Καλώς ήλθατε-Welcome-welkom-mirë se vini- welkomma- ahlan wa sahlan- bari galoust- xos gelmissiniz -i bisimila - akwaba - ongi etorri - Шчыра запрашаем - swagata - amrehba sisswène - ani kié - dobro došli - degemer mad - добре дошъл - kyo tzo pa eit - benvinguts - bonavinuta - dobrodošli - vítejte - velkommen - welkom - bonvenon - tere tulemast -gabitê - vælkomin - tervetuloa - welkom - bienvenue - wolkom - binvignut - benvido -herzlich willkommen - eguahé porá - mikouabô - bienvéni - baroukh haba / brouha aba-a - swaagat / aap ka swaagat hein - üdvözlöm - velkomin - nnoo / i biala - selamat datang -fáilte - benvenuto - yôkoso - amrehva ysswène / l'aaslama - chum reap suor (formal) / suor sdei (casual) -murakaza neza - 환영합니다 - nodé - bi xer hati - gnindi ton hap - gratus mihi venis - laipni lūdzam -

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Ιστορία Εκφράσεων


"Αλλού ο παπάς, αλλού τα ράσα του"
Ήταν μία φορά ένας παπάς που είχε ένα κτηματάκι μακριά από την ενορία του και πήγαινε μόνος του και το όργωνε. Όταν πήγαινε λοιπόν, και άρχιζε το όργωμα, άφηνε τα ράσα του στην εκκλησία, για να μη σκονιστούν, φόραγε τα ρούχα τα παλιά του και πήγαινε στο κτήμα. Όταν τελείωνε τη δουλειά στο κτήμα, γύριζε στην εκκλησία και ξανάβαζε τα ράσα του.
Οι ενορίτες, που έβλεπαν να κρέμονται τα ράσα στο στασίδι, έλεγαν: "αλλού ο παπάς και αλλού τα ράσα του".
Την έκφραση αυτή τη συναντάμε σε πολλές συλλογές. (Ν. Πολίτη "Παροιμίες" Α’ τομ., σελ. 570 - Πυργου παρά Π. Λιναρδάκη - Κεφαλληνίας παρά Σ. Παγώνη κλπ.).
"Άρες μάρες κουκουνάρες"
Φράση που προήλθε από τις αρχαίες κατάρες. Κατ-άρα-άρα-μάρα. Και οι νεότεροι το άρα-μάρα το έκαναν άρες-μάρες, έβαλαν και την ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρια - κουκουνάρες (άδεια - κούφια) και δημιούργησαν μια καινούρια φράση.
 "Ακόμα δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγάλαμε"
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη - που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς του παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γερος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα "έκλεβε λίγον καιρό", γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν, κι’ ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γερος πήρε την απόφαση και με δύο παλληκάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμία προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί; Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή, όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γερος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τούς επισκεφτεί - οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί - του παράγγελνε και του ξαναπαράγγελνε για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολολοτρώνης άκουσε την... απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε.
(Μπορεί η φράση αυτή να προϋπήρξε, αλλά την έκανε γνωστή ο Θ. Κολοκοτρώνης).
(Δεύτερη εκδοχή)

Συμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή ο μύθος λέει τα εξής: "Ήταν κάποιος που είχε δύο κορίτσια της παντρειάς· και μια μέρα που ήρθε ένας προξενητής και του πήγε γαμπρό για την μεγαλύτερή του κόρη, την έστειλε αυτή να βγάλει κρασί από το βαρέλι, για να τον κεράσει. Εκείνη, αφού έβαλε την κανάτα κάτω από την κάνουλα να γεμίσει, συλλογιζόταν το γάμο της κι’ έλεγε πως θα παντρευτώ και πως θα κάμω παιδί και θα το βγάλω Γιάννη· μα έπειτα της ήρθε στο νου πως μπορεί να της πεθάνει και άρχισε αυτή τα μοιρολόγια και το κρασί έτρεχε. Αφού πέρασε πολύ ώρα, πηγαίνει η μικρότερη να δει τι γίνεται· όταν όμως άκουσε τι έλεγε η αδελφή της, άρχισε κι’ αυτή να μοιρολογά το ανιψάκι της· και το κρασί έτρεχε. Πηγαίνει ύστερα και ο πατέρας και όταν έμαθε γιατί άργησαν, κούνησε το κεφάλι του και είπε: "’Κομα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εκράξαμε και το κρασί τρέχει"!
Ίσως από μύθο να γεννήθηκε και η ανάλογη, σε όμοιες περιστάσεις αναφερόμενη αρχαία παροιμία: "Αιξ ούπω τέτοκεν, έριφος δ’ επί δώματι παίζει". (Ζηνοβ. 42 Διογενι. 40. 656. Μακάρ. 54 Αποστολ. Κωδ. Βοδληΐαν 70 Crusii Analecta ad paroem. σελ. 110).
"Ακόμα δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγάλαμε"
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη - που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς του παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γερος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα "έκλεβε λίγον καιρό", γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν, κι’ ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γερος πήρε την απόφαση και με δύο παλληκάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμία προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί; Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή, όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γερος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τούς επισκεφτεί - οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί - του παράγγελνε και του ξαναπαράγγελνε για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολολοτρώνης άκουσε την... απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε.
(Μπορεί η φράση αυτή να προϋπήρξε, αλλά την έκανε γνωστή ο Θ. Κολοκοτρώνης).
(Δεύτερη εκδοχή)

Συμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή ο μύθος λέει τα εξής: "Ήταν κάποιος που είχε δύο κορίτσια της παντρειάς· και μια μέρα που ήρθε ένας προξενητής και του πήγε γαμπρό για την μεγαλύτερή του κόρη, την έστειλε αυτή να βγάλει κρασί από το βαρέλι, για να τον κεράσει. Εκείνη, αφού έβαλε την κανάτα κάτω από την κάνουλα να γεμίσει, συλλογιζόταν το γάμο της κι’ έλεγε πως θα παντρευτώ και πως θα κάμω παιδί και θα το βγάλω Γιάννη· μα έπειτα της ήρθε στο νου πως μπορεί να της πεθάνει και άρχισε αυτή τα μοιρολόγια και το κρασί έτρεχε. Αφού πέρασε πολύ ώρα, πηγαίνει η μικρότερη να δει τι γίνεται· όταν όμως άκουσε τι έλεγε η αδελφή της, άρχισε κι’ αυτή να μοιρολογά το ανιψάκι της· και το κρασί έτρεχε. Πηγαίνει ύστερα και ο πατέρας και όταν έμαθε γιατί άργησαν, κούνησε το κεφάλι του και είπε: "’Κομα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εκράξαμε και το κρασί τρέχει"!
Ίσως από μύθο να γεννήθηκε και η ανάλογη, σε όμοιες περιστάσεις αναφερόμενη αρχαία παροιμία: "Αιξ ούπω τέτοκεν, έριφος δ’ επί δώματι παίζει". (Ζηνοβ. 42 Διογενι. 40. 656. Μακάρ. 54 Αποστολ. Κωδ. Βοδληΐαν 70 Crusii Analecta ad paroem. σελ. 110).
"Άνοιξε η γη και τον κατάπιε"
Η φράση αυτή έχει την αρχή της στη Μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων. Συμφωνα με το μύθο, ο Αμφιάραος καταδιωκόμενος από τον Περικλύμενο και κινδυνεύοντας, από στιγμή σε στιγμή, να χτυπηθεί από το ακόντιο του διώχτη του, σώθηκε μόνο από τη γρήγορη επέμβαση του Δια.
Με έναν του κεραυνό, ο πατέρας των θεών, άνοιξε ρήγμα στη γη, όπου χάθηκαν ο Αμφιάραος, το άρμα του και τα δύο άλογα Θοας και Διας.
Συμφωνα με άλλη πάλι εκδοχή, η Σαλώμη, η κόρη του Ηρώδη, σύμφωνα με μία παράδοση, "επί τη αποτομή του Προδρόμου" την κατάπιε η Γη ζωντανή.
Τη φράση αυτή χρησιμοποιούμε και σαν κατάρα "να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί".
Όπως γράφει ο Γ. Σιέττος στο βιβλίο του "Λαογραφία", η συνήθεια αυτή επικράτησε μάλλον από περιστατικό, το οποίο κατ’ ευχήν του Μωϋσή "η γη άνοιξε και κατάπιε τον Δαθάν και τον Αβειρών και τούς οίκους αυτών".
Συναντάται και σαν κατάρα του εαυτού μας. "Να ανοίξει η γη και να με καταπιεί", λέει εκείνος που θέλει να κρύψει την ντροπή του η να βάλει τέρμα στη δυστυχία του. "Ιδρώς τε μοι περιεχείτο υπ’ αιδούς και τούτο δη το του λόγου χανείν μοι την γην ηυχόμην" (Λουκιανός Συμπ. 28. Αποκάλ. Ιωάννου ΙΒ’ 16, Αριθμούς ΙΣΤ’ 30, Απολλόδωρο Γ, Β, 2, Ιλιάδα Δ, 183, Ζ 282. Λουκιανός "Αλιεύς" 607) "Εγώ, ω Φιλοσοφία, μεταξύ λέγοντος αυτού, καταγής δούναι ηυχόμην". Και ο Αριστοφάνης στούς "Αχαρνείς" λέει: "Μας το ’σκασε! Άνοιξε η γη και τον κατάπιε! Αλλοίμονό μου ο δύσμοιρος, με βάρυναν τα χρόνια".
 "Δε μύρισα τα νύχια μου"
Όταν ο Πλάτωνας πήγε ηλικιωμένος για τελευταία φορά στην Ολυμπία, του έγινε μοναδική υποδοχή, γιατί στα νιάτα του ήταν ξακουστός ακοντιστής και νικητής δυο φορές στα Πυθια και μία φορά στα Νεμεα. Καμμιά τιμή στην αρχαιότητα δεν είχε την αξία του τίτλου "Ολυμπιονίκης". Οι νικητές, όταν γύριζαν στην πόλη τους, είχαν το δικαίωμα να φορούν πορφύρα και στεφάνι, γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους της πόλης, για να περάσει η πομπή τους και έστηναν το άγαλμά τους στην αγορά. Οι Ολυμπιονίκες της Σπάρτης πολεμούσαν κοντά στο βασιλιά. Στην Αθήνα τούς έτρεφαν δωρεάν, όσο να πεθάνουν, όπως ακριβώς γινόταν και με τούς μεγάλους άνδρες του Πρυτανείου. Λιγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ’ έξω από το Στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα η τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι "μάντισσες", "βουτούσαν" τότε τα νύχια τους σ’ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι’ έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας. Τοτε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή.
Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: "δε μύρισα τα νύχια μου", που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.
"Θα γίνουμε από δυο χωριά"
Από τα πολύ παλιά χρόνια είχαμε εμείς οι Έλληνες το διχασμό, την αλληλοσύγκρουση, που προκάλεσε στο Γενος μας πολλά δεινά, παρά οι εθνικοί εχθροί μας, που πάντοτε περίμεναν την ευκαιρία.
Οι Ιταλοί έλεγαν για μας: Δυο Έλληνες, τρεις γνώμες.
Αυτή η κατάσταση βασίλευε, ιδίως άλλοτε και μεταξύ γειτονικών χωριών. Αφορμή να τσακωθούν δύο χωριά ήταν τα όρια δήμων η κοινοτήτων, τα εδάφη βοσκής, η η χάραξη καινούριου δρόμου κλπ.
Έτσι έμεινε και η φράση: "Θα γίνουμε από δυο χωριά", δηλαδή θα γίνουμε εχθροί σαν να είμαστε από δυο διαφορετικά χωριά
"Κάλλιο αργά παρά ποτέ"
Παροιμία και σύγχρονα παροιμιακή, αυτή η φράση, θέλουμε να πιστεύουμε πως μας την άφησε ο Σωκράτης.
Όταν, λοιπόν, ο φιλόσοφος, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντάς του: "Γερων ων κίθαριν μανθάνεις;...".
Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: "Καλλιον οψιμαθής η αμαθής (παραμένειν)".
Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το "κάλλιο αργά παρά ποτέ", που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας· έκανε μία... μετάφραση.
Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: "Του μεν ουν μηδ’ όλως το βράδιον αφικέσθαι άμεινον". Δηλαδή, αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανέθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω και αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου.
"Σ’ αγαπάει η πεθερά σου"
Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λεει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους, οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα του φαγητού. Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στούς άλλους.
Όταν, όμως, γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή, ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος. Γι’ αυτό και σ’ όποιον πάει σε κάποιο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως "τον αγαπάει η πεθερά του".
Τον πήραν στο ψηλό
Παρόλη τη σκληρότητα και τον τρόμο που βασίλευαν στο Βυζάντιο, οι επαναστάσεις δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Πολύ συχνά, ο καταπιεζόμενος λαός ξεσηκωνόταν, άρπαζε τσεκούρια και μαχαίρια κι έπεφτε πάνω στους δυνάστες του, που τους κατακρεουργούσε. Όταν μια λαϊκή εξέγερση πετύχαινε, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς αξιωματούχους της Αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους. Στη «Βασιλεύουσα» υπήρχε -έξω από το Επταπύργιο- ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό, όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα. Κι αυτό, γιατί η τοποθεσία ήταν πάνω από τη θάλασσα, δηλαδή ήταν μέρος ψηλό. Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες έσερναν αλυσοδεμένους τους πρώην βασανιστές τους, τους κρεμούσαν σ' ένα δέντρο κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο. Μικροί και μεγάλοι, περνούσαν μπρος από τον τιμωρούμενο και τον έφτυναν ή του έριχναν λεμονόκουπες κλπ. Ύστερα τον ξεκρεμούσαν κι έτσι δεμένο τον πετούσαν στη θάλασσα. Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, τιμώρησαν τη Μαρία Κομνηνή, την ωραία αλλά σκληρή αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Από το περιστατικό αυτό και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο ψηλό».
 
Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ' εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (υπόδουλος - τουρκ. raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του».
 
Τον κόλλησε στον τοίχο
Κάποτε, στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους του Βυζαντίου μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ' ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι. Το... αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα όλοι οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει. 
 
Του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι
Όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διατηρούσαν στα παλάτια τους νάνους, για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Οι «τζουτζέδες» αυτοί -όπως τους έλεγαν- ήταν σχεδόν παντοδύναμοι και μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο ή ν' ανεβάσουν στα ψηλότερα αξιώματα, όποιον ήθελαν: Οι αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι, σε καμιά περίπτωση. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους. Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος. Έτσι, έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι».
 
Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί ήταν άφθαστοι να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ' αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλ’ ένα «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι' αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο Ιουλιανός θύμωσε, μα παραδέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ' αφτιά του ωτακουστή... ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση: «του μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά».
 
 
Άλλου παπά ευαγγέλιο
Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία. Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ' ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει. Εδώ όμως, στο ξένο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας, να λέει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε! «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο...». - Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. «Αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο». Και από τότε έμεινε η φράση!
 
 
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
Ξέχωρα από τον άνθρωπο, ο λαγός έχει και έναν άλλον εχθρό, την κουκουβάγια. Και οι διαφορές τους είναι ενοικιοστασιακές. Η κουκουβάγια φτιάχνει τη φωλιά της συνήθως στα χαλάσματα των σπιτιών, ανάμεσα σε λιθιές, σε ακατοίκητα καλύβια. Όταν, όμως, ζει στο δάσος, σπίτια δεν υπάρχουν κι έτσι δε διστάζει να κάνει με το ζόρι έξωση στο λαγό. Σταμπάρει τη φωλιά του λαγού και σε κατάλληλη ευκαιρία ορμάει, σκοτώνει το λαγουδάκι ή τα λαγουδάκια με το ράμφος και τα νύχια της και κάθεται αυτή στο έτοιμο σπίτι. Όταν οι κυνηγοί, όμως, φτάσουν ακολουθώντας τ' αχνάρια του λαγού ή με τη βοήθεια του σκυλιού τους, μπροστά στη φωλιά του λαγού, τότε αντικρίζουν στη «μπούκα» δυο πελώρια γυαλιστερά μάτια, τα μάτια όχι του λαγού, αλλά της κουκουβάγιας. Αυτό που κάνει όμως, η κουκουβάγια στο λαγό, φαίνεται ότι το κάνει και ο κούκος στην κουκουβάγια. Λέγεται ότι «o κούκος μέλλων να γεννήση τα ωά του, διευθύνει με ταχυτάτην πτήσιν εις φωλεάν γλαυκός, ήτις, τυφλώττουσα προς το ημερινόν ηλιακόν φως, γίνεται περίφοβος εις την αιφνιδίαν προσβολήν του κούκου και παραχωρεί την φωλεάν της. Τότε ο κούκος κυλίων και εκβάλλων εν των ωών εκείνης, γεννά και αντικαθίστησι τα ιδικά του. Ή γλαύξ μετά την επιστροφήν αυτής επωάζει αυτά, ο δε κούκος με την αυτήν ταχύτητα διώκει την γλαύκα εκάστοτε και τρέφει τα νεογνά του, μέχρις ου πτερυγίσωσι και τον ακολουθήσωσιν». Γι' αυτό και οι αρχαίοι είχαν μια σχετική παροιμία: «Άλλο γλαύξ, άλλο κορώνη φθέγγεται». Καθώς , επίσης, και αυτή που μεταχειρίζονται ακόμη σε πολλά μέρη της πατρίδας μας: «Άλλο το κούμπαλο κι άλλο το δαμάσκηνο».
 
