Το Σύνταγμα του 1975, με όλες τις αναθεωρήσεις του, εγκαθίδρυσε ένα πολίτευμα «κλειστό», το οποίο φρόντιζε μονάχα για την διατήρηση της εξουσίας των εμπνευστών του και ουδόλως μεριμνούσε για την χρηστή δημοκρατική διακυβέρνηση. Στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς να διαφοροποιείται ιδιαιτέρως από τις διατάξεις του αυταρχικού Συντάγματος 1952, εμφανίζεται φλύαρο και δυσνόητο στους πολίτες. Οι καινοτομίες του περιορίζονται κυρίως στα λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα (προστασία οικογένειας, γάμου μητρότητας, παιδικής ηλικίας, πολυτέκνων, υγείας, αστέγων, εργασίας, περιβάλλοντος) και στις περισσότερες περιπτώσεις έχει την μορφή διακήρυξης παρά δικαιώματος που παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα. Επίσης απαράδεκτη είναι η εκτεταμένη χρησιμοποίηση της λεγόμενης «επιφύλαξη του νόμου», σύμφωνα με την οποία το Σύνταγμα χρησιμοποιώντας την φράση «όπως νόμος ορίζει» ή άλλη ανάλογη, αναθέτει στον απλό νομοθέτη τον τρόπο προστασίας του δικαιώματος με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις η προστασία να παραλύει ή να περιορίζεται σε σχέση με το συνταγματικό κείμενο.
Μερικά χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα βρίσκουμε στο άρ. 19 που αφορά το απόρρητο της επικοινωνίας ή κυρίως σε διατάξεις που προστέθηκαν με τις τελευταίες αναθεωρήσεις του 2001 και του 2007, όπως το άρ. 5α που αφορά το δικαίωμα στην πληροφόρηση, το άρ. 9α που αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ή το άρ. 14 που αφορά την διαφάνεια στα μέσα χρηματοδότησης των ΜΜΕ. Ωστόσο τα μεγαλύτερα προβλήματα του ισχύοντος Συντάγματος δεν βρίσκονται στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά στο πεδίο της οργάνωσης του Κράτους. Σύμφωνα με το ισχύον σύνταγμα:
1. Η έλλειψη χωριστών εκλογών για εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη θεσμών εσωκομματικής δημοκρατίας, κατάντησαν την Βουλή δέσμια της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν υφίσταται διάκριση, αλλά σκόπιμη σύγχυση των εξουσιών. Το πολίτευμα της αυτοαποκαλούμενης «προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» σύμφωνα με το οποίο εκλέγεται μόνο η Βουλή και η κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, κάτι η οποία είχε αξία σε πολίτευμα βασιλευομένης δημοκρατίας προκειμένου οι κυβερνήσεις που διόριζε ο βασιλέας να έχουν κάποια δημοκρατική νομιμοποίηση, σήμερα δεν δικαιολογείται και, όπως αποδείχθηκε, οδήγησε, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη θεσμών εσωκομματικής δημοκρατίας, στην ποδηγέτηση της Βουλής από την εκάστοτε κυβέρνηση και το κόμμα. Οι βουλευτές δεν είναι ανεξάρτητοι αλλά ψηφίζουν τα νομοσχέδια που καταθέτει η κυβέρνηση υπό την απειλή της διαγραφής σε περίπτωση μη τήρησης της κομματικής πειθαρχίας. Οι εκλογές διενεργούνται όποτε κρίνεται σκόπιμο από την κυβέρνηση για μικροκομματικούς καθαρά σκοπούς και όχι σταθερά κάθε τέσσερα χρόνια.
2. Το κόμμα , χωρίς η λειτουργία του να ρυθμίζεται παρά μόνο με μία γενική διάταξη του άρ.29, έχει αναχθεί σε υπέρτατο θεσμό του κράτους. Το γεγονός δε ότι δεν ρυθμίζεται καθόλου ο τρόπος λειτουργίας του από το Σύνταγμα έχει επιτρέψει την ύπαρξη τριτοκοσμικών κομμάτων όπου δεν υπάρχουν στοιχειώδεις δημοκρατικοί θεσμοί και καταστατικά αλλά επικρατεί η θέληση του εκάστοτε αρχηγού και της αυλής του. Ο αρχηγός, εάν ελέγχει το κόμμα, ελέγχει εφόσον εκλεγεί πρώτο κόμμα την Βουλή, την κυβέρνηση και διορίζει την ηγεσία της δικαιοσύνης!
3. Το Σύνταγμα στο άρ.44 προβλέπει δυνατότητα διενέργειας δημοψηφίσματος μόνο κατόπιν απόφασης της κυβέρνησης ή της πλειοψηφίας της Βουλής Απεναντίας, απουσιάζουν πλήρως θεσμοί άμεσης συμμετοχής με πρωτοβουλία πολιτών όπως τα δημοψηφίσματα ή οι προτάσεις νόμων με λαϊκή Πρωτοβουλία ή τα υποχρεωτικά δημοψηφίσματα, τα οποία προβλέπονται στα συντάγματα άλλων – ευνομούμενων – χωρών. Η Βουλή έχει την δυνατότητα χωρίς προσφυγή στον λαό να αλλάζει τα σύνορα της χώρας να εγκαθιστά ξένα στρατεύματα στην χώρα, να εκχωρεί συνταγματικές αρμοδιότητες σε διεθνείς οργανισμούς, να περιορίζει την εθνική κυριαρχία ή να αλλάζει το ίδιο το Σύνταγμα. Καθ’ όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης δεν έγινε ούτε ένα δημοψήφισμα. Με αυτόν τον τρόπο ο πολίτης δεν έχει κανένα δικαίωμα στην απευθείας άσκηση της εξουσίας και έχει τεθεί στο περιθώριο της πολιτικής ζωής
4. Η δικαιοσύνη είναι ακρωτηριασμένη, αφού σύμφωνα με το άρ.90 του Συντάγματος η ηγεσία της διορίζεται από την κυβέρνηση . Επιπλέον δεν υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο αυξημένου κύρους για να κρίνει την αντισυνταγματικότητα των νόμων, ούτε εάν τηρήθηκε η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία ψήφισής τους.
