Καταστροφή και για την Ελλάδα και για την ευρωζώνη θα είναι η έξοδος από το ευρώ, αναφέρουν οι Financial Times σε άρθρο με τίτλο: Οι έξι μύθοι που εμποδίζουν τη συμφωνία.
Το ελληνικό έπος συνεχίζεται. Δεν θα έχει ευχάριστο τέλος αν οι άνθρωποι που εμπλέκονται δεν αναγνωρίσουν πως είναι προσκολλημένοι σε μύθους. Παρουσιάζω έξι από αυτούς, κάθε ένας εκ των οποίων δημιουργεί διανοητικά και συναισθηματικά εμπόδια για την επίτευξη συμφωνίας.
«Θα με απαλλάξει κάποιος από αυτόν τον απείθαρχο παπά;». Αυτό είναι το ερώτημα που υποτίθεται πως έκανε ο βασιλιάς Ερρίκος ο Β’ για τον αρχιεπίσκοπο Τόμας Μπέκετ. Ο Βόλφγκανκ Σόιμπλε, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, πρέπει να σκέφτεται το ίδιο για τους Έλληνες εταίρους του.
Για τον Βρετανό βασιλιά ωστόσο, η εκπλήρωση της επιθυμίας του αποτέλεσε μια καταστροφή. Κάτι αντίστοιχο αναμένεται να συμβεί αν η Ελλάδα αποχωρήσει. Ναι, αν η Ελλάδα αναγκαζόταν να υποστεί ολέθριες συνέπειες, οι λαϊκιστές καμπάνιες στις άλλες χώρες θα ήταν λιγότερο αποτελεσματικές. Αλλά η συμμετοχή στο ευρώ θα σταματούσε να είναι μη αναστρέψιμη. Κάθε κρίση θα προκαλούσε αποσταθεροποιητικές αντιδράσεις.
Μια ελληνική έξοδος θα βοηθούσε την Ελλάδα
Πολλοί πιστεύουν ότι μια νέα αδύναμη δραχμή θα προσέφερε ένα ανώδυνο μονοπάτι προς την ευημερία. Αλλά αυτό ισχύει μόνο για μια οικονομία που μπορεί εύκολα να αυξήσει την παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών σε διεθνές επίπεδο. Η Ελλάδα δεν μπορεί να το κάνει. Και οι άμεσες συνέπειες θα περιλάμβαναν συναλλαγματικούς ελέγχους, χρεοκοπίες, πάγωμα των ξένων πιστώσεων και νέο γύρο πολιτικής αναταραχής. Το σταθερό νόμισμα έχει μια αξία, ειδικά σε μια χώρα με προβληματική διακυβέρνηση. Η εγκατάλειψη του δεν μπορεί να γίνει χωρίς κόστος.
Κανείς δεν εξαναγκάστηκε να προσφέρει δάνεια στην Ελλάδα. Αρχικά, οι ιδιώτες δανειστές ήταν πολύ ικανοποιημένοι που δάνειζαν την Ελλάδα με τους ίδιους περίπου όρους με την γερμανική κυβέρνηση. Ωστόσο η φύση της πολιτικής στην Ελλάδα, όπως περιγράφεται εύστοχα στον 13ο Άθλο του Ηρακλή του Γιάννη Παλαιολόγου, δεν αποτελεί κάποιο άγνωστο μυστικό.
Τότε, το 2010, έγινε ξεκάθαρο πως τα χρήματα δεν θα αποπληρώνονταν. Αντί να συμφωνήσουν στην διαγραφή χρέους που ήταν αναγκαία, οι κυβερνήσεις (και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) αποφάσισαν να διασώσουν τους ιδιώτες πιστωτές μέσω της αναχρηματοδότησης της Ελλάδας.
Οπότε ξεκίνησε το παιχνίδι του «προσποιήσου και επέκτεινε» (extend and pretend). Οι ηλίθιοι δανειστές χάνουν χρήματα. Έτσι συνέβαινε πάντοτε. Αυτό ισχύει και σήμερα.
Η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει μια τεράστια προσαρμογή της δημοσιονομικής και εξωτερικής της θέσης. Μεταξύ του 2009 και 2014, το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο συρρικνώθηκε κατά 12% του ΑΕΠ, το διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα κατά 20% του ΑΕΠ και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά 12% του ΑΕΠ.
Μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2008 και του τελευταίου του 2013, οι πραγματικές δαπάνες στην ελληνική οικονομία υποχώρησαν κατά 35% και το ΑΕΠ κατά 27%, ενώ η ανεργία έφτασε στο 28%.
Πρόκειται για τεράστιες προσαρμογές. Πράγματι, μια από τις τραγωδίες του αδιεξόδου όσον αφορά τις συνθήκες για την παροχή στήριξης είναι ότι η προσαρμογή έγινε. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται επιπρόσθετους πόρους.
