ΡΕΚΒΙΕΜ ΣΤΗ «ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ»
Του Δημήτρη Βάλλα
Ήταν γύρω στις 4 το απόγευμα της 1ης Μαΐου του 1919 -με το παλιό
ημερολόγιο- και οι δημογέροντες, οι κοινοτικοί επίτροποι και οι άλλοι
πρόκριτοι της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης, άρχισαν να
συγκεντρώνονται μετά από πρόσκληση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, στο
Μέγα Συνοδικό της Αγίας Φωτεινής ενώ ο περίβολος του ναού γέμιζε
ασφυκτικά από κόσμο.
Μετά από λίγο κατέφθασε και ο κυβερνήτης του
θωρηκτού Αβέρωφ, Πλοίαρχος Ηλίας Μαυρουδής. Πρώτος μίλησε προς τους
συγκεντρωμένους ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος ο οποίος ανήγγειλε το
χαρμόσυνο γεγονός:
«Αδελφοί το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων
εκπληρούνται. Οι έκτακτοι χρόνοι ήγγικαν. Αι μεγάλαι ελπίδες του γένους
μας, ο ανύστακτος, ο σφοδρός, ο μύχιος, ο θερμός, ο καίων και φλογίζων
ως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος τα σπλάχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της
μητρός μας Ελλάδος, ιδού κατά τη σήμερον ιστορικήν και αξιομνημόνευτον
ημέραν της 1ης Μαΐου γίνεται πράγμα και γεγονός τετελεσμένον. Από της
σήμερον αποτελούμεν αναπόσπαστον τμήμα της ηνωμένης, της ενδόξου, της
αθανάτου μεγάλης μας πατρίδος Ελλάδος, η αποβίβασις των ελληνικών
μεραρχιών εις τα Μικρασιατικά παράλια ήρξατο, το εξωτερικόν φρούριον της
Σμύρνης κατελήφθη υπό των ελληνικών στρατευμάτων. Αύριο οι ελευθερωτές
μας εισέρχονται…»
Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο Πλοίαρχος Ηλίας Μαυρουδής, ο οποίος
διάβασε το ακόλουθο τηλεγράφημα του Προέδρου της Κυβερνήσεως Βενιζέλου:
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της
Ειρήνης να καταλάβη την Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς
εννοούσιν ότι η απόφασις αύτη ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των
διευθυνόντων το Συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά
της Ελλάδος… Εννοώ ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίσουν σήμερον τας
ψυχάς… αλλά είμαι βέβαιος ότι η εκδήλωσις αύτη δεν θα λάβη ουδένα
χαρακτήρα ούτε εχθρικότητος, ούτε υπεροψίας απέναντι ουδενός… Δεν
εορτάζομεν την κατάλυσιν ενός ζυγού, διά να υποκαταστήσωμεν εις αυτόν
την ιδίαν ημών επικράτησιν…
Ο πλοίαρχος που ήταν εκεί μυστικός απεσταλμένος της κυβέρνησης τότε
του Βενιζέλου, εκτός των άλλων ανακοινώνει ότι η κατάληψη ανατέθηκε στην Ι Μεραρχία Λαρίσσης.
Το πλήθος ξέσπασε: « ΖΗΤΩ Η ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΛΑΡΙΣΣΗΣ»
Επικράτησε ακράτητος ενθουσιασμός και συγκίνηση, η μεγάλη είδηση
διαδόθηκε αμέσως σε όλες τις συνοικίες και πλήθη λαού άρχισαν να
συρρέουν στη προκυμαία αναμένοντας τα «λευκά καράβια της ελευθερίας»…
Πέρασαν από τότε 95 χρόνια και οι σημερινές «ιχνηλασίες» , γυρνώντας
τους δείκτες του ρολογιού ανάποδα σας μεταφέρουν εκεί στη γη της Ιωνίας
όπου , «η Ελληνική φυλή προϋπήρξε του Θεού του πυρός και του ηλίου».
Στις 2 Μάιου, πάντα με το παλιό, ήλθε η ώρα της μεραρχίας των
Λαρισαίων που διάλεξε η μοίρα να γράψει τη δική της ιστορία πατώντας τη
Σμύρνη!
Για την κατάληψη της Σμύρνης θα σας μιλήσουμε σήμερα, μεταφέροντάς
σας με λίγα λόγια στους καιρούς της Μεγάλης Ιδέας που τελικά βάσκανος
τύχη το θέλησε να γίνει μεγάλη καταστροφή…
Πάμε πίσω λοιπόν στην 1η Μεραρχία Λαρίσσης και το 1/38 ηρωικό σύνταγμα ευζώνων στην ώρα που κατεβαίνει από τα καράβια:
Νωρίς το πρωί της 2/15 Μαΐου 1919 φάνηκαν στον ορίζοντα του Ερμαίου
Κόλπου τα πλοία που μετέφεραν τον Ελληνικό Στρατό στη γη της Ιωνίας.
