Η
ελληνική ψυχή ανά τους αιώνες μεγαλούργησε επιδεικνύοντας δείγματα
μεγαλοψυχίας, γενναιοδωρίας, υπερβάσεως του «εγώ», αλτρουισμού και
αυτοθυσίας. Αυτές οι υψηλές αξίες και τα ιδανικά του Έλληνα
νοηματοδοτούν την ύπαρξή του, συνυφαίνονται στενά με την ταυτότητά του
και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής του κληρονομιάς.
Τα
παραπάνω στοιχεία τα αναγνωρίζουμε στην προσωπικότητα των μεγάλων
Ελλήνων ευεργετών, οι οποίοι δεν παρέλειψαν να διαθέσουν μεγάλα
χρηματικά ποσά για τη δημιουργία κοινωφελών έργων, δείχνοντας έμπρακτα
την έντονη φιλοπατρία και την ευγνωμοσύνη τους στον Έλληνα – συνάνθρωπο –
συμπατριώτη.
Αρκετά
από τα έργα αυτά ακόμη και σήμερα δεσπόζουν στον Ελληνικό χώρο αγέρωχα
και ευθυτενή, μεταλαμπαδεύοντας τον ψυχικό πλούτο των Ελλήνων ευεργετών,
τα ευγενή συναισθήματα αυτών για την ανθρώπινη ψυχή και την αμέριστη
αγάπη και γενναιοδωρία τους προς τον Ελληνικό πολιτισμό.
Ευάγγελος Ζάππας (1800-1865) και Κωνσταντίνος Ζάππας (1814-1892)
Οι
Ευάγγελος και Κωνσταντίνος Ζάππας ήταν ξαδέρφια. Απέκτησαν τεράστια
περιουσία συνεργαζόμενοι στη Ρουμανία, όπως εργοστάσια, κτήματα, μύλους,
καταστήματα, αλευροποιία, φούρνους και σπίτια. Ανάλογη ήταν η κινητή
και ακίνητη περιουσία τους στην Ελλάδα. Ο Ευάγγελος Ζάππας από το 1856
ήδη ενδιαφέρθηκε για την ανασύσταση των ολυμπιακών αγώνων, όχι ως
αθλητικών, αλλά ως βιομηχανικών και καλλιτεχνικών διαγωνισμάτων και
διέθεσε τα αναγκαία ποσά για να κτιστεί μέγαρο εκθέσεων. Έτσι
καθιερώθηκαν τα Ολύμπια. Ο Ζάππας υποστήριξε οικονομικά τα Ολύμπια
δωρίζοντας 1.200.000 δραχμές για την πρώτη αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού
Σταδίου και κληροδοτώντας υπέρογκα κεφάλαια για τη διατήρηση του
θεσμού.
Όταν
κοιμήθηκε ο Ευάγγελος Ζάππας το 1865 σε ηλικία 65 ετών, άφησε μοναδικό
κληρονόμο τον εξάδελφό του Κωνσταντίνο. Ο τελευταίος, συνετός και
επιδέξιος διαχειριστής, διέθεσε τεράστια ποσά για κοινωφελή έργα και
δραστηριότητες. Προέβη στην κατασκευή εκπαιδευτηρίων στη γενέτειρά του,
το Λάμποβο και στα παρακείμενα χωριά Πρεμετή, Νίβανη, Δέλβινο και
Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου, σε καταθέσεις τη Εθνική Τράπεζα για την
εκπαίδευση νέων σε γεωργικές σχολές και μετεκπαίδευσή τους σε χώρες της
Δυτικής Ευρώπης, στην προσφορά χρηματικών ποσών για εκδόσεις γεωργικών
βιβλίων, στην ανέγερση του Ζαππείου Μεγάρου στην Αθήνα, σε επιδοτήσεις
για την κατασκευή των προτύπων Παρθεναγωγείων Κωνσταντινουπόλεως και
Ανδριανουπόλεως και άλλων πόλεων της Θράκης, σε δωρεές στο Αμαλίειο
Ορφανοτροφείο και στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, στη διάθεση χρηματικών
ποσών στη Φιλολογική Εφορεία Βουκουρεστίου για τη διάσωση της
«ρωμανικής» (βλάχικης) γλώσσας.