 
Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας
Φράση που μας την έκανε πιο γνωστή και από τότε έμεινε, ο Γέρος του Μωριά Θ. Κολοκοτρώνης. Λεγόταν, κυρίως, στους μύλους και στις βρύσες, που περίμεναν με τη σειρά τους να αλέσουν ή να πάρουν ένα σταμνί νερό. Έτσι, όταν έβλεπαν κανέναν παπά να θέλει να μην τηρήσει τη σειρά, του λέγανε τη φράση αυτή.
 
 
Αναγκαίον κακό
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ' ένα στίχο του Μένανδρου (342-291 π.Χ.),που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «...εάν τις την Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ' αναγκαίον κακόν». Δηλαδή: Εάν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον κακόν». Σ' ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε -ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω- την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό. (Φιλήμονος αδήλων, απόσπ. 103 (Meineke).
 
 
Από μεθυσμένο και τρελό μαθαίνεις την αλήθεια
Ο Ευστάθιος γράφοντας: «Οίνος γαρ φασί και αλήθεια» (740, 14) είχε βέβαια υπόψη του και τις αρχαίες παροιμίες: «οίνος και αλήθεια» και «ανδρός δ' οίνος έδειξε νόον» (Αλκαίου, Απόστ. 53 [έκδ. Βerg], Αθηναίος, 37 Ρ). Πιο σύγχρονος ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει: «από σαλού και μεθυστού την αλήθειαν άκουε» (Μ. Ψελλού Επιρρήματα των ανθρώπων - Ν. Πολίτη, Παροιμ. 1,6, αρ. II). Σήμερα τη συναντάμε και με τον τύπο: «από ζουρλό και μεθυστή μαθαίνεις την αλήθεια», ή: «δος κρασί να βγ' η αλήθεια» (Ι. Βερέττα, Συλλογή παροιμιών, σ. 21, αρ. 9.1. Βενιζέλου, Παροιμίες Δημώδεις, σ. 62, αρ. 138 και 150, αρ. 8. Δ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, 1,311,339).
 
 
Καβάλησε το καλάμι
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Πάντως οι Σπαρτιάτες την έλεγαν, για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Και να η ιστορία: Ο Αγησίλαος αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του. Λέγεται ότι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως, τον είδε ένας φίλος του σ' αυτή τη στάση. Ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανέναν, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και νιώσει τι θα πει να παίζεις με τα παιδιά σου. Αλλά εκείνος δεν κράτησε το λόγο του και το είπε και σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά - σιγά ο λόγος σε όλους και να φτάσει στις μέρες μας και το λέμε, όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα. Βέβαια, στην πάροδο των χρόνων άλλαξε η ερμηνεία του. Αυτό συμβαίνει και σε πάρα πολλές άλλες παροιμιώδεις εκφράσεις.
 
 
Και οι τοίχοι έχουν αφτιά
Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως το Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν, κυρίως, τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόβουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά- ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα το Σγουρό. Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος από τους Φράγκους κλείστηκε στον Ακροκόρινθο, ο Ναρσής του πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμο του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, τα οποία χρησίμευαν για φυλακές. Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, να πούμε, ένα είδος «μικρόφωνου» της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία». Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε ακόμα στην όπερα του Μπετόβεν «Φιντέλιο». Εκεί υπάρχει το τραγούδι των φυλακισμένων που τελειώνει με τη φράση: «Έχουν και οι τοίχοι αφτιά». Και ο λόγος - η φράση αυτή έμεινε παροιμιώδης από το εξής περιστατικό: Σ’ ένα από τα μουσικά απογευματινά που έδινε η βασίλισσα Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, έπαιξε πιάνο και τραγούδησε η ανιψιά του Κωλέττη, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη. Τελειώνοντας, λοιπόν, το τραγούδι με τη φράση «έχουνε και οι τοίχοι αφτιά», οι αντιοθωνικοί βρήκαν την ευκαιρία να διαδώσουν τη φράση αυτή σαν σύνθημα, λέγοντας, συγχρόνως, να φυλάγονται από τους κατασκόπους των Βαυαρών. Μια άλλη εκδοχή, πολύ παλιότερη λέει ότι: «Ο Βύζας που έχτισε το Βυζάντιο ανήγειρε και τείχη που είχαν μια αξιοθαύμαστη ιδιότητα. Αν κάποτε μια σάλπιγγα ή φωνή ανθρώπου ή ζώου ακουγόταν, αμέσως ο ήχος αυτός μεταβιβαζόταν στον αμέσως επόμενο πύργο και ούτω καθεξής. Αλλά και ο ένας από τους εφτά πύργους του Βύζα ονομαζόταν πύργος του Ηρακλή και έκανε ακουστά τα μυστικά των εχθρών, που ήταν έξω από τα τείχη και τα μετέδινε στους πολιορκούμενους.
 
 
Κάθομαι στ’ αγκάθια
Όταν στα 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι -μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης- ήρθαν να κυριέψουν το Μωρία με το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο, πολλούς κόπους και θυσίες, κατόρθωσαν, ύστερα από σαρανταένα χρόνια, να πολιορκήσουν τη Μονεμβασία, που έμενε η τελευταία ακυρίευτη, ακόμη, πολιτεία από το βασίλειο του Μωρία. Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και, παρ’ όλες τις προσπάθειες τους, οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπουν και να καταλάβουν το κάστρο της. Μερικοί απ’ αυτούς τότε -κάπου τριακόσιοι- αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους και να φύγουν, γιατί είχαν βαρεθεί το μάταιο αγώνα τους. Αυτό, όμως, θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός -ο Ραούλ Πίζος- τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε μ' ένα πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο: Τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια. Όταν ο Βιλλαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του, διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν, εκτίμησαν την πράξη αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν. Από το γεγονός αυτό, παρέμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «κάθουμε σε αγκάθια» που τη λέμε συνήθως, όταν μας βασανίζει κάτι.
 
 
Κάνει την πάπια
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομάζονταν Παπίας. «Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τάς εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο. Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσια του. Κάποτε -όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β'- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρι-νός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες -ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα- στον αυτοκράτορα. Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του ...βούρκωναν υποκριτικά. - «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;». Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι' αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»... Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
 
 
Καρφί δεν του καίγεται
Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο. Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο. Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να ’χει σαράντα χιλιάδες κάτοικους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους. Παρ όλ' αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα. Κι ένα απ' όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια. Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.
 
 
Κροκοδείλια δάκρυα
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται πίσω από κανένα βράχο ή δέντρο κι αρχίζει να βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού. Συγχρόνως -ίσως από την προσπάθεια που βάζει για να... κλάψει- τρέχουν από τα μάτια του άφθονα και χοντρά δάκρυα. Έτσι, αυτοί που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κανένα παιδάκι που χάθηκε και τρέχουν να το βοηθήσουν... Ο κροκόδειλος επιτίθεται τότε, ξαφνικά και κάνει τη δουλειά του. Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος. Οι Φοίνικες, όμως, έμποροι, που έφταναν στα λιμάνια της Κορίνθου και του Πειραιά, μιλούσαν συχνά για τα διάφορα εξωτικά ζώα, τα πουλιά και τα ερπετά της πατρίδας τους, που άφηναν κατάπληκτους τους ανίδεους Έλληνες και τους γέμιζαν με τρόμο και θαυμασμό. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο κροκόδειλος τους έκανε περισσότερη εντύπωση, κυρίως με το ψευτοκλάμα του, αφού ένας νεαρός ποιητής, ο Φερεκίδης, έγραψε κάποτε το παρακάτω επίγραμμα: «Εάν η γη ήθελε να συλλάβει εκ των δακρύων της γυναικός, εκάστη ρανίς των θα εγέννα κροκόδειλον». Παρόλο, λοιπόν, που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι' αυτούς που ψευτοκλαίνε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.
 