Περί την 0730 ώρα τα πλοία εισήλθαν στο λιμάνι της Σμύρνης και
κατευθύνθηκαν στους καθορισμένους χώρους όπου άρχισε η αποβίβαση των
Συνταγμάτων κάτω από τις ενθουσιώδεις επευφημίες χιλιάδων Ελλήνων
κατοίκων της πόλης – και πολλών άλλων που είχαν φθάσει από την ενδοχώρα –
που έβλεπαν να πραγματοποιούνται όνειρα γενεών και πόθοι αιώνων. Σε
σύντομο χρονικό διάστημα ολόκληρη η προκυμαία της Σμύρνης από το
τηλεγραφείο μέχρι την Πούντα παρουσίαζε θέαμα στρατοπέδου, μπροστά δε
από τη Λέσχη των Κυνηγών στεκόταν ο μητροπολίτης της Σμύρνης Χρυσόστομος
με τον ιερό κλήρο και ευλογούσε τα αποβιβαζόμενα στρατιωτικά τμήματα.
Όλοι τους στη Σμύρνη είχαν ξενυχτήσει και όλοι τους με το πρώτο φως
είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, στις πλατείες, σε όλο το μήκος της
προκυμαίας για να υποδεχτούν τους εύζωνες της 1ης Μεραρχίας. Όλο εκείνο
το τεράστιο πλήθος είχε καταληφθεί από «εθνική παραφροσύνη» καθώς έβλεπε
από τις επτάμισι το πρωί τα δεκαοκτώ Ελληνικά οπλιταγωγά, το ένα μετά
το άλλο, να μπαίνουν στο λιμάνι της προαιώνιας Ελληνικής πολιτείας να
ρίχνουν άγκυρες και στη συνέχεια να κατεβάζουν τα στρατιωτικά τμήματα
της «σιδερένιας μεραρχίας». Ατέλειωτοι αιώνες σκλαβιάς, φόβου,
βασανιστηρίων έδειχναν τώρα να παίρνουν τη δική τους εκδίκηση μπροστά
στη Πούντα και στη Λέσχη των Κυνηγών. Αν έστηνες το αυτί σου μπορεί να
άκουγες το φρικτό ήχο από τις σκουριασμένες αλυσίδες που έσπαζαν και
γίνονταν χίλια κομμάτια».
Οι εύζωνοι του1/38 με τη σημαία μπροστά παρελαύνουν στον παραλιακό
δρόμο, ‘όπου από δέχονται τους πρώτους πυροβολισμούς. Νεκροί, δύο
εύζωνοι και τραυματίες οκτώ.
Οι εύζωνοι σπάνε τους ζυγούς της παρέλασης και αρχίζει η συμπλοκή.
Συλλαμβάνονται πολλοί, μεταξύ των οποίων ο βαλής της Σμύρνης, ο
διοικητής του XVII Σώματος Στρατού, δύο στρατηγοί, 160 αξιωματικοί και
2.500 στρατιώτες και άτακτοι. Η συμπλοκή μέχρι την καταστολή της
διήρκεσε περίπου μία ώρα.
Η χιλιοτραγουδισμένη Σμύρνη μαζί με τους ίσκιους του Ομήρου, του
Ηράκλειτου, του Δημόκριτου και του Θαλή ήταν πάλι σε ελληνικά χέρια!
Η περιπέτεια στην αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας είχε αρχίσει. Δεν είναι η
ώρα να την κρίνουμε. Το τέλος της θα μας το δώσει γλαφυρά η γραφή του
τότε ανταποκριτή της «Toronto Star”, και διάσημου συγγραφέα Έρνεστ
Χεμινγουαιη από το μέτωπο:
«Οκτώβριος 1922. Το κύριο ρεύμα έρχεται φουσκωμένο από την ενδοχώρα.
Δεν ξέρουνε που να πάνε. Εγκαταλείψανε τα σπίτια τους, τα χωράφια τους,
όλα τα υπάρχοντα τους, και σμίξανε με το μεγάλο μπουλούκι των προσφύγων,
στο άκουσμα πως έρχονται οι Τούρκοι. Τώρα κείνο που τους μένει να
κάνουν, είναι να πάρουν τη θέση τους σ’ αυτή τη φρικαλέα πομπή, ενώ το
ελληνικό ιππικό καταλασπωμένο τους οδηγούσε σάμπως αγέλη άβουλα
μοσχάρια…»