5. Τα μέλη της κυβέρνησης και οι βουλευτές έχουν κατοχυρώσει συνταγματικά την προνομιακή μεταχείρισή τους και την ατιμωρησία τους έναντι των υπολοίπων πολιτών με βάση τις διατάξεις των άρ. 62 και 86 του Συντάγματος που μεταφέρθηκαν στο Σύνταγμα του 1975 από τα Συντάγματα του 1864 του 1911 και του 1952 και ενισχύθηκαν με την αναθεώρηση του 2001 ακόμη περισσότερο με θεσμούς συντομότατης παραγραφής των εγκλημάτων μελών και πρώην μελών κυβερνήσεων. Επιπλέον, δεν προβλέπεται σύστημα δημόσιας λογοδοσίας, ενώ και ο θεσμός του ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων της Βουλής είναι εντελώς διάτρητος, αφού διενεργείται μέσω επιτροπής στην οποία μετέχουν κατά πλειοψηφία μέλη της Βουλής με αποτέλεσμα τα κόμματα ουσιαστικά να ελέγχουν τον εαυτό τους!
6. Δεν έχουν όλοι οι Έλληνες τα ίδια πολιτικά δικαιώματα, αφού τα κόμματα του κοινοβουλίου εξασφαλίζουν προνομιακή χρηματοδότηση και προβολή, διαπλέκονται με τράπεζες και ΜΜΕ και αποκλείουν κάθε νέα πολιτική κίνηση ανανέωσης της πολιτικής ζωής.
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να ήταν ίσως ανεκτά την εποχή του Συντάγματος του 1864 ή έστω του 1911 και του 1952, γι’ αυτό άλλωστε και το Σύνταγμα του 1975 αποτελεί αναθεώρηση αυτών των Συνταγμάτων με αποτέλεσμα το σημερινό Σύνταγμα της Ελλάδος να φέρει τον πλήρη τίτλο Σύνταγμα 1864/1911/1952/1975/1986/2001/2007! Αλλά σήμερα κανένας πολίτης με δημοκρατική συνείδηση δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτό το θεσμικό πλαίσιο και αυτό το πολιτικό σύστημα το οποίο οδήγησε στην κατάρρευση και στην ταπείνωση της χώρας. Χρειάζεται επειγόντως ευρύτατη συνταγματική αλλαγή, προκειμένου να δοθεί η ώθηση που απαιτείται για να εξέλθει η Ελλάδα από την βαθιά κρίση. Είναι ανάγκη να πνεύσει νέος άνεμος, να τεθεί ο πολίτης στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, να καθιερωθεί η διάκριση των εξουσιών, να επιτευχθεί η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, να παύσει η ανισότητα, και να κατοχυρωθούν οι βασικές αρχές της δημοκρατίας.
Τι πρέπει να αλλάξει (1):
Εάν δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου εξουσιάζει ο λαός, τότε δεν νοείται δημοκρατικό πολίτευμα χωρίς την άμεση συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας. Τέτοιου είδους συμμετοχή αποτελεί πρωτίστως το δημοψήφισμα. Η Ευρώπη και τα άλλα κράτη της Δύσεως, ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα, άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι δεν αρκεί ο κοινοβουλευτισμός για τον χαρακτηρισμό ενός πολιτεύματος ως δημοκρατικού. Έτσι, πέρα από τους θεσμούς αντιπροσώπευσης, εισήγαγαν και θεσμούς άμεσης συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική ζωή, όπως είναι τα δημοψηφίσματα και οι πρωτοβουλίες πολιτών για προτάσεις νόμου.