Ο
Κωνσταντίνος Ζάππας κοιμήθηκε το 1892 σε ηλικία 78 ετών. Το Ελληνικό
κράτος προς τιμήν των δύο εθνικών ευεργετών ύψωσε τους ανδριάντες τους
μπροστά από το Κατάστημα των Ολυμπίων (Ζάππειο Μέγαρο).
Γεώργιος Αβέρωφ (1818-1899)
Ο
Γεώργιος Αβέρωφ υπήρξε εθνικός ευεργέτης. Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το
1818. Το 1840 πήγε ως μετανάστης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί
ανέπτυξε έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα και απέκτησε μεγάλη
περιουσία, την οποία διέθεσε για την προώθηση εκπαιδευτικών και εθνικών
σκοπών, καθώς και σε φιλανθρωπίες. Με τις πρώτες δωρεές του
δημιουργήθηκαν παρθεναγωγείο και νοσοκομείο στην Ελληνική κοινότητα της
Αλεξάνδρειας. Έκανε δωρεές στο Μέτσοβο και στην Αθήνα.
Με την
οικονομική του αρωγή αποπερατώθηκε το Πολυτεχνείο της Αθήνας, το οποίο
ονομάστηκε Μετσόβειο γιατί οι τρεις δωρητές του Στουρνάρης, Τοσίτσας και
Αβέρωφ κατάγονταν από το Μέτσοβο. Επίσης κτίστηκαν η Στρατιωτική Σχολή
Ευελπίδων, οι φυλακές Αβέρωφ (Αβερώφειον Εφηβείον) και αναμαρμαρώθηκε το
Παναθηναϊκό Στάδιο. Σπουδαία υπήρξε η συνδρομή του στη ναυπήγηση του
θωρηκτού «Αβέρωφ» τη ναυαρχίδα του στόλου κατά τους Βαλκανικούς
πολέμους. Σε αυτό οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά η ναυτική επικράτηση των
Ελλήνων στο Αιγαίο.
Ο
Γεώργιος Αβέρωφ κοιμήθηκε στην πόλη της Αλεξάνδρειας την 15 Ιουλίου
1899, σε ηλικία 81 ετών. Η Ελληνική πολιτεία σε ένδειξη τιμής και
ευγνωμοσύνης ανήγειρε ανδριάντα μπροστά από το Παναθηναϊκό Στάδιο.
Ιωάννης Βαρβάκης (Λεοντίδης) (Ψαρά 1750 – Ζάκυνθος 1825)
Γιος του
Ψαριανού καραβοκύρη Ανδρέα Λεοντίδη, ο Ιωάννης Βαρβάκης οφείλει το
επώνυμό του στο βαρβάκι (είδος γερακιού), παρωνύμιο που του δόθηκε για
τα μεγάλα μάτια του και την ορμητικότητα του χαρακτήρα του.
Στις κρίσιμες στιγμές για τον Ελληνισμό, τέλος του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου,
ο Βαρβάκης, καταξιωμένος έμπορος και επιχειρηματίας στην Κασπία
θάλασσα, απέδειξε πολλαπλά την κοινωνική του ευαισθησία και το
ενδιαφέρον του για την πρόοδο του Γένους. Συνέτρεξε το φίλο του Νικηφόρο
Θεοτόκη (Μητροπολίτη του Αστραχάν από το 1786) στο κοινωνικό του έργο,
ενώ το 1817 βοήθησε στην ίδρυση ελληνικών σχολείων στη Μαριούπολη.
Ύστερα
από αίτημα του Ιωάννη Καποδίστρια προσέφερε 150.000 ρούβλια για την
ίδρυση Ανώτερης Ελληνικής Σχολής στην Οδησσό (1818), προσέφερε για την
οικονομική ενίσχυση της Φιλομούσου Εταιρείας, ενώ προκάλεσε τον
ενθουσιασμό του Κοραή, όταν το 1818 προσέφερε χιλιάδες γρόσια στο
Γυμνάσιο της Χίου. Με την έκρηξη της Επανάστασης, συνέδραμε οικονομικά
τον Υψηλάντη και διέθεσε υψηλά ποσά για την εξαγορά Χριστιανών
αιχμαλώτων, ενώ παράλληλα έστελνε φορτία σίτου και πυρίτιδας, καθώς και
χρήματα για τις ανάγκες του στόλου.