 
Κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα
Στα 1830, σ' ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο... Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες, που τον μάστιζαν. Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς. Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ' αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα. Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ’ αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά. Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα».
 
 
Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε
Ο λαός βλέπει και κρίνει. Βλέπει τα πάντα που περνούν μπροστά από τα μάτια του. Παρακολουθεί όλες τις σκηνές του κοινωνικού βίου, αδιαφορώντας αν τα πρόσωπα των σκηνών αυτών είναι άνθρωποι ή ζώα. Κουνάει το κεφάλι του, χαμογελάει και κάπου - κάπου κάτι λέει. Αυτό που λέει, είναι η παροιμία, είναι παροιμιώδης έκφραση. Βλέπει τώρα το συμπέθερό του το Σταμάτη, που τρέχει δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας να βρει το γάιδαρο του. Ο γερο - θυμόσοφος, που κάθεται κάτω στον ίσκιο μιας βελανιδιάς, είχε προσέξει, ότι ο Σταμάτης ο συμπέθερός του, είχε ξεσαμαρώσει το γάιδαρο, ότι του έβαλε σ ένα κουρούπι πίτουρο, σ ένα άλλο νερό και έφυγε αφήνοντας τον εκεί. Ο γέρος, όμως, είχε παρατηρήσει και κάτι άλλο: ότι το ζώο ήταν λυτό, ότι ανέμιζε την ουρά του, και ότι, άμα η μουργέλα (αλογόμυγα) του χώθηκε στο ρουθούνι, άρχισε τις κλοτσιές και το έβαλε στα πόδια. Και την ώρα που ο απελπισμένος Σταμάτης ζυγώνει το γέρο και τον ρωτάει: - Μπας και είδες, συμπέθερε, κατά πού έκανε ο γάιδαρος μου; Ο γέρος, αντί για άλλη απάντηση, του λέει και μάλιστα έμμετρα: - «Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρεύε!...».
 
 
Κάθε κατεργάρης στον μπάγκο του
Στα παλιά τα χρόνια, για να ταξιδέψεις στη θάλασσα έπρεπε να ’χεις πολύ κουράγιο, γιατί σ’ όλα τα πέλαγα αλώνιζαν κουρσάρικα καράβια. Οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες και τα πλοία αρμένιζαν με τα πανιά ή με τα κουπιά. Φαντάζεστε τι πλήρωμα θα ’χανε τα κουρσάρικα καράβια! Οι κωπηλάτες, οι περισσότεροι ήταν συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι των κάτεργων - δηλ. πλοίο που δούλευαν οι κατάδικοι), με σκοτεινό παρελθόν, (απ’ εδώ και η λέξη κατεργάρης = άνθρωπος χωρίς εμπιστοσύνη κλπ.). Όταν, λοιπόν, ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ' το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους μπάγκους ή πάγκους (από το Ιταλικό ρanco)! Υπήρχαν, επίσης, πλοία την εποχή εκείνη, που ονομαζόντουσαν «κάτεργα» (πλεούμενες φυλακές). Έτσι, το πλήρωμα αυτών των πλοίων λεγόταν «κατεργάρηδες».
 
 
Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα
Κατά μία εκδοχή που φαίνεται, πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση αυτή την είπε ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν βρισκόταν στη Ζάκυνθο (πριν αρχίσει η επανάσταση). Τότε άκουσε, πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης -αυτοκράτορας της Γαλλίας- μάλωνε με τον τσάρο της Ρωσίας, για το ποιος από τους δυο θα έπαιρνε την Πολωνία. - Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης. Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δυο Μεγάλοι, ποιος θα την πάρει. - Δυο ψυχικοί (γάιδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε. Αλλά κι αν ο πρώτος δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός, τουλάχιστον, μας την έκανε γνωστή.
 
 
Δε μύρισα τα νύχια μου
Όταν ο Πλάτωνας πήγε ηλικιωμένος για τελευταία φορά στην Ολυμπία, του έγινε μοναδική υποδοχή, γιατί στα νιάτα του ήταν ξακουστός ακοντιστής και νικητής δυο φορές στα Πύθια και μια φορά στα Νεμέα. Καμιά τιμή στην αρχαιότητα δεν είχε την αξία του τίτλου «Ολυμπιονίκης». Οι νικητές, όταν γύριζαν στην πόλη τους, είχαν το δικαίωμα να φορούν πορφύρα και στεφάνι, γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους της πόλης, για να περάσει η πομπή τους και έστηναν το άγαλμα τους στην αγορά. Οι Ολυμπιονίκες της Σπάρτης πολεμούσαν κοντά στο βασιλιά. Στην Αθήνα τους έτρεφαν δωρεάν, όσο να πεθάνουν, όπως ακριβώς γινόταν και με τους μεγάλους άνδρες του Πρυτανείου. Λίγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ’ έξω από το Στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα ή τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.
 
 
Δεν περνά η μπογιά της
Ο Νικήτας Χανιώτης γράφει πως όταν οι Φράγκοι πήραν την θεοφύλακτη Πόλη κι αντίκρισαν τις βυζαντινές δέσποινες, έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοικτό. Για να φαίνονται «γαϊτανοφρύδες», ξύριζαν τα φρύδια τους και τα ζωγράφιζαν από πάνω. Έβαζαν μπλε σκιές στα μάτια και κόκκινο στα νύχια. Ξεκολλούσαν τις τρίχες των ποδιών τους μ' ένα μίγμα καραμέλας και μαστίχας και ξάνθαιναν τα μαλλιά τους με ένα άγνωστο υγρό. Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν πολλά μαγαζιά, που πουλούσαν διάφορες αλοιφές για το πρόσωπο και το σώμα. Οι καλύτερες όμως αλοιφές ήταν εκείνες που έφτιαχναν οι γυναίκες του λαού με βότανα, γάλα, μέλι και μεδούλι. Τα παράξενα όμως καλλυντικά δεν τ' αγόραζαν μόνο παστρικιές, αλλά κι αυτοκράτειρες, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ομορφιά τους, για να μη χάσουν την αγάπη του συζύγου τους. Ό,τι κι αν έκαναν όμως, όταν περνούσε η πρώτη τους νεότητα, δεν υπήρχε πια ελπίδα να ξαναγίνουν ωραίες" οι αυτοκράτειρες έτρεχαν να βρουν αλλού την εσωτερική τους χαρά. Ο λαός ωστόσο, που τα παρατηρεί και τα σατιρίζει όλα, όταν έβλεπε το βασιλιά του να πηγαίνει με άλλες γυναίκες, έλεγε ειρωνικά για τη βασίλισσα: «Δεν περνά πια η μπογιά της». Δηλαδή οι αλοιφές και τα χρώματα που έβαζε, δεν την ωφελούσαν σε τίποτε.
 
 
Δεν ιδρώνει τ’ αυτί του
Ο Ασκληπιός άρχισε από επαρχιακός γιατρός στα Τρίκαλα. Αν έγινε θεός, το χρωστά στο Δία, που θέλησε κάπως ν' ασχοληθεί μαζί του. Ο Δίας ήξερε καλά να γιατρεύει τις αρρώστιες. Είχε, μάλιστα, ειδικότητα στις επιδημίες, αλλά ήταν πολύ μεγάλος, για να τον ζαλίζουν οι άνθρωποι με μικροπράγματα. Δημιούργησε λοιπόν, δεύτερες θεότητες, που πήραν πάνω τους τις καθημερινές έννοιες του γένους των θνητών. Ο Δίας κράτησε την ψυχή. Το σώμα το ανέλαβε ο Ασκληπιός, μεγάλος φιλάνθρωπος, ο μόνος που βοήθησε τους φτωχούς και τους άρρωστους. Ο Παυσανίας μας εξηγεί, πώς ήταν τα Ασκληπία. Είχαν πελώριες αίθουσες, ανοιχτές στον καθαρό αέρα, κάτι σαν τα σημερινά σανατόρια. Στα Ασκληπία αυτά, αναφέρονται θεραπείες ψυχοπαθών, λεπρών, αρθριτικών και άλλων. Όσο τσαρλατάνικες κι αν φαίνονται σήμερα πολλές από τις θεραπείες του, ο Ασκληπιός ήταν τίμιος γιατρός: Δεν ξεγελάει τους πελάτες του, δε ζητά πληρωμή, παρά αφού ευχαριστηθούν από την επέμβαση του. Κάποια τον ρωτάει -σε πλάκες που βρέθηκαν στην Επίδαυρο-με τι τρόπο να κάνει παιδί. Άλλος πώς να ξαναβρεί την όραση του. Κάποιος πάλι τον ευχαριστεί, επειδή τον απάλλαξε από τις ψείρες και πολλοί απλοϊκοί του ζητούν χάρες άσχετες με την υγεία. Κάποια π.χ. τον ρωτά με ποιον τρόπο να κάνει το φίλο της να την αγαπήσει. «Να τον κλείσεις σ' ένα πολύ ζεστό δωμάτιο-τη συμβουλεύει εκείνος- κι αν ιδρώσουν τ αφτιά του, θα σ αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν, μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «δεν ιδρώνει τ’ αυτί του», που τη λέμε συνήθως, για τους αναίσθητους και αδιάφορους.
 
