Στο έγγραφο της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος του υπουργείου Οικονομικών επισημαίνεται μεν ότι «η διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών είναι υποχρεωμένη από το Σύνταγμα να συμμορφώνεται με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας», διευκρινίζεται όμως ότι «όσον αφορά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδίδονται κατά την αναιρετική διαδικασία, αυτές ισχύουν μεταξύ των διαδίκων και εφαρμόζονται από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Οικονομικών». Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις 29/2014 και 1840/2013 του ΣτΕ (αφορούν στην πάγια αποζημίωση βιβλιοθήκης των πανεπιστημιακών και το επίδομα αλλοδαπής των δημοσίων υπαλλήλων), ως αναιρετικές «αναφέρονται σε συγκεκριμένους φορολογούμενους και δίνουν λύσεις σε συγκεκριμένες υποθέσεις, χωρίς να υποχρεώνουν τη διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών σε γενική αποδοχή τους».
Αυτό σημαίνει ότι οι επίμαχες αποφάσεις του ΣτΕ δεν θα εφαρμοστούν για το σύνολο του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των ΑΕΙ και για το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά μόνο για όσους προσέφυγαν αρχικά και δικαιώθηκαν με τις τελικές αναιρετικές αποφάσεις.
Έτσι, για όσους πανεπιστημιακούς δεν προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη η πάγια μηνιαία αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης θα εξακολουθεί να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος με συντελεστές από 22% έως 42%.
Το ίδιο θα συμβεί και για όσους δημοσίους υπαλλήλους δεν προσέφυγαν στη δικαιοσύνη για να διεκδικήσουν το αφορολόγητο του επιδόματος αλλοδαπής.