Με τη
διαθήκη του άφησε χιλιάδες ρούβλια για την ανέγερση σχολείων, για τη
μόρφωση των Ελληνόπουλων. Με βουλευτικό διάταγμα του 1843 αποφασίστηκε η
ανέγερση διδακτηρίου, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1860 στην οδό Αθηνάς,
στο σημείο που υπάρχει σήμερα η Βαρβάκειος αγορά.
Ο Ιωάννης
Βαρβάκης κοιμήθηκε το 1825 σε ηλικία περίπου 75 ετών. Η πολιτεία προς
τιμήν του ήγειρε ανδριάντα του στον κήπο του Ζαππείου. Ο τάφος του
βρίσκεται στην πόλη της Ζακύνθου.
Έλενα Βενιζέλου – Σκυλίτση (1874-1959)
Η Έλενα
Βενιζέλου – Σκυλίτση γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1874 και ήταν κόρη του
Ιωάννη και της Βιργινίας Σκυλίτση, πλουσίων ομογενών επιχειρηματιών στο
Λονδίνο. Το 1912 γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος είχε έρθει στο
Λονδίνο για να διαπραγματευτεί τη Βαλκανική Συνθήκη. Την 15 Σεπτεμβρίου
1921 τελούν το γάμο τους στο Λονδίνο. Η Έλενα επιστρέφει στην Ελλάδα το
1928.
Από τα
χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου άρχισε να αναπτύσσει μεγάλη
δραστηριότητα υπέρ της Ελλάδας. Οργάνωσε εράνους και διέθεσε χρήματα από
την προσωπική της περιουσία για την αποστολή ιματισμού, φαρμακευτικού
και νοσοκομειακού υλικού για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού.
Μετά τη
λήξη του πολέμου, από το 1927 έως το 1933, με τα χρήματα της κτίστηκε
πρότυπο μαιευτήριο στην Αθήνα, προς τιμήν της αγαπημένης της φίλης
Μαρίκας Ηλιάδη, η οποία απεβίωσε το 1924. Ίδρυσε το στάδιο στην πόλη των
Χανίων. Συνέβαλε στην ίδρυση του Νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού.
Δώρισε την προσωπική της βιβλιοθήκη, η οποία αποτελείτο από χιλιάδες
τόμους, σε Βιβλιοθήκες της Κρήτης.
Με τη
διαθήκη της άφησε σημαντικά ποσά δεσμευμένα σε αγγλικά χρεόγραφα για τις
γενικές λειτουργικές ανάγκες του μαιευτηρίου «Μαρίκα Ηλιάδη». Με τα
χρήματά της ανεγέρθηκε στην αυλή του Μαιευτηρίου παρεκκλήσιο αφιερωμένο
στη μνήμη των Αγίων Ελευθερίου και της Ισαποστόλου Ελένης.
Γεώργιος (Ζωρζής) Δρομοκαϊτης (19ος αι. – 1880)
Ο Γεώργιος Δρομοκαϊτης γεννήθηκε στη Χίο στις αρχές του 19ου αιώνα. Απόγονος της οικογένειας Δερμοκαϊτη, ενός από τους πλέον αξιόλογους βυζαντινούς οίκους που εμφανίστηκε στις αρχές του 10ου
αιώνα. Μέλη της οικογένειας υπήρξαν επιφανείς ιεράρχες, στρατιωτικοί,
πολιτικοί, διοικητικοί αξιωματούχοι και πνευματικοί άνδρες. Μετά την
άλωση, η οικογένεια εμφανίζεται με το επίθετο Δρομοκαϊτη, το οποίο
σταδιακά επικρατεί.
Ο
Γεώργιος Δρομοκαϊτης εξάσκησε με επιτυχία το εμπορικό επάγγελμα, το
οποίο του αποκόμισε σημαντικά κέρδη. Κοιμήθηκε στη Χίο το 1880.