Πηγή έμπνευσης για την καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατίας αποτελεί ασφαλώς η ελληνική αρχαιότητα και κυρίως η αθηναϊκή δημοκρατία (“και όνομα μεν δια το μη ες ολίγους αλλά εις πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται”, Θουκιδίδης, βιβλίο β΄, επιτάφιος Περικλέους). Ωστόσο, σύγχρονη μητέρα του θεσμού των δημοψηφισμάτων θεωρείται η Ελβετία, όπου διενεργούνται κάθε έτος περίπου 2-3 δημοψηφίσματα σε κεντρικό επίπεδο και ακόμη περισσότερα σε τοπικό επίπεδο. Από το 1945 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχαν διενεργηθεί 275 δημοψηφίσματα και ήδη έχουν ξεπεράσει τα 300. Το ελβετικό Σύνταγμα προβλέπει δημοψήφισμα κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας, είτε για την κατάργηση νόμου, εάν ζητηθεί από 50.000 πολίτες (άρ.89), είτε για την αναθεώρηση ή την θέσπιση νέου Συντάγματος εάν ζητηθεί από 100.000 πολίτες (άρ.121). Στην διάρκεια των τελευταίων 133 ετών η ομοσπονδιακή Βουλή των Ελβετών έχει ψηφίσει 2370 νόμους. Από αυτούς οι 160 (περίπου οι 7 στους 100) έχουν δεχθεί «επίθεση» από δημοψήφισμα και περίπου οι μισοί από αυτούς (87) ακυρώθηκαν. Το ποσοστό συμμετοχής των Ελβετών στα δημοψηφίσματα είναι σταθερά μεγαλύτερο από αυτό που απολαμβάνουν οι εκλογές των αντιπροσώπων τους. Ο Ελβετός ψηφοφόρος δεν δείχνει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα άτομα που θα τον αντιπροσωπεύσουν, εφόσον ξέρει ότι υπάρχουν θεσμοί για να ανακαλέσει τον οποιονδήποτε πίσω στην δημοκρατική τάξη.
Δυνατότητα δημοψηφίσματος κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας προβλέπει επίσης το ιταλικό Σύνταγμα εφόσον το ζητήσουν 500.000 εκλογείς , είτε για την κατάργηση νόμου (άρ.75), είτε για την αναθεώρηση του Συντάγματος (άρ.138). Από το 1970 μέχρι σήμερα έχουν προκηρυχθεί στην Ιταλία 20 δημοψηφίσματα με 66 ερωτήματα.
Εξάλλου, άλλα κράτη όπου καθιερώνεται συνταγματικά ο θεσμός του δημοψηφίσματος κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας είναι η Ουγγαρία (εάν το ζητήσουν 200.000 πολίτες, άρ.28C) και το Λουξεμβούργο (άρ.51), ενώ επίσης, υποχρεωτικό δημοψήφισμα σε περίπτωση αναθεώρησης του Συντάγματος προβλέπεται από το Σύνταγμα της Δανίας (άρ.88), της Γαλλίας (άρ.89), της Πολωνίας (άρ.235), του Λουξεμβούργου (άρ.114) και της Αυστρίας για την περίπτωση της ολικής αναθεώρησης (άρ.44). Στην Γερμανία ο θεμελιώδης νόμος της Βόννης προβλέπει ότι απαιτείται δημοψήφισμα για την αναδιάρθρωση ομοσπονδιακού εδάφους (άρ.29), ενώ επίσης τα συντάγματα επιμέρους ομόσπονδων κρατών (λ.χ. του Βερολίνου) προβλέπουν δημοψήφισμα κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας για την ανάκληση των βουλευτών μέσω της διάλυσης της Βουλής.
Στις ΗΠΑ η διενέργεια δημοψηφισμάτων προβλέπεται από τα Συντάγματα κάποιων εκ των πολιτειών, όπως της Καλιφόρνια, του Όρεγκον, της Βόρειας Ντακότα, της Ουάσιγκτον, του Κολοράντο, της Αριζόνα, της Μοντάνα, του Μίτσιγκαν, του Άρκανσας και της Οκλαχόμα, όπου διενεργείται σημαντικό αριθμός δημοψηφισμάτων.
Εξάλλου, θεσμό άμεσης συμμετοχής των πολιτών, έστω και ατελή αφού μπορεί να μην έχει αποτέλεσμα, αποτελεί και η λαϊκή πρωτοβουλία προς ψήφιση νόμου, η οποία απευθύνεται προς το κοινοβούλιο και το καλεί να συζητήσει και να ψηφίσει την πρόταση νόμου των πολιτών. Τέτοια δυνατότητα προβλέπει το Σύνταγμα της Αυστρίας, κατόπιν συλλογής 100.000 υπογραφών (άρ.41), της Ισπανίας με την συλλογή 500.000 υπογραφών και της Ιταλίας κατόπιν συλλογής 50.000 υπογραφών.
Στην Ευρώπη το δημοψήφισμα και οι λοιποί θεσμοί άμεσης συμμετοχής των πολιτών αποτελούν εδώ και πολλές δεκαετίες μία πραγματικότητα και ένα στοιχείο προόδου και πολιτικού πολιτισμού. Εκτός των χωρών που προαναφέρθηκαν, δημοψηφίσματα διενεργούνται συχνά στην Δανία και την Ιρλανδία και λιγότερο στην Σουηδία, την Φινλανδία, την Νορβηγία και αλλού. Εκτός της Ευρώπης και των ΗΠΑ, σημαντικός αριθμός δημοψηφισμάτων διενεργούνται στην Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία και τις Φιλιππίνες.
Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, προτάσεις ή σχέδια νόμου μπορεί να καταθέσει μόνο βουλευτής ή υπουργός, η δε διεξαγωγή δημοψηφίσματος εξαρτάται αποκλειστικά από την κυβέρνηση και την Βουλή δεδομένου ότι προκηρύσσεται, είτε για κρίσιμα εθνικά θέματα κατόπιν πρότασης της κυβέρνησης και απόφασης τουλάχιστον 151 βουλευτών, είτε για ψηφισθέντα νόμο κατόπιν πρότασης τουλάχιστον 120 βουλευτών και απόφασης τουλάχιστον 180 βουλευτών: “Ο πρόεδρος της δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου…” (άρ.44 παρ.2) Ακολούθως, εφόσον δεν προβλέπεται λαϊκή πρωτοβουλία για διενέργεια δημοψηφίσματος, από την ψήφιση του Συντάγματος μέχρι σήμερα ουδέποτε η κυβέρνηση και η Βουλή προκήρυξαν έστω και ένα δημοψήφισμα. Βεβαίως, δεν προβλέπεται δημοψήφισμα, όχι μόνο για αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά ούτε καν σε επίπεδο δήμων ή περιφερειών.
