Η πρόσφατη πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου δεν μπορεί παρά να έχει επιπτώσεις στη γεωπολιτική πτυχή στη Μέση Ανατολή. Πολλά από τα κράτη, μεταξύ των οποίων δύο από τους σημαντικότερους παίκτες στο σημερινό γίγνεσθαι για την περιφερειακή επιρροή, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, εξαρτώνται οικονομικά σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο.
Γράφει ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Ν. Τσαϊλάς ΠΝ
Στρατιωτικός Αναλυτής
Η Ρωσία επίσης, προσπαθώντας να αποκαταστήσει την περιφερειακή επιρροή
της κατόπιν δύο δεκαετιών απουσίας από την παγκόσμια σκηνή μετά την
κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό
εξαρτώμενη οικονομικά από το πετρέλαιο.Έτσι η μείωση των εσόδων ανεβάζει το κόστος της επιθετικής περιφερειακής πολιτικής, που μεταφράζεται στην ιρανική υποστήριξη του Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Συρία και της Χεζμπολάχ του Λιβάνου ή τα δισεκατομμύρια που η Σαουδική Αραβία και άλλες μοναρχίες του Κόλπου έχουν δεσμευτεί να διοχετεύσουν στην κυβέρνηση του Στρατηγού Σίσι στην Αίγυπτο.
Τα γεωπολιτικά αποτελέσματα από την τρέχουσα πτώση της τιμής του πετρελαίου είναι πιθανό να είναι πολύ φτωχά, και στην πραγματικότητα μπορεί να είναι θετικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι δυσχερείς συνθήκες του συνόλου των εξαγωγέων πετρελαίου θα μπορούσε να οδηγήσουν σε μείωση των εντάσεων. Οι χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σε θέματα πετρελαίου, με συνέπεια οι συμφωνίες που θα προκύψουν να μειώσουν το επίπεδο των γεωπολιτικών και θρησκευτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή γενικότερα.
Η συριακή σύγκρουση και οι σεχταριστικές εντάσεις που έχουν κεντρίσει το περιφερειακό επίπεδο δεν μπορεί να υποτιμόνται. Αλλά υπάρχει η πιθανότητα όλοι οι παίκτες σε αυτό το περιφερειακό παιχνίδι να ψάξουν για την αποκλιμάκωση, καθώς όλοι πιέζονται από τις χαμηλότερες των τιμών του πετρελαίου.
Αυτό δηλαδή, θα μπορούσε να ανοίξει ένα παράθυρο για δημιουργική διπλωματία, που θα συνδέει τις πιθανές συμφωνίες για το πετρέλαιο σε ευρύτερη διαχείριση των περιφερειακών κρίσεων, που η παγκόσμια κοινότητα θα πρέπει να είναι έτοιμη να αξιοποιήσει.
Το ερώτημα βέβαια παραμένει κατά πόσο οι διαπραγματεύσεις αυτές, ή ακόμη και πιθανές συμφωνίες, για το πετρέλαιο μπορούν να οδηγήσουν σε βελτίωση της ατμόσφαιρας των περιφερειακών σχέσεων σε θέματα ασφάλειας, όπως τον συριακό εμφύλιο πόλεμο, την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, και την πολιτική αναταραχή στην Υεμένη.
Η Αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή σε σχέση με την πτώση της τιμής του πετρελαίου καθίσταται ευεργετική καθώς βάζει χρήματα στη τσέπη των Αμερικανών καταναλωτών, μειώνει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, και γενικά λειτουργεί ως κίνητρο για την οικονομία.
Αν οι Ρώσοι συμμετάσχουν σε τέτοιου είδους συζητήσεις, ως μέρος της προσπάθειας να συμπεριληφθούν και οι παραγωγοί που δεν ανήκουν στον ΟΠΕΚ, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εκτιμάται ότι θα αντιδράσουν, απεναντίας μάλλον θα είναι ενθαρρυντικοί.
Αν αυτές οι διαπραγματεύσεις παρουσιάσουν πρόοδο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι έτοιμη να κάνει μια προσπάθεια να επεκταθεί πέρα από τα θέματα του πετρελαίου με σκοπό να περιληφθούν περιφερειακά θέματα κρίσης όπως η Συρία.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της συνεργασίας με τη Σαουδική Αραβία, η οποία εκτός από μια συμφωνία για το πετρέλαιο πρέπει να προχωρήσουν σε ορισμένες γεωπολιτικές παραχωρήσεις προς τους συμμάχους του Μπασάρ αλ-Άσαντ.
Απαιτείται συγχρονισμός γι’ αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να είναι έτοιμες με ένα ρεαλιστικό πλαίσιο για τη Συρία, και αυτό σημαίνει ότι θα αποδεχτούν το καθεστώς Άσαντ, καθώς δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι οι Ρώσοι και οι Ιρανοί θα τον εγκαταλείψουν όταν έχει κρατηθεί όλον αυτό το καιρό με τόσες θυσίες στην εξουσία.
Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να είναι έτοιμη, εάν οι Ιρανοί και οι Ρώσοι διαπραγματευτούν με τη Σαουδική Αραβία για το πετρέλαιο, να συνεργαστούν με τους Σαουδάραβες και τους άλλους συμμάχους ώστε να επεκτείνουν τις συνομιλίες αυτές στη στρατηγική εικόνα της Μέσης Ανατολής γενικότερα.
Είναι μια ρεαλιστική ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.