Επιδεικνύοντας εξαιρετική ευαισθησία, κληροδότησε την περιουσία του σε
διάφορα κοινωφελή και φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Η
μεγαλύτερη προσφορά του είναι το κληροδότημα των 800.000 δραχμών για την
ίδρυση και λειτουργία του φερώνυμου Ψυχιατρικού καταστήματος. Το
Δρομοκαϊτειο Ψυχιατρικό Θεραπευτήριο λειτουργεί από το 1888 ως σήμερα
και δέχεται δωρεάν άπορους ψυχικά ασθενείς ανθρώπους.
Ευγένιος Ευγενίδης (1882-1954)
Ο
Ευγένιος Ευγενίδης γεννήθηκε στο Διδυμότειχο. Υπήρξε υιός του Αγάπιου
Ευγενίδη, δικαστικού υπαλλήλου των τουρκικών δικαστηρίων της πόλης και
της Χαρίκλειας, το γένος Αφεντάκη.
Μετά τη
Μικρασιατική καταστροφή το 1922, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την
Κωνσταντινούπολη και εγκαθίσταται στην Ελλάδα, επιλέγοντας ως έδρα των
επιχειρήσεών του στον Πειραιά. Αναλαμβάνει σχεδόν αμέσως την
αποκλειστική πρακτόρευση για τον Ελλαδικό χώρο της «Σουηδικής Ανατολικής
Γραμμής». Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το «Σκανδιναβικόν Πρακτορείον»
του Ευγενίδη διαχειρίζεται όλα τα συμφέροντα της σουηδικής εταιρίας στο
χώρο της Μεσογείου και της εγγύς Ανατολής. Το ίδιο διάστημα επιδίδεται
και στην εισαγωγή σουηδικής ξυλείας και εξελίσσεται στο μεγαλύτερο
εισαγωγέα ξυλείας των Βαλκανίων. Οι δραστηριότητές του αυτές δημιουργούν
μεγάλες προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης και εισροής πλούτου στη
χώρα.
Η έκρηξη
το Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και η κατοχή της χώρας από τα γερμανικά
στρατεύματα ανάγκασαν τον Ευγενίδη να μεταφέρει την επιχειρηματική του
δράση εκτός Ελλάδος. Στην Ελλάδα επιστρέφει και συνεχίζει τις
ναυτιλιακές του δραστηριότητες μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Η
επιστροφή του αυτή συνοδεύτηκε και από ένα έντονο ενδιαφέρον συνεισφοράς
στις ανάγκες του αδύναμου οικονομικά μεταπολεμικού ελληνικού κράτους.
Οι
καταστρεπτικοί σεισμοί της Κεφαλονιάς, Ζακύνθου και Ιθάκης υπήρξαν η
πρώτη ευκαιρία έμπρακτης εκδήλωσης της εθνικής ευαισθησίας του Θρακιώτη
εφοπλιστή, ο οποίος αποστέλλει 1.000.000 δραχμές «εις προσπάθειαν
ανακουφίσεως της δυστυχίας των Ελλήνων σεισμοπαθών». Παράλληλα
μεταβαίνει στις σκανδιναβικές χώρες και χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες
και διασυνδέσεις του με τον επιχειρηματικό κόσμο καταφέρνει να
συγκεντρώσεις άλλες 289.000 δραχμές.
Με δική
του δαπάνη εγκαταστάθηκε δίκτυο ύδρευσης στο Δελήτι του Νομού Έβρου, το
οποίο μετά τη δωρεά του μετονομάστηκε σε Ευγενικό. Με διαθήκη του
ανέθεσε στους κληρονόμους του την ίδρυση κοινωφελούς ιδρύματος. Οι
σκοποί του «Ιδρύματος Ε. Ευγενίδη» είναι η παροχή υποτροφιών σε νέους
Έλληνες προς σπουδήν σε τεχνικές σχολές, η παροχή βοήθειας σε
υφιστάμενες τεχνικές σχολές στην Ελλάδα και η ίδρυση νέων τεχνικών
σχολών μέσης και κατώτερης εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Ο Ευγένιος Ευγενίδης κοιμήθηκε στην Ελβετία την 22 Απριλίου 1954.
