Γιατί; Διότι από τη μία πλευρά η χρηματοδότηση από τα δημόσια ταμεία και τη γενική φορολογία θα έχει μειωθεί στο ετήσιο ποσό των 8,6 δισ. ευρώ (από τα 21 δισ. που ήταν το 2011 και τα 15 δισ. το το 2012) και από την άλλη η ταυτόχρονη μείωση των εισροών (απασχολουμένων) με την υπέρμετρη αύξηση των συνταξιούχων (600.000 μέσα στην τελευταία εξαετία) θα οδηγούν σε αυξανόμενες πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες. Το έτος 2016 θα απαιτηθούν πρόσθετοι πόροι ύψους 900 εκατ. ευρώ. Το 2017 θα απαιτηθούν τουλάχιστον 1,88 δισ. ευρώ, περισσότερα από την πρόβλεψη του προϋπολογισμού. Το 2018 το ποσό ανέρχεται σε 2,15 δισ., το 2019 αυξάνεται σε 2,40 δισ. ενώ σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις το 2010 θα απαιτηθούν τουλάχιστον 2,67 δισ. ευρώ.
Αυτό είναι το... αισιόδοξο σενάριο στο οποίο έχει θεωρηθεί ως δεδομένο ότι η εισπραξιμότητα των εισφορών θα είναι 100% (σήμερα στον ΟΑΕΕ ίσα που προσεγγίζει το 50%) και προβλέπει ότι δεν θα υπάρξει κάποια απρόβλεπτη αύξηση στο σκέλος των δαπανών.
Ακόμη και αν επέλεγε κάποιος να αντικαταστήσει όλο το δημόσιο σύστημα με τις ιδιωτικές συντάξεις για να κάνει μια νέα εκκίνηση, όπως έγινε πριν από δεκαετίες στη Χιλή, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι με βάση τα σημερινά δεδομένα και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα όφειλε να έχει διασφαλίσει ένα απόθεμα 540 δισ. για να καταβληθούν όλες οι συντάξεις έως το έτος 2050. Σε διαφορετική περίπτωση το κράτος θα ήταν αναγκασμένο –όπως έγινε μετά την κατάρρευση του συστήματος στη Χιλή– να χρηματοδοτήσει τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες από τη γενική φορολογία για να μη χρεοκοπήσουν.
Αυτό το ποσό των 540 δισ. ευρώ προβλέπεται ότι θα είναι το αναλογιστικό έλλειμμα εάν υποτεθεί ότι όλοι οι σημερινοί δικαιούχοι πρέπει να λαμβάνουν σύνταξη μέχρι το τέλος της ζωής τους. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι τα τελευταία έξι χρόνια συνταξιοδοτήθηκαν περίπου 600.000 ασφαλισμένοι όταν οι ετήσιες εκροές από την εργασία αλλά και οι εισροές στην αγορά εργασίας ισορροπούσαν στα 40.000 άτομα.
Οι προβλέψεις αυτές αναμένεται να επιβεβαιωθούν και επισήμως με την κεντρική αναλογιστική μελέτη, που σύμφωνα με το αναθεωρημένο Μνημόνιο ήδη θα έπρεπε να καταρτίζεται για να εισαχθεί ο νέος ασφαλιστικός νόμος στη Βουλή έως τα τέλη του φθινοπώρου.
Η κατάσταση των Ταμείων δείχνει ότι το συνταξιοδοτικό χρέος (με τη μορφή του αναλογιστικού ελλείμματος) είναι στενά συνδεδεμένο με το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος και θέτει χρηματοοικονομικά όρια ακόμη και σε πιθανές μεταβάσεις προς το ιδιωτικό σύστημα ασφάλισης. Γι’ αυτό τον λόγο, στο τελευταίο αναθεωρημένο Μνημόνιο του ΔΝΤ οι όροι βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης εκτίθενται σε συνάρτηση με τη βιωσιμότητα εξυπηρέτησης των δημοσιονομικών στόχων και του χρέους.
Το πρόβλημα δεν αφορά το μέλλον των συντάξεων. Αν δεν βρεθεί σταθερή λύση, το αναλογικό τμήμα των συντάξεων που θα απομείνει μετά τη σταθερή συνεισφορά του κράτους (360 ευρώ) θα υπόκειται από την 1.1.2015 σε διαδοχικές μειώσεις, με αναπόφευκτη την όλο και μεγαλύτερη συρρίκνωσή τους. Αυτό που αποκρύπτεται από την κυβερνητική επικοινωνία καταγράφεται πολύ καθαρά στην τελευταία έκθεση αξιολόγησης του ΔΝΤ για την πορεία του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Ολες οι υποδείξεις για την εφαρμογή νομοθεσίας η οποία θα πρέπει να εφαρμοστεί από την 1.1.2015 οδηγεί στο συμπέρασμα πως και στο τμήμα των κύριων συντάξεων θα πρέπει να εφαρμόζεται η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος (και όχι μόνο των επικουρικών, όπως ισχύει από την 1.7.2014 και τα εφάπαξ). Δηλαδή, εκτός από το κομμάτι της κρατικής συνεισφοράς, που θα αντιστοιχεί στα 360 ευρώ, το υπόλοιπο αναλογικό τμήμα της σύνταξης πρέπει να αντιστοιχεί στο ύψος των εισφορών που έχουν καταβληθεί σε όλο τον ασφαλιστικό βίο.