Ο μύθος αυτός απορρέει εν μέρει από την άρνηση να αναγνωριστούν τα μη ανακτήσιμα κόστη. Ο βλαβερός δανεισμός και το τέλος του δανεισμού αυτού ανήκουν στο παρελθόν. Αυτό που παραμένει ανοιχτό είναι κατά πόσον οι Έλληνες θα αφιερώσουν τις επόμενες δεκαετίες προσπαθώντας να αποπληρώσουν βουνά από δάνεια που δεν έπρεπε να είχαν γίνει ποτέ.
Το γεγονός ότι το χρέος έχει διπλασιαστεί ως ποσοστό του ΑΕΠ παρά την αναδιάρθρωση, κάνει την κατάσταση πολύ χειρότερη. Η συγχώρεση είναι αναπόφευκτη. Πράγματι, έκθεση του Center for Economic Policy Research σημειώνει πως το χρέος είναι μεγάλο σε όλη την ευρωζώνη, όχι μόνο στην Ελλάδα.
Η χρεοκοπία συνεπάγεται και Grexit
Ένας έκτος μύθος είναι πως αν η Ελλάδα χρεοκοπούσε, θα αναγκαζόταν να δημιουργήσει ένα νέο νόμισμα και να βγει από την ευρωζώνη. Είναι πιθανό, αν η ελληνική κυβέρνηση χρεοκοπούσε, οι ελληνικές τράπεζες να μην θεωρούνταν ικανές να λάβουν στήριξη από τον ELA. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι τράπεζες θα αναγκάζονταν να επιβάλουν φραγή στις αναλήψεις καταθέσεων. Μπορεί επίσης να σημειωνόταν παύση πληρωμών. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως η ΕΚΤ δεν θα είχε μεγαλύτερη δικαιοδοσία να σταματήσει να λειτουργεί ως δανειστής έκτακτης ανάγκης για τις ελληνικές τράπεζες από αυτήν που θα είχε η Fed για να σταματήσει να δανείζει τις τράπεζες του Ντιτρόιτ όταν χρεοκόπησε η πόλη.
Αλλά υπάρχει μια διαφορά. Καμία αμερικάνικη τράπεζα δεν ήταν τόσο εκτεθειμένη στο Ντιτρόιτ ώστε να καταρρεύσει από την χρεοκοπία του. Αλλά στην ευρωζώνη, η οποία έχει 19 διαφορετικές τραπεζικές αγορές, μια για κάθε μέλος, με το κράτος να έχει μεγάλη παρουσία σε όλες, μια χρεοκοπία από μια εθνική κυβέρνηση θα οδηγούσε στην κατάρρευση τις τράπεζες.
Η ΕΚΤ δεν θα έπρεπε να δανείζει σε τράπεζες που είναι ξεκάθαρο πως δεν είναι φερέγγυες. Το ερώτημα είναι πως θα έπρεπε να αντιδράσει. Ίσως να ήταν εφικτό να χειριστεί την ελληνική οικονομία με περιορισμένη λειτουργία των τραπεζών της. Η στερημένη από ρευστότητα ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να κάνει πληρωμές με υποσχετικούς τίτλους (IOU) που θα αποδεχόταν σε πληρωμές υποχρεώσεων προς αυτήν. Αν και ανεπιθύμητο, θα μπορούσε να εφαρμοστεί.
Η διάλυση των μύθων δεν θα δώσει μια ικανοποιητική λύση. Αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει μια αρχή. Μια συμφωνία που θα περιελάμβανε την μόνιμη μείωση του βάρους του χρέους μετά την ολοκλήρωση μεταρρυθμίσεων στην ελληνική οικονομία και πολιτεία θα ήταν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ο κ. Παλαιολόγος δείχνει πως η Ελλάδα έχει περισσότερο ένα αναπτυξιακό πρόβλημα (development) παρά ένα έλλειμμα μεταρρυθμίσεων. Αλλά μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να αποδώσει μόνο αν η Ελλάδα δεσμευόταν σε αυτήν.
Ένας έβδομος μύθος – ίσως ο πιο επικίνδυνος από όλους – είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί υπό πίεση φέρνουν αποτελέσματα. Πολύ σπάνια.
Αν μια τέτοια συμφωνία δεν επιτευχθεί το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα θα ήταν να γίνει αποδεκτή η πραγματικότητα της χρεοκοπίας και να αφήσουν την Ελλάδα να αποφασίσει τι να κάνει. Αυτό θα ήταν σίγουρα ένα κακό αποτέλεσμα.
Αλλά ποιος είναι βέβαιος σήμερα ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποιο καλύτερο;