 
Δίνω τόπο στην οργή
«Δώσε τόπο της οργής», «έδωσα τόπο στην οργή», φράση που έχει από την αρχαιότητα την προέλευση της. Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (718) βρίσκουμε σχετικό στίχο: «είκε θυμώ και μετάστασιν δίδου». Αυτά τα λόγια λέει ο Αίμωνας στον πατέρα του τον Κρέοντα , που επιμένει να τιμωρήσει την Αντιγόνη, γιατί δεν υπάκουσε στη διαταγή του και έθαψε τον αδελφό της Πολυνείκη. «Είκε» = υποχώρησε, «θυμώ και» αντί «και θυμώ μετάοτασιν δίδου» = και άλλαξε γνώμη, δηλαδή, δώσε τόπο στην οργή. Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου (847) λέει η θεά Αθηνά στο Χορό (των Ευμενίδων): «οργάς ξυνοίσω σοι" γεραιτέρα γαρ ει». Η λ. οργή έχει και τη σημασία: διάθεσης, των αισθημάτων, όπως κι εδώ «θα δώσω τόπο στην οργή», θα υποχωρήσω και θα ανεχθώ τις διαθέσεις σου (ξυνοίσω = συνοίσω = μέλλων του συμφέρω, εδώ ανέχομαι, συγχωρώ, υπομένω), γιατί είσαι γεροντότερη (Ευριπ. Ελ. 80, Απόσπ. 31) «οργή είκειν» κ.ά.
 
 
Κάλλιο αργά παρά ποτέ
Παροιμία και σύγχρονα παροιμιακή, αυτή η φράση, θέλουμε να πιστεύουμε πως μας την άφησε ο Σωκράτης. Όταν, λοιπόν, ο φιλόσοφος, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντας του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;...». Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)». Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας" έκανε μια... μετάφραση. Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: «Του μέν ούν μηδ' όλως τό βράδιον αφικέσθαι άμεινον». Δηλαδή, αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανάθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω και αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου.
 
 
Σιγά τον πολυέλαιο
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ' Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του '21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».
Μια δεύτερη εκδοχή δίνει την εξής προέλευση: Σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, επικρατεί ακόμα και. σήμερα η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυέλαιους, να τους κινεί, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι που να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Έτσι παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας. Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα». Κατ’ άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος », που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι είς τον αιώνα, το έλεος αυτού».
 
 
Σε τρώει η μύτη σου, ξύλο θα φας
Έκφραση παροιμιακή, που ξεκινάει από πρόληψη και δεισιδαιμονία. Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνισμός», η φαγούρα, δηλαδή, το σώματος, ήταν προειδοποίηση των θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε αριστερή του παλάμη, θα έπαιρνε δώρα. Αν συνέβαινε το ίδιο στη δεξιά, τότε θα έδινε αυτός δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρώει το χέρι μου, θα πάρω λεφτά», συνηθίζουμε να λέμε, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθάνονταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στ' αφτιά και στη μύτη. Κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον απ αυτούς να ξύνει αφηρημένος τ αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διέλυσε το συμβούλιο. -Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον Αρίσταρχο Ας αναβάλουμε γι' αργότερα την εκστρατεία... Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε η φράση: «η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας».
 
 
Σώθηκε από το στόμα του λύκου
Όταν ένας άνθρωπος σώζεται από κάποιο κίνδυνο, που τον απείλησε ξαφνικά λέμε συνήθως ότι «σώθηκε από το στόμα του λύκου» ή και κάποτε «εκ στόμα λέοντος».Οι φράσεις αυτές κρατούν από τα πολύ παλιά χρόνια και τις συναντάμε για πρώτη φορά στους Ψαλμούς, όταν ο Δαυίδ απευθύνεται στο θεό και του λέει «Σώσον με εκ στόματος λύκου» και πιο κάτω «εκ στόματος λέοντος». Αργότερα τις ίδιες αυτές φράσεις, τις μεταχειρίστηκαν ο Απόστολος Παύλος και ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, σύγχρονος του Νέρωνα. Και οι δύο παρομοιάζουν το Νέρωνα με αιμοβόρο θηρίο, για την αφάνταστη σκληρότητα που έδειχνε στους ανθρώπους. Ο πρώτος -στη δεύτερη επιστολή του προς τον Τιμόθεο- αναφέρει, ότι σώθηκε «εκ στόματος λέοντος», ο δε δεύτερος συμπληρώνει: «Είτε λέοντα είτε λύκον τον επονομάσης, όλων των αγρίων θηρίων τα ονόματα γίνονται επωνυμία πρέποντα είς τους τυράννους. Εγώ, είναι αληθές, ότι εσώθην εκ στόματος λύκου». Την ίδια αυτή φράση τη συναντάμε συχνά στους Βυζαντινούς ιστορικούς και ο Χωνιάτης λέει σ΄ ένα σημείο ότι, παρ’ όλες τις προσπάθειες του τελευταίου αυτοκράτορα της «η θεοφύλακτος δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από το στόμα του λύκου». Δηλαδή, από αυτούς που την κατάκτησαν, παρόλη την ηρωική αντίσταση της.
 
 

Βγήκε ασπροπρόσωπος
Πολλές φορές, αντί ν αλείψουν το πρόσωπο του διαπομπευόμενου με ασβόλη, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος κόκκινης μπογιάς. Και απ εδώ έχει και την αρχή της η φράση: «έτσι κι έτσι κόκκινος, κι έτσι κατακόκκινος», που τη λέμε για τους απελπισμένους και που δεν έχουν ελπίδα να βελτιωθούν τα πράγματα. Όταν, επίσης, κατά την ανάκριση αποδειχθεί κανείς αθώος, τότε παρουσιάζεται στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος είναι μαυροπρόσωπος. Έτσι έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος» και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις» δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη συμπεριφορά σου. Για τη φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», υπάρχουν και οι εξής άλλες εκδοχές: Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μ. Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν ένα συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει. Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει. Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ό,τι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα. Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα. Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα. Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος»
- Μια άλλη εκδοχή που την αναφέρει ο Γιάννης Βλαχογιάννης (μελέτες και διηγήματα, τόμος 7ος σελ. 505, έκδοση Εταιρ. Ελλην. Εκδόσεων) λέει τα εξής: «Της αρβανιτικής παροιμιακής ευχής «ασπροπρόσωποι» «φακέ μπάρνα» (φράση γνωστή και στους Σουλιώτες), ο μύθος που μας δίνει ο Τερτσέτης φαίνεται υστερόχρονα φτιαγμένος. Ένας μπέης Αρβανίτης πριν κινήσει για τον πόλεμο, παράγγειλε στον τσέλιγκα του να προσέχει το κοπάδι. Γύρισε ο Μπέης από τον πόλεμο κι ο τσέλιγκας του πήγε για χαιρετισμό λίγες βιδούρες γιαούρτι. «Τι κάνει το κοπάδι ρώτησε ο Μπέης; «Αφέντη, όταν κίνησες με το καλό, φάγαμε απ' τη χαρά μας μας κάμποσα σφακτά, ύστερα μαθαίνοντας τις νίκες σου φάγαμε από τη χαρά μας άλλα τόσα, χτες πάλι μαθαίνοντας τον καλό σου ερχομό χαρήκαμε και τα άλλα». Ο Μπέης ακούγοντας αυτά, άδειασε τις βιδούρες στο κεφάλι του τσέλιγκα. Τότε αυτός τρέχοντας στο παζάρι φωνάζει: «Ασπροπρόσωπος, ασπροπρόσωπος». (Γ.Τερτσέτη, λόγος 25ης Μαρτίου 1872 σελ. 25).
- Άλλη παραλλαγή λέει πως ο Οδ. Ανδρούτσος κάποτε περίχυσε τον Κωλέττη σε κάποιο τραπέζι, όπου δειπνούσαν μαζί στην αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Παραπλήσιες ερμηνείες δίνονται και από το Ν. Πολίτη στο έργο του «Παροιμίαι Ελληνικού λαού» Β' Τόμ. σ. 548, που έχουν σαν βάση τους άλλους μύθους».
 