Αδελφοί Ριζάρη
Οι Μάνθος
και Γεώργιος Ριζάρης γεννήθηκαν στο Μονοδένδρι, χωριό του Ζαγορίου. Ο
μικρότερος αδερφός, ο Γεώργιος, γεννήθηκε το 1769 (ή 1768), ενώ δεν
είναι εξακριβωμένος ο χρόνος γέννησης του πρεσβυτέρου. Οι δύο αδελφοί
(που προσονομάζονταν Ραδιόνωφ) συνέστησαν μεγάλο εμπορικό οίκο στη Μόσχα
και με επιτυχημένους επιχειρηματικούς χειρισμούς κατόρθωσαν να γίνουν
κάτοχοι μεγάλης περιουσίας. Ο Μάνθος Ραδιόνωφ Ριζάρης, ήδη από τις
παραμονές της Επανάστασης του 1821, εκδήλωσε την επιθυμία του να
συμπράξει υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ομογενών του. Μυήθηκε
μεταξύ των πρώτων (1814) στη Φιλική Εταιρεία από τον Εμμανουήλ Ξάνθο
στη Μόσχα και πήρε το ψευδώνυμο «Πρόθυμος», ενδεικτικό της μεγάλης του
δραστηριότητος. Υποστήριξε οικονομικά το επαναστατικό κίνημα του
Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ενώ διέθεσε σημαντικά χρηματικά
ποσά για τις ανάγκες της Επανάστασης στις νότιες ελληνικές επαρχίες
καθώς και για την απελευθέρωση αιχμαλώτων. Για την προσφορά το αυτή η
Εταιρεία τον ανακήρυξε «Μέγαν Ευργέτην».
Κατά την
τελευταία περίοδο του Αγώνα, ο Γεώργιος Ριζάρης συνέδραμε στην
προσπάθεια του Κυβερνήτου Ιωάννου Καποδίστρια να συστήσει Τράπεζα, ενώ
υποστήριξε και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αγοράζοντας μεγάλο αριθμό
βιβλίων. Σημαντικότατη ήταν η προσφορά των αδελφών στην ανύψωση της
παιδείας και του πολιτισμού των Ομογενών.
Μετά το
θάνατο του Μάνθου Ριζάρη το 1824, το εθνικό και κοινωφελές έργο της
οικογένειας συνέχισε ο Γεώργιος, ο οποίος και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα
με απώτερο στόχο την ίδρυση Εκκλησιαστικής Σχολής. Η «Μάνθου και
Γεωργίου Ριζάρηδων Εκκλησιαστική Σχολή» αποσκοπούσε στη βελτίωση της
καταστάσεως του κλήρου και της εξάπλωσης της ευαγγελικής αλήθειας.
Εκτός της
Εκκλησιαστικής Σχολής διατέθηκαν κεφάλαια για τη Λειτουργία
Ορφανοτροφείου – Οικοτροφείου, για την εκπαίδευση απόρων κοριτσιών, για
εκπαιδευτικές υποτροφίες και για παροχή συντάξεων.
Ο
Γεώργιος Ριζάρης κοιμήθηκε στην Αθήνα το έτος 1841, σε ηλικία 71 ετών. Η
ελληνική Βουλή τους ανακήρυξε «εθνικούς ευεργέτες», αναγράφοντας τα
ονόματά τους στη σχετική αίθουσα του Κοινοβουλίου.
Βασίλειος Σιβιτανίδης (1830-1921)
Ο
Βασίλειος Σιβιτανίδης, υιός του Κύπριου Ιερώνυμου Σιβιτανίδη, γεννήθηκε
στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1830, όπου περάτωσε τις εγκύκλιες
σπουδές του. Αμέσως μετά ασχολήθηκε με το εμπόριο μέσω του οποίου
απέκτησε μεγάλη περιουσία και κύρος.
Κατέστη
ένας από τους επιφανέστερους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες της
ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας. Συνέδραμε στην πολιτιστική και
κοινωνική ανάπτυξη της παροικίας υποστηρίζοντας με δωρεές εκπαιδευτικά
ιδρύματα και κοινωφελή σωματεία.