Το ελληνικό Σύνταγμα είναι αναχρονιστικό και αντιδημοκρατικό. Απαιτείται ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση, η οποία θα θεσπίζει την δυνατότητα δημοψηφίσματος κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας, τόσο για την ψήφιση ή την κατάργηση νόμου, ή την ανάκληση αξιωματούχου, όσο και για την αναθεώρηση ή την θέσπιση νέου Συντάγματος. Επίσης θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων σε επίπεδο δήμου ή περιφέρειας αλλά και η δυνατότητα κατάθεσης προτάσεων νόμου προς την Βουλή με λαϊκή πρωτοβουλία.
Τι πρέπει να αλλάξει (2):
Οι βουλευτές, οι οποίοι σύμφωνα με το άρ.51 παρ.2 του Συντάγματος “αντιπροσωπεύουν το έθνος”, έχουν επιφυλάξει για τον εαυτό τους προνόμια, τα οποία εδράζονται τόσο στον νόμο όσο και στο ίδιο το Σύνταγμα.
Βασιζόμενοι στις συνταγματικές διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρ. 63 Σ , δυνάμει των οποίων δικαιούνται αποζημίωση, δαπάνες, αλλά και συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια, το ύψος των οποίων καθορίζεται με απόφαση της ολομέλειας της Βουλής, θεσμοθέτησαν ένα απίστευτο όργιο σπατάλης σε βάρος του δημοσίου. Νομοθέτησαν υπέρογκες βουλευτικές αποζημιώσεις 16 μηνών κατ’ έτος και δεν δίστασαν να κατοχυρώσουν επιπλέον αμοιβή για κάθε συμμετοχή τους σε επιτροπές της Βουλής. Προσέλαβαν κομματικούς στρατούς δήθεν συμβούλων οι οποίοι αμείβονται από το δημόσιο και φυλάσσονται από αστυνομικούς αποσπασμένους μόνο για την δική τους προστασία. Μετακινούνται δωρεάν σε πρώτη θέση με τα όλα τα μέσα συγκοινωνίας, τους παρέχονται αυτοκίνητα, χρεώνουν το δημόσιο με υπέρογκες δαπάνες επικοινωνίας και μετακίνησης και έφθασαν σε σημείο να κατοχυρώσουν για τον εαυτό τους ακόμη και δωρεάν εισιτήριο για ιαματικά λουτρά , μόνοι αυτοί μαζί με τους μητροπολίτες και τους ανάπηρους!
Αλλά το θέμα δεν σταμάτησε εκεί. Οι βουλευτές για να μπορούν να τελέσουν ευσυνείδητα το καθήκον τους, εκτός από σκανδαλώδη οικονομικά προνόμια εξασφάλισαν και ποινική ασυλία, διότι, σύμφωνα με το άρ.62 του Συντάγματος , με εξαίρεση τα αυτόφωρα κακουργήματα, δεν διώκονται, ούτε συλλαμβάνονται , ούτε φυλακίζονται, ούτε με άλλο τρόπο περιορίζονται χωρίς άδεια της Βουλής. Μάλιστα, η εν λόγω άδεια θεωρείται μη δοθείσα, όχι μόνο σε περίπτωση ρητής άρνησης, αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία παρέλθουν τρεις μήνες και η Βουλή σιωπήσει και δεν αποφανθεί καν επί της σχετικής εισαγγελικής αιτήσεως. Παράδειγμα “τρανταχτής” σκανδαλώδους ποινικής ασυλίας υπήρξε εκείνη της Μιλένας Αποστολάκη, όπου μετά την άρνηση της Βουλής να παράσχει άδεια ποινικής δίωξης σε περίπτωση έγκλησης του πρώην συζύγου της βουλευτού για το ποινικό αδίκημα της παραβίασης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων επιμέλειας ανηλίκων τέκνων, ο πρώην σύζυγος προσέφυγε στο ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο καταδίκασε την Ελλάδα σε χρηματική αποζημίωση για παραβίαση του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης στην δικαιοσύνη.
Αλλά εκτός αυτών, δεν έχουν όλοι οι Έλληνες ούτε τα ίδια πολιτικά δικαιώματα, αφού τα κόμματα του κοινοβουλίου εξασφαλίζουν προνομιακή χρηματοδότηση και προβολή, διαπλέκονται με τράπεζες και ΜΜΕ και αποκλείουν κάθε νέα πολιτική κίνηση ανανέωσης της πολιτικής ζωής αφού οποιοδήποτε νέο κόμμα τίθεται αυτομάτως στο περιθώριο. Με αυτόν τον τρόπο τα κόμματα της μεταπολίτευσης επιχειρούν να διαιωνίσουν την εξουσία τους.
