68.221 στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Επιπροσθέτως περίπου 13.000 άτομα συνιστούν το διδακτικό προσωπικό των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Χαρακτηριστικό της δραματικότητας της κατάστασης είναι ότι το 2015 για τις 20.000 θέσεις αναπληρωτών που προσελήφθησαν, για να καλύψουν όπως όπως τις ανάγκες υποβλήθηκαν... 130.000 αιτήσεις! Εξ αυτών των 130.000 μορφωμένων εκπαιδευτικών, προσελήφθησαν στα δημοτικά και τα νηπιαγωγεία 13.512 άτομα και στα γυμνάσια και τα λύκεια 6.488.
Πέραν αυτών που προσλήφθηκαν, 6.151 δάσκαλοι και 8.520 νηπιαγωγοί -δηλαδή συνολικά 14.671 εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης- παρέμειναν εκτός ακόμη και των θέσεων των αναπληρωτών, παρά τις σπουδές τους.
Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι πολύ πιο δύσκολο να εκτιμήσει κανείς τον αριθμό των αποκλεισμένων εκπαιδευτικών, καθώς δεκάδες χιλιάδες απόφοιτοι των καθηγητικών σχολών (φιλόλογοι, φυσικοί, μαθηματικοί κλπ.) δεν υποβάλλονται καν στον κόπο να καταθέσουν αίτηση πρόσληψης. Δεκάδες χιλιάδες από αυτούς επιβιώνουν κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα ή διδάσκοντας σε φροντιστήρια και δεν κάνουν αίτηση για θέση αναπληρωτή.
Γερνούν οι δάσκαλοί μας
Το πρόβλημα της εκπαίδευσης στη χώρα μας ακριβώς λόγω της έλλειψης διορισμών, αναμένεται να προσλάβει δραματικές διαστάσεις στο άμεσο μέλλον. Αφενός λόγω του εξαιρετικά αργού διορισμού εκπαιδευτικών και αφετέρου λόγω του διορισμού τους σε μεγάλη συγκριτικά ηλικία έναρξης της καριέρας τους (γύρω στα 35 με 40 χρόνια), το σώμα των εκπαιδευτικών τόσο στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, η οποία κατά τεκμήριο απαιτεί νέους ανθρώπους όσο και στη Δευτεροβάθμια είναι ένα σώμα γηρασμένο, αφού δεν ανανεώνεται.
Είναι χαρακτηριστικό και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό ότι ο μέσος όρος της ηλικίας των μόνιμων εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ανέρχεται στα 45,6 χρόνια και στα γυμνάσια και τα λύκεια στα 48,8 χρόνια! Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι ακόμη και οι φιλόλογοι που είναι μόνιμοι έχουν κατά μέσο όρο ηλικία 47,7 έτη, ενώ οι μαθηματικοί έχουν 52 έτη!
Φυσικά, και οι πενηντάρηδες έχουν την πείρα να διδάξουν καλύτερα το μάθημά τους στερούνται όμως του πάθους της νιότης για να μεταδώσουν άμεσα φρέσκες σύγχρονες γνώσεις. Ένας πενηντάρης έχει σπουδάσει πριν από τριάντα χρόνια! Μόνο φρέσκιες δεν μπορούν να θεωρηθούν οι γνώσεις που έχει αποκτήσει.
Το 60% εκπαιδευτικοί, γιατροί, ένστολοι
Το 61% των 566.913 δημοσίων υπαλλήλων με καθεστώς μονιμότητας -δηλαδή τα 345.944 άτομα της κρατικής μηχανής της Ελλάδας- είναι καθηγητές και δάσκαλοι, γιατροί και νοσηλευτές στρατιωτικοί και αστυνομικοί συν κάποιοι κληρικοί.
Από τους 220.000 που απομένουν, όλοι σχεδόν είναι πολιτικό προσωπικό, που αποτελεί αυτό που συνήθως αποκαλείται «δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία». Για την ακρίβεια των αριθμών, στις 31 Δεκεμβρίου του 2015 το μόνιμο πολιτικό προσωπικό του δημόσιου τομέα ανερχόταν σε 194.930 υπαλλήλους.
Πάντως το γεγονός της μείωσης των Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων κατά 125.000 άτομα μέσα σε έξι μόνο χρόνια υποδηλώνει το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσαν τα Μνημόνια στην ελληνική οικονομία κι από μια ακόμη σκοπιά, η οποία έχει αναμφισβήτητα σοβαρές κοινωνικές συνέπειες.
Του Γιώργου Δελαστίκ
(ΕΠΙΚΑΙΡΑ-15/04-21/04/16)