Οι
ευεργεσίες του δεν περιορίστηκαν στο χώρο της αλεξανδρινής παροικίας.
Κοιμήθηκε το 1921 σε ηλικία 91 ετών, κληροδοτώντας στο ελληνικό κράτος
αιγυπτιακά χρεόγραφα και λίρες, αξίας 3.000.000 χρυσών ελληνικών
δραχμών. Το κληροδότημα χρησιμοποιήθηκε για την ίδρυση και συντήρηση
Τεχνικής Σχολής.
Η
«Σιβιτανίδειος Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων» ιδρύθηκε έξι χρόνια (1927)
μετά το θάνατό του και λειτούργησε το έτος 1929. Η Σχολή διέθετε και
οικοτροφείο, στο οποίο στεγαζόταν και σιτιζόταν μεγάλος αριθμός απόρων
μαθητών της.
Η
«Σιβιτανίδειος Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων» αποτελούσε εκπαιδευτικό
ίδρυμα πρωτοποριακό στην εποχή του, που κάλυψε μεγάλο μέρος των αναγκών
της χώρας σε τεχνικό προσωπικό μέσης και κατώτερης εκπαίδευσης.
Γεώργιος (Νίσσα 1783 – Βιέννη 1856) και Σίμων Σίνας (Βιέννη 1810-1876)
Ο Γεώργιος Σίνας
γεννήθηκε στη Νίσσα της Σερβίας το Νοέμβριο του 1783. Καταγόταν από
σημαντική οικογένεια μεγαλεμπόρων από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου.
Στις Σέρρες έμαθε τα πρώτα του γράμματα, ενώ ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του
στη Βιέννη. Επέδειξε σημαντικό κοινωφελές έργο, το οποίο του απέφερε
επάξια τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη. Η ελληνική παροικία της Βιέννης, η
γενέτειρα του πατέρα του Μοσχόπολη και η πρωτεύουσα του ελληνικού
κράτους, προικοδοτήθηκαν με γενναίες χορηγίες που διατέθηκαν για την
κατασκευή και λειτουργία φιλανθρωπικών και πνευματικών ιδρυμάτων.
Στην
Αθήνα ενίσχυσε οικονομικά την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, χρηματοδότησε
την κατασκευή του κτιρίου του Αστεροσκοπείου Αθηνών, καθώς και τη
λειτουργία του διά της αγοράς των αναγκαίων οργάνων και βιβλίων,
συνέδραμε στην ανέγερση του Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών και προσέφερε
μεγάλα ποσά για το Οφθαλμιατρείο, το Αρσάκειο, το Πανεπιστήμιο, την
Αρχαιολογική Εταιρεία, κ.λ.π.
Το Μάιο του 1856 ο Γεώργιος Σίνας κοιμήθηκε τη Βιέννη.
Ο Σίμων Σίνας,
γιος του Γεώργιου Σίνα, γεννήθηκε στη Βιέννη το 1810. Εκεί τελείωσε τις
εγκύκλιες και τις πανεπιστημιακές του σπουδές. Αμέσως μετά την περάτωση
των σπουδών του, ο Σίμων εργάστηκε στις επιχειρήσεις της οικογένειας. Ο
Σίμων Σίνας ανέπτυξε μεγάλη κοινωνική δραστηριότητα στην Αυστροουγγαρία
και την Ελλάδα. Οι πόλεις της Βιέννης και της Βουδαπέστης, καθώς και η
ελληνική παροικία της πρώτης ευεργετήθηκαν από τη γενναιοδωρία του.
Σημαντική υπήρξε η προσφορά του προς το ελληνικό κράτος και κυρίως στην
πόλη των Αθηνών.
Ο Σίμων
Σίνας συνέχισε «…εκπληρών ευσεβώς τας διαθήκας του πατρός…» το εθνικό
του έργο αναλαμβάνοντας τη συνέχιση των πατρικών δωρεών σε πνευματικά
και φιλανθρωπικά ιδρύματα, τη δαπάνη ανέγερσης του κτιρίου της Ακαδημίας
Αθηνών, τη δαπάνη της διατήρησης του Αστεροσκοπείου Αθηνών και την
αποπεράτωση του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών και του «Αμαλιείου
Ορφανοτροφείου».