Είναι φανερό ότι τα προνόμια και η ποινική ασυλία και η πολιτική ανισότητα κατέστησαν τους βουλευτές , από αντιπροσώπους του λαού, κυριάρχους επί του λαού και της κοινωνίας. Η αρχή της ισότητας καταστρατηγήθηκε πλήρως. Οι βουλευτές έκαναν την πολιτική επάγγελμα, το οποίο μάλιστα μεταβιβάζεται κληρονομικώ δικαίω από πατέρα σε κόρη και από μάνα σε υιό. Επί 35 και πλέον έτη οι ίδιες οικογένειες και τα ίδια κόμματα ψήφιζαν σειρά νομοθετημάτων τα οποία οδήγησαν στην χρεοκοπία της χώρας. Αλλά οι ίδιοι πλούτιζαν. Και όταν η χώρα έφθασε στο σημείο της πτώχευσης, πολλοί εξ αυτών είχαν ήδη φροντίσει να εξάγουν τις καταθέσεις τους σε τράπεζες του εξωτερικού ώστε, εάν η χώρα καταστραφεί και επιστρέψει στην δραχμή, εκείνοι ως παράσιτα να κερδοσκοπήσουν για μία ακόμη φορά σε βάρος των θυμάτων τους.
Τώρα έφθασε η ώρα της κρίσεως. Ο λαός γνωρίζει πολύ καλά ότι όλα αυτά είναι απάτη. Ήρθε η ώρα να διεκδικήσουμε ένα νέο Σύνταγμα μέσα από το οποίο θα θεσμοθετηθεί η αληθινή ισότητα των πολιτών, θα καταργηθούν ρητά τα προνόμια και η ποινική ασυλία των βουλευτών και υπουργών και θα κατοχυρωθεί η ισότητα των πολιτικών κομμάτων με δικαίωμα ίσης προβολής όλων από τα μμε, κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης για τα κόμματα του κοινοβουλίου, απαγόρευση της σκανδαλώδους δανειοδότησης των κομμάτων από τράπεζες κλπ.
Τι πρέπει να αλλάξει (3):
Μείζον και καίριο ζήτημα για την χώρα η εκτεταμένη διαφθορά και ιδίως η διαφθορά του πολιτικού συστήματος. Η παντελής απουσία ισχυρών θεσμών ελέγχου όσων διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα, επέτρεψε την καταλήστευση του δημοσίου χρήματος και οδήγησε την χώρα στην χρεοκοπία. Για την αντιμετώπιση της διαφθοράς απαιτείται συνεπώς η εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου συστήματος λογοδοσίας και δημοσίου ελέγχου εκείνων που ασκούν δημόσια αξιώματα και κατέχουν δημόσιες θέσεις, έτσι ώστε ουδείς να είναι ανεξέλεγκτος και όλοι να ελέγχονται με τρόπο που να εγγυάται την αμεροληψία και την διαφάνεια.
Προς την κατεύθυνση αυτή μέγιστη τομή είναι ασφαλώς η πραγματική διάκριση των εξουσιών η οποία θα απελευθερώσει την Βουλή από την εκτελεστική εξουσία και θα καταστήσει την Δικαιοσύνη πραγματικά ανεξάρτητη.
Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, εμφανίζεται να αποδέχεται κατ’ αρχήν την διάκριση των εξουσιών (άρ. 26 Σ), αλλά στην συνέχεια καθιερώνει ένα σύστημα διασταύρωσης των εξουσιών και υποταγής των λοιπών εξουσιών στην εκτελεστική εξουσία με τις εξής κυρίως ρυθμίσεις:
(1) Δεν προβλέπει χωριστές εκλογές για την ανάδειξη Βουλής και κυβέρνησης, ούτε κατοχυρώνει το ασυμβίβαστο των θέσεων βουλευτή και υπουργού, αλλά, απεναντίας, επιτάσσει στο άρ. 84 ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να έχει πάντοτε με το μέρος την πλειοψηφία της Βουλής. Έτσι, κυβέρνηση και Βουλή ταυτίστηκαν, ενώ ακόμη και η νομοθετική πρωτοβουλία κατέληξε να είναι προνόμιο της κυβέρνησης με την Βουλή ουραγό. Οι βουλευτές αντί να νομοθετούν κατάντησαν χειροκροτητές της κυβέρνησης με αντάλλαγμα ένα υπουργείο για να κάνουν τις διευκολύνσεις στους ψηφοφόρους τους.
(2) Η ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων διορίζεται από το υπουργικό Συμβούλιο (άρ. 90). Έτσι ελέγχεται η ηγεσία της δικαιοσύνης και , εμμέσως, ως κάποιο βαθμό, οι προαγωγές, οι μεταθέσεις και πειθαρχικές διώξεις, οι δε δικαστές γνωρίζουν καλά ότι εάν θέλουν να ανέλθουν στην ανώτατη βαθμίδα πρέπει να μην αντιτάσσονται στις κυβερνητικές μεθοδεύσεις.
(3) Σύμφωνα με το άρ. 86 Σ, τα ποινικά αδικήματα μελών της κυβέρνησης δεν ερευνώνται , ούτε διώκονται από την δικαιοσύνη, όπως συμβαίνει με τους κοινούς πολίτες, αλλά μόνο κατόπιν απόφασης της πλειοψηφίας Βουλής, η οποία ελέγχεται από την κυβέρνηση. Έτσι η κυβέρνηση αποφασίζει εμμέσως εάν θα ερευνηθεί ή θα διωχθεί πρόσωπο που διετέλεσε μέλος παρούσας ή προηγούμενης κυβέρνησης για έγκλημα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η Δικαιοσύνη ακρωτηριάστηκε και σε συνδυασμό με την υποταγή της ηγεσίας της στην κυβέρνηση ουδέποτε κατάφερε να ορθώσει το ανάστημά της.