 
Γηράσκω δ' αεί πολλά διδασκόμενος
Τη φράση αυτή, που θα πει «γερνώ μαθαίνοντας πάντα πολλά», την είπε ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, ο νομοθέτης Αθηναίος Σόλωνας. Δείχνει δίψα και την ακούραστη αγάπη για μάθηση, ως μέσα στα γηρατειά του.
 
 
Τον έκανε βούκινο
Τη χρησιμοποιούμε τη φράση, όταν «ένα μυστικό» έχει κοινολογηθεί και προέρχεται από το ηχητικό όργανο των αρχ. Ελλήνων «βυκάνην» ή «βούκινον». Οι Βυζαντινοί είχαν κάτι ανάλογο με τη σάλπιγγα (Λατιν. buccina που τη χρησιμοποιούσαν, για να μεταδώσουν ειδήσεις ή διαταγές στο ναυτικό και το στρατό. Στην αρχή το κατασκεύαζαν με κογχύλη (ομώνυμο), αργότερα από ξύλο, χαλκό ή κέρατο βοδιού. Πολλοί συσχετίζουν τη λέξη «βούκινο» όχι από το λατιν. buccina αλλά με το βόδι ή γιατί χρησιμοποιούσαν το κέρατο του, για να το κατασκευάσουν ή γιατί ο ήχος του «βούκινου» μοιάζει με το μηκυθμό του βοδιού. (lid. sc. 551/1)
 
 
Για ψύλλου πήδημα
Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ' ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο -αν δεν πνιγόταν δηλαδή-τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ' έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ' όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή "βεντέτα" ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: "Για ψύλλου πήδημα".
 
 
Τα έβγαλε στη φόρα
Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος «κηρύκων», που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά. Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα -χωρίς, όμως, αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία- ο «κήρυκας» αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν, σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σ' ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να τον ακούσει, άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο: «Αδελφοί του Χριστού», έλεγε, «ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί από το θεό και τους νόμους. Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, γι' αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να 'ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κλπ.». Οι «κήρυκες» αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως, ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά («φόρουμ» στα λατινικά), για να έχει ήσυχη τη συνείδηση του. Δηλαδή, «του τα έβγαλε στο φόρουμ = στη φόρα», όπως κατάντησε να λέγεται τότε. (Φ. Κουκούλες, «Βυζαντινών Βίος & Πολιτισμός»).
 
 
Τον έπιασαν στα πράσα
Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τους κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά - Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι. Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε από τον ύπνο του. Του φάνηκε πως άκουσε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινιόταν ύποπτα μέσα στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ' ένα πήδημα γράπωσε από το σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παράδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί. Έτσι οι παλαιοί, όσο και οι σημερινοί Αθηναίοι, όταν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, λένε συνήθως ότι «τον έπιασαν στα πράσα».
 
 
Τι καπνό φουμάρει
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτούμε συνήθως: «τι καπνό φουμάρει;» Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη «καπνός» έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου: «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τάς οικείας των εντοπίων και ερωτούν: τι καπνό φουμάρει εδώ: Κατά την απόκρισιν δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν «καπνό», εννοούσαν σπίτι.
 
 
Τα έκανε γης Μαδιάμ
Οι Μαδιανίτες ήταν κάτοικοι της Χώρας Μαδιάμ, εκεί που κατέφυγε ο Μωυσής, μετά το φόνο του Αιγυπτίου και παντρεύτηκε την κόρη του ιερέα Ιοθώρ (Έξοδος ΙΗ -1). Με εντολή του Μωυσή οι Ισραηλίτες κατάστρεψαν τη χώρα: «Καί επολέμησαν εναντίον του Μαδιάμ, καθώς προσέταξεν Κύριος τον Μωυσήν, καί εθανάτωσαν πάν αρσενικόν. Καί εκτός των θανατωθέντων καί τους βασιλείς του Μαδιάμ εθανάτωσαν, τον Ευί καί τον Ρεκέμ καί τον Σούρ καί τον Ούρ καί τον Ρεβά, πέντε βασιλείς του Μαδιάμ. Καί τον Βαλαάμ υιόν του Βεώρ εθανάτωσαν εν μαχαίρα. Καί αιχμαλώτισαν οι υιοί του Ισραήλ τάς γυναίκας του Μαδιάμ καί τα παιδία αυτών και πάντα τα υπάρχοντα αυτών καί πάντας τους πύργους αυτών κατέκαυσον εν πυρί». (Αριθ. κεφ. ΛΑ - 7-10). Επίσης οι Ισραηλίτες νίκησαν τους Μαδιανίτες και κατάστρέψανε τη χώρα τους με αρχηγό το Γεδεών. (Κριταί κεφ. ΣΤ'-Ζ).
 
 
Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι
Στα 1616, ο ισπανικός στόλος αποπειράθηκε ν’ αποβιβαστεί στα παράλια της Αλβανίας, αφού προηγούμενα ο Ισπανός ναύαρχος συνεννοήθηκε με τους χριστιανούς, για να τον βοηθήσουν. Αλλά η επιχείρηση προδόθηκε από κάποιον Τουρκαλβανό, τον Μεμέτ Μπόγος, ένα φοβερό εγκληματικό υποκείμενο, που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους πιάστηκαν τότε κι εκτελέστηκαν, ενώ έγδαραν ζωντανό τον αρχιεπίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο, που πεθαίνοντας, παρακαλούσε το θεό να συγχωρήσει τους εχθρούς του. Οι συγγενείς, όμως, των θυμάτων, μόλις συνήλθαν κάπως από τη συμφορά, άρχισαν να κυνηγούν τον προδότη, για να τον τιμωρήσουν, όπως του άξιζε. Αλλ’ εκείνος κρυβόταν καλά και δεν μπορούσαν να τον ανακαλύψουν. Ο Μπογάς είχε ένα σκυλί, που το λάτρευε. Ένα πρωί, λοιπόν, το έπιασαν και το κρέμασαν μέσα στο αμπέλι του αφεντικού του, για να τον εκδικηθούν. Γρήγορα, όμως, κατάλαβαν ότι το ζώο δεν τους έφταιξε σε τίποτα και πήγαν να το ξεκρεμάσουν. Αλλά το σκυλί είχε ψοφήσει. Έτσι έμεινε η παροιμία: «πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι». Μια δεύτερη εκδοχή λέει: Όταν ωριμάσουν τα σταφύλια, τα ζώα τους κάνουν μεγάλη θραύση. Εκτός από τις αλεπούδες και άλλα ζώα κατεβαίνουν από το βουνό και καταστρέφουν τις σοδειές. Είναι, λοιπόν, αναγκασμένοι οι παραγωγοί να αμύνονται, σκοτώνοντας τα. Έτσι καμιά φορά, επειδή και του σκύλου του αρέσουν τα σταφύλια, ο ιδιοκτήτης, που δε γνωρίζει ποιος κουνιέται μέσα στ’ αμπέλι, χτυπάει και σκοτώνει το σκύλο του ή τα σκυλιά των γειτόνων του, κτλ. Πήγε, λοιπόν, σαν το σκυλί στ΄ αμπέλι, σημαίνει πως χάθηκε, όπως ο σκύλος μέσα στ’ αμπέλι, χωρίς να αποζημιωθεί κανείς.
 