Κοιμήθηκε στη Βιέννη το 1877 σε ηλικία 66 ετών, δίχως ποτέ να επισκεφθεί την Ελλάδα.
Κωνσταντίνος (1857-1951) και Αναστάσιος ( ; - 1934) Σισμάνογλου
Ομογενείς
επιχειρηματίες, υιοί του Κωνσταντινουπολίτη επιχειρηματία και ευεργέτη
Ιωάννου Σισμάνογλου. Ο Κωνσταντίνος, όπως και ο αδελφός του Αναστάσιος,
ακολούθησαν το οικογενειακό επάγγελμα και εξελίχθηκαν σε σημαντικούς
οικονομικούς παράγοντες της Οθωμανικής πρωτεύουσας.
Παράλληλα
με τις επιχειρήσεις τους, δραστηριοποιήθηκαν και στον κοινωνικό τομέα,
υποστηρίζοντας με δωρεές κοινωφελή και φιλανθρωπικά ιδρύματα των
Ομογενών τους στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκαν
το έτος 1897.
Μετά τη
Μικρασιατική καταστροφή διέθεσαν μεγάλα κεφάλαια για την ενίσχυση των
Μικρασιατών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην ελληνική επικράτεια.
Πάντως, η μεγαλύτερη και γνωστότερη ευεργεσία τους υπήρξε το κληροδότημα
του Κωνσταντίνου Σισμάνογλου, ο οποίος ικανοποιώντας και την επιθυμία
του αποθανόντος το 1934 αδελφού του Αναστάσιου, δώρισε τον επόμενο χρόνο
(1935) στο ελληνικό δημόσιο τεράστιο χρηματικό ποσό για την ίδρυση και
λειτουργία Φυματιολογικού Ινστιτούτου.
Το
«Σισμανόγλειον Νοσοκομείον» κτίστηκε στην περιοχή των Μελισσίων Αττικής.
Ο πόλεμος του 1940 και η περίοδος της κατοχής που ακολούθησε, είχαν ως
επακόλουθο το Νοσοκομείο να μη χρησιμοποιηθεί ως φυματιολογικό, αλλά ως
γενικό στρατιωτικό. Η επιθυμία του δωρητή πραγματοποιήθηκε το 1948 και
έκτοτε το «Σισμανόγλειο», αφού ανακατασκευάστηκε και επανεξοπλίστηκε
κατέστη ένα από τα σημαντικότερα φυματιολογικά ιδρύματα.
Ανδρέα Συγγρός (Κωνσταντινούπολη 1828 ή 1830 – Αθήνα 1899)
Ο Ανδρέας
Συγγρός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά πέρασε τα παιδικά του
χρόνια την Άνδρο και τη Σύρο. Πνεύμα ανήσυχο εγκατέστησε τις
χρηματοπιστωτικές δραστηριότητές του στην Κωνσταντινούπολη και την
Αθήνα. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα ήταν ένα κράτος που όπως τονίζουν οι
μελετητές «σαφώς υπερτερούσε σε επιχειρήσεις από την Ευρώπη, αλλά και
από την Κωνσταντινούπολη και τα άλλα οικονομικά κέντρα της Μαύρης
θάλασσας».
Αποτελεί
το σημαντικότερο παράδειγμα της ομάδας των Ελλήνων κεφαλαιούχων που
στράφηκαν στο ελληνικό κράτος μετά το 1870. Όταν εγκαταστάθηκε στην
ελληνική πρωτεύουσα (1872) είχε αποκρυσταλλώσει μία εντελώς διαφορετική
επιχειρηματική λογική. Αποφεύγοντας τις εμπορικές δραστηριότητες και τις
επενδύσεις στη βιομηχανία, επιδόθηκε στον κρατικό δανεισμό και στις
τραπεζικές εργασίες.