(4) ο θεσμός του ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων της Βουλής είναι εντελώς διάτρητος αφού διενεργείται μέσω επιτροπής της Βουλής με αποτέλεσμα τα κόμματα ουσιαστικά να ελέγχουν τον εαυτό τους!
Όλα τα παραπάνω συνετέλεσαν καθοριστικά στην δημιουργία του φαύλου και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης και πρέπει να εκλείψουν Ζητείται:
Α. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΕΞΟΥΣΙΩΝ, η οποία επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερα με το πολίτευμα της προεδρικής δημοκρατίας, χωριστές εκλογές για Πρόεδρο (εκτελεστική εξουσία) και Βουλή (νομοθετική εξουσία), εκλογή Προέδρου με σταθερή θητεία και ασυμβίβαστο βουλευτή-υπουργού, θητεία Προέδρου της Δημοκρατίας υπουργών και βουλευτών η οποία δεν θα ανανεώνεται περισσότερο από μία φορά, και κατάργηση των διαβόητων διατάξεων περί ευθύνης υπουργών με υπαγωγή των υπουργών στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη.
Β. ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με την κατάργηση της διάταξης που προβλέπει διορισμό της ηγεσίας της από την κυβέρνηση, κάτι που άλλωστε δεν συμβαίνει παρά σε ελάχιστα πλέον κράτη της Ευρώπης και επιλογή της με τρόπο που εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της όπως λ.χ. η κλήρωση μεταξύ των ανωτάτων δικαστών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε άλλες χώρες η ηγεσία της Δικαιοσύνης επιλέγεται είτε από το ίδιο το δικαστικό σώμα (λ.χ. στο Λουξεμβούργο, στο Βέλγιο, στην Δανία ή στην Ρουμανία), είτε μέσω κοινοβουλίου (όπως προβλέπεται στο ελβετικό Σύνταγμα, και στο Ολλανδικό Σύνταγμα), είτε από τον Πρόεδρο της δημοκρατίας (Φινλανδία) είτε με μικτά συστήματα όπως της Ισπανίας, όπου αποφασίζει με πλειοψηφία 3/5 το γενικό συμβούλιο Δικαστικής Εξουσίας (αποτελούμενο κατά πλειονότητα από δικαστές), της Ιταλίας όπου οι προαγωγές , μεταθέσεις κλπ. διενεργούνται από ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου διορίζονται κατά τα 2/3 από τους δικαστές και κατά ½ από το κοινοβούλιο, της Γερμανίας με σύμπραξη ομοσπονδιακού υπουργού και επιτροπής της Βουλής και των ομόσπονδων κρατών και των ΗΠΑ όπου οι δικαστές των Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου εκλέγονται με κοινή συμφωνία Προέδρου και Κογκρέσου με πλειοψηφία 2/3. Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί εξάλλου αυτό της Ιαπωνίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα της οποίας οι δικαστές και ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου διορίζονται από την κυβέρνηση αλλά ο διορισμός τους τίθεται υπό την κρίση των πολιτών στις επερχόμενες εκλογές.
Επίσης σημαντική τομή προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης θα αποτελούσε η θέσπιση ανεξάρτητου Συνταγματικού Δικαστηρίου τα μέλη του οποίου θα μπορούσαν, είτε να επιλέγονται με κλήρωση από δικαστές, καθηγητές νομικών σχολών ή δικηγόρους με μεγάλη εμπειρία, είτε να διορίζονται με άλλο τρόπο ικανό να εξασφαλίζει το κύρος του όπως λ.χ. στην Ιταλία όπου το Σ.Δ είναι 15μελές τα μέλη του οποίου διορίζονται κατά 1/3 από τον Πρόεδρο της δημοκρατίας, 1/3 από το κοινοβούλιο και 1/3 από τους δικαστές), ή στην Γερμανία, όπου είναι 15μελές και τα μέλη του επιλέγονται κατά ½ από την Ομοσπονδιακή Βουλή και κατά το ½ από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο.
Απαραίτητη είναι επίσης η ενίσχυση του θεσμού των ενόρκων με επέκταση των αρμοδιοτήτων τους ώστε να δικάζουν λ.χ. εγκλήματα δικαστών ή δικηγόρων, ή με θεσμοθέτηση δικαιώματος αμοιβής τους ανάλογου με την αμοιβή των δικαστών .
Ε. ΤΟΝ ΑΥΣΤΗΡΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΛΩΝ ΟΣΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΝΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΗΜΑ αποκλειστικά από την δικαιοσύνη (λ.χ. το ανώτατο δικαστήριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό τον δημόσιο έλεγχο των πολιτών χωρίς την ισχύ οποιουδήποτε απορρήτου και όχι όπως συμβαίνει σήμερα με διαδικασίες παρωδία από επιτροπές απαρτιζόμενες κατά πλειοψηφία από βουλευτές με διάτρητο σύστημα ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ, οι οποίες αποτελούν εμπαιγμό και κοροϊδία των πολιτών.
