ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ
Για κάθε περίοδο είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, η ελάχιστη ανάπαυση του εργαζόμενου δεν μπορεί να είναι κατώτερη από έντεκα (11) συνεχόμενες ώρες. Η περίοδος αυτή των είκοσι τεσσάρων ωρών έχει ως έναρξη την 00.01 και λήξη την 24.00 ώρα.
Το ανωτέρω χρονικό διάστημα ημερήσιας ανάπαυσης του μισθωτού είναι υποχρεωτικό , ως ελάχιστο μέτρο προστασίας του εργαζόμενου.
Παρεκκλίσεις από το ελάχιστο όριο ημερήσιας ανάπαυσης επιτρέπονται μόνο με συλλογικές συμβάσεις εργασίας μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων σε εθνικό , κλαδικό ,περιφερειακό ή και σε επιχειρησιακό (σε συγκεκριμένες όμως εργασίες και ειδικότητες) επίπεδο, μόνο όμως με την προϋπόθεση να χορηγούνται στους οικείους εργαζόμενους ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή εφόσον σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρέχεται στους εν λόγω εργαζόμενους κατάλληλη προστασία σύμφωνα με την εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου.
Οι ανωτέρω προϋποθέσεις παρέκκλισης ισχύουν και για εργασίες και ειδικότητες σε υπηρεσίες φύλαξης, νοσηλείας, περίθαλψης, ασθενοφόρα , νοσοκομεία, ιδρύματα, λιμένες ,αερολιμένες, ραδιοφωνία, τηλεόραση, υπηρεσίες τύπου, πυροσβεστική , πολιτική άμυνα, μεταφοράς –διανομής ύδατος , φωταερίου και ηλεκτρισμού, αποκομιδής απορριμάτων , ταχυδρομεία κ.λ.π. για όλες τις οποίες ισχύει υποχρεωτικά η ανάπαυση των 11 ωρών και δεν εξαιρούνται από τα ελάχιστα όρια της υποχρεωτικής ημερήσιας ανάπαυσης όπως εσφαλμένα ερμηνεύτηκε από ορισμένους.
Το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους που απασχολούνται σε βάρδιες, οι οποίοι δεν δύναται να αναλάβουν εργασία ξανά πριν την παρέλευση 11 ωρών από την λήξη της προηγούμενης βάρδιας τους. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει περιορισμός από την περίοδο των 24 ωρών που έχει ως έναρξη την 00.01 και λήξη την 24.00 ώρα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω , θα πρέπει κατά την οργάνωση του χρόνου εργασίας και τον καταρτισμό των προγραμμάτων εργασίας να λαμβάνεται υπόψη η ελάχιστη περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης του μισθωτού σε συνδυασμό με τα χρονικά όρια εργασίας (ωράριο- υπερεργασία, υπερωρία), τις διακοπές εργασίας του εργαζόμενου, καθώς και τον ενδεχόμενο ρυθμό εναλλαγής των ομάδων εργασίας ώστε η ρύθμιση του χρόνου εργασίας να είναι σύννομη.