 
Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει
Είναι ένα παιδικό παιχνίδι. Τα παιδιά κάθονται όλα γύρω - γύρω και ένα από αυτά ρωτάει αν πετάει κάποιο ζώο ή πράγμα. Αν πετάει, τότε σηκώνουν τα χέρια, αν, όμως, δεν πετάει το ζώο ή το πράγμα που θα πει και σηκώσει κανένα από τα παιδιά το χέρι του, τότε χάνει και σκύβει και τρώει μερικές «καρπαζιές». Τώρα αυτός που ρωτάει, για να τους ξεγελάσει, λέει γρήγορα ένα πουλί και μετά αμέσως ένα πράγμα, που να του μοιάζει στην εκφώνηση. Π.χ. Πετάει, πετάει το λελέκι, το λελέκι, το γελέκι. Τότε ξεγελιούνται και σηκώνουν το χέρι τους και χάνουν. Υπάρχει παραπλήσια παροιμία στους αρχαίους «Λύκου πτερά» (Διογενιακ. 504 ΒL. 207 Πλουτ. Βίοι 19 Γρηγ. Κυπρ. κλπ.). Τη φράση αυτήν τη μεταχειριζόμαστε, για να πούμε πως κάποιος είναι κουτός, και όταν δηλώνουμε ότι συμφωνούμε σε κάτι εν γνώσει μας λάθος, από υστεροβουλία, βαριεστημάρα κλπ.
 
 
Τον έσπασα στο ξύλο
Ακούμε τη φράση «να, έτσι θα σε σχίσω». Η απειλή αυτή βρίσκεται σε χρήση από αρχαιότατα χρόνια και τη μεταχειρίζονταν όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες κι αργότερα οι Βυζαντινοί και οι Φράγκοι. Οι Βυζαντινοί, ακόμη, όταν μάλωναν μεταξύ τους, για να βρουν το δίκιο τους, κατέφευγαν στα δικαστήρια. Αν το αδίκημα, του ενός ή του άλλου ήταν βαρύ ο δικαστής έβγαζε την απόφαση να τιμωρηθεί αυτός που αδίκησε με την ποινή της μαστίγωσης. Το μαστίγωμα -που γινόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός-ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί «ραβδισταί». Οι ραβδιστές αυτοί έπαιρναν τον κατηγορούμενο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα. Μετά άρχιζαν να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι, πόδια κλπ Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις: «τον έσπασα στο ξύλο» ή «τον τσάκισα στο ξύλο», που τις λένε συνήθως αυτοί που έρχονται στα χέρια με κάποιον εχθρό τους.
 
 
Κάποιος φούρνος γκρέμισε
Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους... φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του. Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο. - Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό φούρνους... Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος. «Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!». - Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά; Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν. Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε» που τη λέμε, άγνωστο γιατί, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.
 
 
Κατά φωνή κι ο γάιδαρος
Ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα είναι και ο γάιδαρος. Από αρχαιότατα χρόνια, οι άνθρωποι τον αγαπούσαν, όχι μόνο για την υπομονή, που δείχνει στις πιο βαριές δουλειές, αλλά και για την αντοχή του. Οι Φαραώ του 40ού αιώνα είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε και εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα. Όταν ένας γάιδαρος φώναζε, προτού αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε ν' αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδο του. - Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Και διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.


Μικρά Κομμάτια Γνώσης



Σας έχει τύχει ποτέ να είστε σε μια παρέα που να μην ξέρετε τόσο καλά όμως να θέλετε πάση θυσία να κερδίσετε το σεβασμό όλων με τις γνώσεις σας; Ίσως εδώ βρείτε τον τρόπο, αρκεί να διαβάσετε τα παρακάτω και να περιμένετε να φέρει κάποιο κατάλληλο θέμα η κουβέντα για να το πείτε. Φροντίστε μόνο να μη φανεί ότι το πετάτε για αυτό το λόγο.



Η μέρα δε διαρκούσε πάντα 24 ώρες. Οι παλίρροιες κάνουν τις μέρες να γίνονται μεγαλύτερες. Πριν 350 εκατομμύρια χρόνια οι ημέρες είχαν διάρκεια 22 ώρες, αλλά ο χρόνος είχε 410 μέρες. Και μη βιαστείτε να πείτε ότι ο χρόνος είχε τόσες ώρες όσες και σήμερα, γιατί ένα απλός πολλαπλασιασμός μαρτυράει ότι τώρα το έτος έχει 260 ώρες παραπάνω από τότε.



Κατά μέσο όρο πραγματοποιούνται 41.100 αναχωρήσεις πολιτικής αεροπορίας ημερησίως.



Οι περισσότεροι τυφλοί (ακόμα και εκ γενετής) μπορούν να δουν όνειρα, αρκεί ο λόγος (για τον οποίο δε βλέπουν) να μη βρίσκεται στον εγκέφαλο, αλλά στο μάτι.



Ο αριθμός 13 θεωρείται γρουσούζικος, γιατί στο μυστικό δείπνο ο 13ος καλεσμένος ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Γι' αυτό το λόγο πολλές φορές προσθέτεται στο τραπέζι μια μεγάλη ξύλινη μαύρη γάτα που πάντα σερβίρεται φαγητό και κρασί.
Έτσι συνδέθηκε η πρόληψη και με τις μαύρες γάτες.
Όμως λέγεται ότι η πρόληψη για τον αριθμό 13 υπήρχε και πριν τη ρωμαϊκή εποχή και αυτό γιατί σύμφωνα με τη Νορβηγική μυθολογία, ο θεός Baldur σκοτώνεται όταν ο Loki γίνεται ο 13ος καλεσμένες σε μια μάχη Valhalla.
Η πρόληψη όμως μπορεί να ανήκει και στους Αιγυπτίους, στους οποίους το 13ο βήμα ήταν το τελευταίο βήμα της σκάλας μέσω της οποίας η ψυχή έφτανε στην αιωνιότητα.
Κατά το 18ο αιώνα, οι άνθρωποι φοβόντουσαν τη 13η μέρα του μήνα και ανέστελλαν όλες τις σημαντικές δουλειές τους για άλλη μέρα, ειδικά όταν αυτή έπεφτε να είναι Παρασκευή. Στην Ελλάδα, αντί για Παρασκευή, φοβόμαστε την ημέρα Τρίτη γιατί τότε έπεσε η Πόλη (Τρίτη, 29 Μαΐου 1453) και πάλι Τρίτη σκοτώθηκε ο Διγενής Ακρίτας.
Ακόμη και στις μέρες μας μερικά μεγάλα κτίρια παραλείπουν το 13ο όροφο και σε πολλά αεροπλάνα δεν υπάρχει η θέση 13. Η φοβία που συνδέεται με τον αριθμό 13 είναι γνωστή ως Τρισκαιδεκαπαφοβία και είναι πολύ σπάνια.



Περίπου το ένα τέταρτο του κόσμου οδηγεί στα αριστερά του δρόμου και αυτές οι χώρες είναι κυρίως Βρετανικές αποικίες. Ο λόγος; Ως το 1789 όλοι ταξίδευαν από την αριστερή μεριά του δρόμου γιατί οι περισσότεροι ήταν δεξιόχειρες και ήθελαν το "καλό" τους χέρι που κρατάει το ξίφος να βρίσκεται μεταξύ του εαυτού τους και του οποιοδήποτε ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμα και οι ιππότες κρατούσαν τις λόγχες τους στις κονταρομαχίες με το δεξί και περνούσαν από τα δεξιά του αντιπάλου τους. Γι' αυτό το λόγο δεν κρατούσαν την ασπίδα με το αριστερό χέρι αλλά την είχαν δεμένη στο δεξί.
Όμως μετά τη γαλλική επανάσταση, και αφότου η Γαλλία άρχισε να αναθεωρεί πολλές παλιές παραδόσεις της, άλλαξε και αυτή η συνήθεια και όλοι πλέον περπατούσαν από τη δεξιά πλευρά του δρόμου, κάτι που ο Ναπολέων φρόντισε πολύ καλά να μεταδοθεί και στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη.
Έτσι, όταν η Αμερική θέλησε να ανεξαρτητοποιηθεί τελείως από την Αγγλία, υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό σύστημα και όταν άρχισε να βγάζει τα πρώτα αμάξια τα έβγαζε φυσικά με αριστερό τιμόνι. Τα πιο φτηνά αμάξια τότε ήταν τα αμερικάνικα και έτσι πολλές χώρες αναγκάστηκαν να αλλάξουν από ανάγκη.



Το φεγγάρι κάποιες φορές φαίνεται μεγαλύτερο από ότι άλλες. Αυτό δεν συμβαίνει γιατί είναι πιο κοντά στη Γη, ούτε είναι κάποιο ατμοσφαιρικό φαινόμενο. Απλά αυτό συμβαίνει όταν το φεγγάρι είναι χαμηλά στον ορίζοντα και μπορούμε να το συγκρίνουμε με κάτι που βλέπουμε και ξέρουμε ότι είναι μεγάλο, π.χ. μια πολυκατοικία. Έτσι όταν το μυαλό "βλέπει" κάτι που είναι μεγαλύτερο από κάτι που θεωρούσε ήδη μεγάλο (στο παράδειγμα εδώ, την πολυκατοικία), νομίζει ότι το φεγγάρι είναι πραγματικά τερατώδες και μεγαλώνει την εικόνα του.