ΣΤ. ΤΟΝ ΑΥΣΤΗΡΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΜΜΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ, ώστε να μην λειτουργούν ΜΜΕ χωρίς νόμιμη άδεια και να αφαιρείται η άδεια λειτουργίας τους εάν έχουν οφειλές προς το δημόσιο.
Ζητούμενο είναι το αναφερόμενο στο υπέροχο απόσπασμα του Αισχίνη : “Εν γαρ ταύτη τη πόλει, ούτως αρχαία ούση και τηλικαύτη το μέγεθος, ουδείς εστιν ανυπεύθυνος των και οπωσούν προς τα κοινά προσεληλυθότων.” (Κατά Κτησιφώντος, 17).
Σύνταγμα από την Βουλή ή Σύνταγμα από τους πολίτες;
Η ελληνική συνταγματική ιστορία διδάσκει ότι, μέχρι σήμερα, κάθε ριζική συνταγματική αλλαγή στην χώρα μας, αφενός αποτέλεσε προϊόν, όχι απευθείας του λαού, αλλά συντακτικής ή αναθεωρητικής Βουλής και, αφετέρου διενεργήθηκε κατά παρέκκλιση ή παραβίαση της προβλεπόμενης διαδικασίας.
Ειδικότερα, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όταν ο Όθων συναίνεσε στην ψήφιση του πρώτου Συντάγματος από την αναγνώριση του ελληνικού κράτους, συγκροτήθηκε Συντακτική Βουλή από 244 πληρεξουσίους. Η Συντακτική Βουλή, η οποία ονομάσθηκε «η της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις», εξέλεξε 21μελή επιτροπή για να καταρτίσει σχέδιο συντάγματος. Η επιτροπή υπέβαλε το σχέδιό της στις 28 Δεκεμβρίου 1843, το τελικό σχέδιο ψηφίσθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1844 και υποβλήθηκε στον Όθωνα για παρατηρήσεις. Ο Όθων κύρωσε το Σύνταγμα στις 18 Μαρτίου 1844.
Το Σύνταγμα του 1844 δεν προέβλεπε καν διαδικασία αναθεώρησης. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε, μετά την κατάλυση της βασιλείας του Όθωνα την νύχτα της 1ης Οκτωβρίου 1862, την έκδοση ψηφίσματος με το οποίο προκηρυσσόταν η άμεση σύγκληση συντακτικής εθνοσυνέλευσης, ήτοι συντακτικής Βουλής. Η « β΄ εν Αθήναις των Ελλήνων Συνέλευσις» όπως ονομάσθηκε ακολούθησε την ίδια οδό με την προηγούμενη: Διόρισε επιτροπή για την σύνταξη σχεδίου Συντάγματος. Η επιτροπή εργάσθηκε επί ένα περίπου χρόνο και υπέβαλε το σχέδιο στις 23 Δεκεμβρίου 1863. Τελικώς, το Σύνταγμα του 1864 ψηφίσθηκε από την Βουλή στις 17-10-1864 και κυρώθηκε από τον Βασιλέα Γεώργιο Α΄ στις 16 Νοεμβρίου 1864.
Το Σύνταγμα του 1864 προέβλεπε ιδιαίτερα αυστηρή αναθεωρητική διαδικασία, η οποία καθιστούσε απολύτως δυσχερή οποιαδήποτε προσπάθεια αναθεώρησής του. Ωστόσο, το Σύνταγμα του 1911, το οποίο εμφανίζεται ως αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, ουδόλως θεσπίσθηκε σύμφωνα με την προβλεπόμενη τότε διαδικασία του άρ. 107 του Συντάγματος 1864, ήτοι από τις βουλές δύο συνεχών περιόδων με πλειοψηφία των ¾ των μελών τους. Ψηφίσθηκε πάντως και πάλι από αναθεωρητική Βουλή κατόπιν σχεδίου της κυβέρνησης Βενιζέλου και επεξεργασίας από 30μελή επιτροπή.
Σύμφωνα με το άρ. 108 του Συντάγματος του 1911, δεν επιτρεπόταν η αναθεώρηση ολόκληρου του Συντάγματος. Ωστόσο, το Σύνταγμα του 1925 αποτελεί νέο Σύνταγμα και δεν ψηφίσθηκε σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρ. 108 του Συντάγματος του 1911. Χωρίς να προβλέπεται από το προηγούμενο Σύνταγμα, διενεργήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη συντακτικής Βουλής και εν συνεχεία προκηρύχθηκε δημοψήφισμα με το οποίο ο λαός απεφάνθη μόνο επί του ζητήματος εάν η χώρα θα είχε πολίτευμα βασιλείας ή δημοκρατίας ψηφίζοντας υπέρ της δημοκρατίας με ποσοστό 69,95 %. Ήταν η πρώτη φορά που ο λαός αποφαινόταν άμεσα και όχι μέσω αντιπροσώπων. Ακολούθως, η Βουλή ανέθεσε σε επιτροπή την σύνταξη σχεδίου Συντάγματος, το οποίο δεν τέθηκε σε ισχύ διότι μεσολάβησε η δικτατορία Παγκάλου. Τελικώς, μετά την πτώση του Παγκάλου θεσπίσθηκε το σχεδόν πανομοιότυπο με του 1925 Σύνταγμα του 1927 και πάλι από Συντακτική Βουλή.