Ο Ανδρέας
Συγγρός δαπάνησε εν ζωή τεράστια ποσά και διέθεσε μετά το θάνατό του
όλη την περιουσία του για κοινωφελείς σκοπούς, πράξη που τον κατέταξε
πανηγυρικά στη χορεία των εθνικών ευεργετών. Διέθεσε τα απαραίτητα
κεφάλαια για την ανέγερση του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών, την κατασκευή
πεζοδρομίων της Αθήνας, την ίδρυση των Μουσείων Ολυμπίας και Δελφών, την
ανέγερση των πυρποληθέντων Παπαφείων Νοσοκομείων (1892) στη
Θεσσαλονίκη, την ίδρυση των ομωνύμων επανορθωτικών Φυλακών στην Αθήνα.
Με τη
διαθήκη του διατέθηκαν σημαντικά ποσά υπέρ του «Αμαλιείου
Ορφανοτροφείου», του Βρεφοκομείου Αθηνών, του Πτωχοκομείου Αθηνών, του
Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, του «Δρομοκαϊτείου Φρενοκομείου», της
Χριστιανικής Ορθόδοξης Κοινότητας Χίου, του Μουσικού και Δραματικού
Συλλόγου Αθηνών, της Μεγάλης του Γένους Σχολής Κωνσταντινουπόλεως, των
φιλανθρωπικών ιδρυμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κ.ά., της ίδρυσης
Σχολείου στο χωριό καταγωγής του, Λιθί Χίου, για την κατασκευή της νέας
πτέρυγας του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», για την ίδρυση του Νοσοκομείου
Ανδρέα Συγγρού μεταδοτικών νοσημάτων που λειτούργησε από το 1910.
Ο Ανδρέας Συγγρός κοιμήθηκε στην Αθήνα σε ηλικία 69 ετών.
Παναγής Χαροκόπος (1835-1911)
Ο Παναγής
Χαροκόπος γεννήθηκε το 1835 στο Πλατύ της επαρχίας Σάμης στην
Κεφαλονιά. Υπήρξε μεγαλέμπορος και εκμισθωτής γαιών στη Ρουμανία. Εκεί
διέμεινε για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Παράλληλα με την
επιτυχημένη επιχειρηματική του δραστηριότητα επέδειξε και σημαντικότατη
κοινωφελή – εθνική δράση. Ήδη από την περίοδο της διαμονής του στη
Ρουμανία διέθεσε μεγάλα ποσά για εθνικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς,
συμμετέχοντας στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της ομογένειας. Όταν η
ρουμανική κυβέρνηση απαγόρευσε τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στις
Ελληνορθόδοξες Εκκλησίες, ο Χαροκόπος ανήγειρε Ναό στον περίβολο της
ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι, χώρο στον οποίο δεν θα μπορούσε να
ισχύσει η απαγόρευση.
Στην
Αθήνα εγκαταστάθηκε το 1905, όπου και πέθανε το έτος 1911. Οι δωρεές του
προς το ελληνικό κράτος υπήρξαν σημαντικές. Ο Παναγής Χαροκόπος, μεταξύ
των άλλων δώρισε ένα από τα τσιφλίκια του στους αγρότες που το
καλλιεργούσαν, ίδρυσε με δική του δαπάνη «Γεωργικόν Σταθμόν» στα
Φάρσαλα. Με τη διαθήκη του κληροδότησε 5.500.000 χρυσές δραχμές που
διατέθηκαν για την ίδρυση «Εργαστηρίου Απόρων Γυναικών και κορασίων»
στην Κεφαλονιά, υπέρ της «Γεωργικής Εταιρείας Αθηνών», υπέρ της
«Πολυκλινικής Αθηνών», υπέρ του «Οίκου Τυφλών», υπέρ της «Βιοτεχνικής
Εταιρείας» κ.ά.
Η
γνωστότερη πάντως ευεργεσία του υπήρξε η καταβολή όλων των εξόδων αγοράς
οικοπέδου, ανέγερσης κτιρίου και λειτουργίας της «Χαροκοπείου
Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής» στην Καλλιθέα. Το οικόπεδο,
έκτασης 25.000 τ. μέτρων, αγοράστηκε το 1906. Το κτίριο περατώθηκε γύρω
στο 1920 και η λειτουργία του ιδρύματος ξεκίνησε το 1929. Σήμερα η Σχολή
έχει αναβαθμιστεί σε Πανεπιστήμιο.