Το θεώρημα των τεσσάρων χρωμάτων μάς διδάσκει πως αν φτιάξουμε ένα δικό μας χάρτη, ποτέ δε θα χρειαστούμε πάνω από 4 χρώματα για να χρωματίσουμε κάθε χώρα με τέτοιο τρόπο ώστε σε καμιά περίπτωση δυο γειτονικές χώρες να έχουν το ίδιο χρώμα.



Ο μεγαλύτερος ήχος που έχει ξεφωνίσει ποτέ άνθρωπος ήταν 128 dbA (Simon Robinson, Αυστραλία). Ένας μέσος άνθρωπος δεν φτάνει πάνω από 100 dbA.



Έχετε προσέξει πως ο πάγος, που κολλάει στα αυτοκίνητα τις κρύες νύχτες του χειμώνα είναι σχεδόν λευκός, ενώ τα παγάκια είναι σχεδόν διάφανα; Αυτό συμβαίνει γιατί ο πάγος στα αυτοκίνητα περιέχει περισσότερο αέρα και τον κάνει να φαίνεται "συννεφιασμένος". Από την άλλη, ο πάγος στα καλά ξενοδοχεία, που είναι εντελώς διάφανος, είναι από κατεψυγμένο βρασμένο νερό.



Η Γη έχει διάμετρο 12.756 χιλιόμετρα και κάνει 23 ώρες και 56 λεπτά να κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό της. Αυτό σημαίνει ότι πιάνει τα 1.607 χιλιόμετρα ανά ώρα. Είπατε κάτι για την McLaren F1;



Μετά από ένα δείπνο στο κινέζικο εστιατόριο ακόμα πεινάμε γιατί το διαιτολόγιο των Κινέζων περιέχει λιγότερο λίπος από όσο έχουμε συνηθίσει εμείς και επειδή το λίπος είναι ένας τρόπος μέτρησης για τον εγκέφαλο για το πόσο έχει καταναλώσει, μπορεί να νομίζεις ότι πεινάς ακόμα και όταν έχεις φουσκώσει.



Τα δάχτυλά μας ρυτιδώνουν στο μπάνιο γιατί μένουμε εκτεθειμένοι στο νερό για πολλή ώρα και τα φυσικά έλαια του σώματός μας ξεπλένονται. Στα δάχτυλά μας είναι ήδη σε χαμηλά επίπεδα και έτσι το νερό μπορεί και διαπερνάει την επιδερμίδα μας κάνοντας τη να φαίνεται όπως φαίνεται.



Δεν είναι αλήθεια το γεγονός πως τρώγοντας junk food (πατατάκια, γαριδάκια, σοκολάτες, καραμέλες, παγωτά, χάμπουργκερ, χοτ ντοκ κτλ.) βγάζει κανείς σπυράκια και στίγματα. Τα σπυράκια προκαλούνται από υψηλά επίπεδα ορμονών οι οποίες συντελούν στην παραγωγή περισσότερου λίπους από το δέρμα. Το τι τρως δεν παίζει ρόλο. Αυτό που παίζει ρόλο είναι η εφηβεία, όταν δηλαδή αυτές οι ορμόνες φτάνουν σε υψηλά σημεία και οδηγούν στη ακμή.



Το χειμώνα δεν κάνει κρύο επειδή ο Ήλιος είναι πιο μακριά από τη Γη, αλλά γιατί κατά την πρώτη εβδομάδα του Γενάρη, ο Ήλιος βρίσκεται πιο κοντά στη Γη από ότι μέσα στον Ιούλιο! (Για την ακρίβεια, βρίσκεται 5 χιλιάδες χιλιόμετρα πιο κοντά). Όμως αυτό το γεγονός παύει να ισχύει για τη θερμότητα που μας δίνει λόγω του ότι το χειμώνα η περιστροφή της Γης είναι σε τέτοια γωνία ώστε οι ακτίνες του Ήλιου να απλώνονται σε μεγαλύτερη έκταση της Γης προσδίδοντας φυσικά λιγότερη θερμότητα (και μικρότερες μέρες).



Το νερό πάει στη αποχέτευση πάντα ακολουθώντας αριστερόστροφη στροφοδίνη στο Βόρειο ημισφαίριο και αντίθετα στο Νότιο. Αυτό είναι ένα παλιό κινέζικο μυστικό που πηγάζει από τη Φυσική. Είναι αλήθεια πως μια δύναμη (που ονομάζεται Coriolis effect) έχει την τάση να κινεί τα πάντα κατά την περιστροφή της Γης. Λόγω αυτή της δύναμης έχουμε και τους ανεμοστρόβιλους. Όμως αυτό δεν ισχύει σε μια τόσο μικρή ποσότητα νερού από ένα νιπτήρα ή μπανιέρα. Μεγαλύτερο ρόλο παίζει το σχήμα, το οποίο είναι που κάνει και τη διαφορά.



Ένας μύθος για το σπανάκι είναι πως είναι το λαχανικό που είναι πολύ πλούσιο σε σίδηρο. Σε αυτό στηρίζεται ακόμη και σήμερα ο Ποπάη που της βρέχει στο Βρούτο. Όλα ξεκίνησαν το 1870 όταν ένας Γερμανός διαιτολόγος ανέλυε την περιεκτικότητα των τροφών σε σίδηρο. Όταν έγραψε το αποτέλεσμα για το σπανάκι έκανε λάθος στην υποδιαστολή κάνοντας το σπανάκι (ένα ασήμαντο λαχανικό ως τότε) να φαίνεται πως είναι 10 φορές πιο γεμάτο σε σίδηρο. Και έτσι ξεκίνησε ο θρύλος της θαυματουργής τροφής. Το 1929 ο Αμερικάνος καρτουνίστας Elzie Segar δημιούργησε τον Ποπάη και τα μικρά παιδιά από τότε έτρωγαν συνεχώς σπανάκι ελπίζοντας να γίνουν σαν τον υπερήρωά τους.



Share

tweeter

Our Banner

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ

Καλώς ήλθατε-Welcome-welkom-mirë se vini- welkomma- ahlan wa sahlan- bari galoust- xos gelmissiniz -i bisimila - akwaba - ongi etorri - Шчыра запрашаем - swagata - amrehba sisswène - ani kié - dobro došli - degemer mad - добре дошъл - - benvinguts - bonavinuta - dobrodošli - vítejte - velkommen - welkom - bonvenon - tere tulemast -gabitê - vælkomin - tervetuloa - welkom - bienvenue - wolkom - binvignut - benvido -herzlich willkommen - eguahé porá - mikouabô - bienvéni - / brouha aba-a - aap ka swaagat hein - üdvözlöm - velkomin - nnoo / i biala - selamat datang -fáilte - benvenuto - - amrehva ysswène / l'aaslama - chum reap suor (formal) / suor sdei (casual) -murakaza neza - - nodé - bi xer hati - gnindi ton hap - gratus mihi venis - laipni lūdzam - benvegnûi - boyeyi bolamu - sveiki atvykę - welkum - wëllkom - dobredojde - tonga soa -selamat datang - swagatham - merħba -haere mai - miawezon -tavtai morilogtun (Тавтай морилогтун) - ne y waoongo - namaste - velkommen - benvenguts - khosh âmadid (formal) / khoshumadi (informal) -witaj (sing.) / witajcie (pl.) -bem-vindo - mishto-avilian tú - bine ai venit (sing.) / bine aţi venit (pl.) - добро пожаловать - afio mai, susu mai ma maliu mai - benènnidu / beni benìu - fàilte - dobrodošli - karibu - wauya (plural: mauya) - bhali karay aaya -aayuboovan - vitame vás / vitajte - dobrodošel (to a man) - zupinje z te videtite - bienvenido - karibu - välkommen - härzliche wöikomme -maligayang pagdating - maeva / manava - nal-varravu -rahim itegez - swagatham -ยินดีต้อนรับ - malo e lelei - hosgeldiniz - gazhasa oetiśkom - laskavo prosymo -khush amdeed - hush kelibsiz - chào mừng - bénvnou (bénvnowe) / wilicome -croeso -bel bonjou - dalal ak diam - ékouabô / ékabô

(Ιf you want, you can use our website translator)