Το Σύνταγμα του 1927 προέβλεπε επίσης ότι αναθεωρούνται μόνο οι μη θεμελιώδεις διατάξεις του. Αλλά στις 10 Οκτωβρίου 1935 καταργήθηκε με ψήφισμα πραξικοπηματικού τύπου η αβασίλευτη δημοκρατία και επαναφέρθηκε σε ισχύ «προσωρινώς» και μέχρι την διενέργεια δημοψηφίσματος το Σύνταγμα του 1864/1911. Το δημοψήφισμα του 1935 ήταν προϊόν αισχρής νοθείας και ανέδειξε πολίτευμα βασιλείας με ποσοστό 97,88 % .
Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το Σύνταγμα του 1952, το οποίο εμφανιζόταν ως αναθεώρηση του Συντάγματος 1864/1911 και προέβλεπε πολίτευμα βασιλευομένης δημοκρατίας, υπήρξε και πάλι προϊόν Αναθεωρητικής Βουλής. Όπως και το Σύνταγμα του 1911, προέβλεπε στο άρ. 108 ότι «δεν επιτρέπεται η αναθεώρηση ολόκληρου του Συντάγματος» αλλά επιπλέον όριζε ρητά ότι «ουδέποτε αναθεωρούνται οι διατάξεις του παρόντος Συντάγματος αι καθορίζουσαι την μορφήν του πολιτεύματος ως Βασιλευομένης Δημοκρατίας ως και αι θεμελιώδεις διατάξεις αυτού.» Ωστόσο, το Σύνταγμα του 1975, το οποίο θεσπίσθηκε επίσης από αναθεωρητική Βουλή, κατόπιν δημοψηφίσματος στο οποίο ο λαός απεφάνθη υπέρ της δημοκρατίας και κατά της βασιλείας, αγνόησε πλήρως τις απαγορεύσεις του προηγούμενου Συντάγματος.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι δεν επιτρέπεται νέο Σύνταγμα , ούτε αλλαγή πολιτεύματος διότι το άρ. 110 του ισχύοντος Συντάγματος απαγορεύει την αναθεώρηση των διατάξεων που αφορούν την μορφή του πολιτεύματος. Ωστόσο, η ελληνική ιστορία διδάσκει ότι τα Συντάγματα αλλάζουν, όχι σύμφωνα με τις προβλέψεις τους, αλλά σύμφωνα με τον συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων. Μέχρι σήμερα, όλα τα ελληνικά συντάγματα θεσπίσθηκαν από εκπροσώπους του λαού και όχι απευθείας από τον ίδιο. Αλλά οι εποχές πλέον έχουν αλλάξει. Παγκοσμίως εισάγονται στην πολιτική ζωή θεσμοί άμεσης συμμετοχής των πολιτών. Πολλά συντάγματα (όπως λ.χ. της Ελβετίας, Γαλλίας, Ισπανίας, Ιταλίας) απαιτούν για την αναθεώρησή τους να αποφανθεί απευθείας ο λαός με διενέργεια δημοψηφίσματος. Στην Ισλανδία διεξήχθη μία πρωτόγνωρη διαδικασία υψηλού επιπέδου πολιτικής ζωής όπου οι πολίτες, μετά από δημόσια διαβούλευση, ψήφισαν για να θεσπιστεί το νέο Σύνταγμα της χώρας.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να ζει στο παρελθόν. Οφείλει να αλλάξει το αναχρονιστικό Σύνταγμα του 1975, το οποίο αποτελεί αναθεώρηση των Συνταγμάτων 1864/1911/1952. Αλλά πρέπει να προβεί στην αλλαγή αυτή δημοκρατικά μέσω δημόσιας διαβούλευσης και δύο δημοψηφισμάτων, το πρώτο για να αποφασισθούν επακριβώς οι σκοπούμενες συνταγματικές αλλαγές και το δεύτερο (αφού προηγουμένως εκλεγεί και επιτροπή κατάρτισης σχεδίου συντάγματος σύμφωνα με το πρώτο δημοψήφισμα) για την οριστική επικύρωση του σχεδίου Συντάγματος. Ειδικότερα η θέσπιση συντάγματος από τους πολίτες θα μπορούσε να έχει τα εξής στάδια:
1. Έναρξη δημόσιας διαβούλευσης για το Σύνταγμα η οποία θα εγγυάται την επώνυμη κατάθεση απόψεων με καθεστώς ισηγορίας.
2. Επεξεργασία της δημόσιας διαβούλευσης από ομάδα ειδικών (νομικών) οι οποίοι θα προκύψουν κατόπιν κληρώσεως προκειμένου να ομαδοποιήσουν τα ζητήματα και να θέσουν τα ερωτήματα σε δημοψήφισμα.
3. Διενέργεια δημοψηφίσματος προκειμένου να αποφασιστεί η αλλαγή του Συντάγματος και οι άξονες της αλλαγής.
4. Εκλογή συντακτικής συνέλευσης για να επεξεργαστεί (θέτοντας ταυτόχρονα σε νέα διαβούλευση) σχέδιο νέου Συντάγματος σύμφωνα με τους άξονες του δημοψηφίσματος.
5. Τελικό δημοψήφισμα για την επικύρωση του σχεδίου Συντάγματος.
Μία τέτοιου είδους διαδικασία συνταγματικής αλλαγής θα αποτελούσε από μόνη της μία επανάσταση στην πολιτική ζωή του τόπου ανάλογη με την μεταρρύθμιση του Κλεισθένη στην αρχαία Αθήνα.