Θα παρευρεθεί ο πρώην αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού και σημερινός υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, Δημήτριος Ελευσινιώτης, ο οποίος θα απευθύνει χαιρετισμό και θα προλογίσει. Για το βιβλίο θα μιλήσουν επίσης οι: Θεοδόσιος Μπουφούνος, Ομότιμος Καθηγητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, Ιωάννης Μάζης, Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γρηγόριος Γρηγορόπουλος, Καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Αντιναύαρχος ε.α. Βασίλειος Δημητρόπουλος ΠΝ, Αντιναύαρχος ε.α. Κυριάκος Κυριακίδης ΠΝ και ο Αρχιπλοίαρχος ε.α. Παναγιώτης Αλούρδας ΠΝ.
Οι συγγραφείς του τόμου πραγματεύονται το σύνθετο ζήτημα της επιλογής του κατάλληλου τύπου ή των κατάλληλων τύπων πλοίων επιφανείας για το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Με δεδομένα τον χαρακτήρα και την φύση του προβλήματος, η πρώτη διερευνητική επισκόπηση οδηγεί αναπόδραστα στη συμφιλίωση με την πιθανότητα να μην υπάρχει λύση, τουλάχιστον με την έννοια που αποδίδει στη λύση η μαθηματική λογική.
Έτσι, λοιπόν, δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στη μέθοδο και τη διαδικασία και επιδιώκεται η βελτιστοποίηση της διεπιστημονικής προσέγγισης και της πολυκριτηριακής ανάλυσης. Το προϊόν της συλλογικής προσπάθειας περιλαμβάνει επτά μελέτες – κεφάλαια:
Στο πρώτο αναλύεται το διεθνές γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον και η βαρύτητα της ναυτικής ισχύος, με έμφαση στην «αποφασιστική ναυμαχία».
Στο δεύτερο μελετώνται οι γεωπολιτικοί και τεχνολογικοί παράγοντες διαμόρφωσης της μελλοντικής ελληνικής ναυτικής ισχύος. Τα πολεμικά πλοία επιφανείας προβάλλονται ως «κινητές νησίδες ισχύος» και στοιχεία της «μεταβλητής γεωγραφίας» του Αρχιπελάγους.
Στο τρίτο κεφάλαιο διατυπώνεται πρόταση, η οποία αφορά στην ελληνική αμυντική βιομηχανία. Οι εισροές από Άμεσες Επενδύσεις από τις αγορές Εξωτερικού, οι οποίες αποσκοπούν στην αναβάθμιση της εγχωρίου αμυντικής βιομηχανικής βάσεως, συμβάλλουν στην προώθηση της αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας καθώς και στην μείωση της ανεργίας, με παράλληλο στόχο την διατήρηση και ενδεχομένως και την αναβάθμιση -σε ορισμένες περιπτώσεις- της αμυντικής ικανότητος της χώρας, παρά τους περιορισμούς οι οποίοι τίθενται από την τρέχουσα οικονομική κρίση.
Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι σύγχρονες εξελίξεις στη σχεδίαση πλοίων ειδικού τύπου, αναλύονται οι τεχνολογικές τάσεις και καταγράφονται οι λύσεις στις οποίες έχει ήδη καταλήξει η αγορά. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στο κόστος του συνολικού κύκλου ζωής του πλοίου (life cycle cost) και όχι μόνο στο κόστος απόκτησης.
Στο πέμπτο κεφάλαιο μελετώνται οι «ώριμες» τεχνικές διαχείρισης και εξοικονόμησης ενέργειας πλοίου, με δεδομένο ότι το κόστος της ενέργειας (που περιλαμβάνει την αγορά καυσίμου αλλά και το κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας) αντιστοιχεί περίπου στο 13% του συνολικού κόστους κτήσης ενός σκάφους για όλη την διάρκεια ζωής του. Ειδική αναφορά γίνεται σε βελτιώσεις που αφορούν στη ναυπηγική σχεδίαση, καθώς και στο Σύστημα Διαχείρισης Ενεργειακής Αποδοτικότητας Πλοίου.
Το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη ναυτική πρόωση και, ειδικότερα, στα κριτήρια επιλογής, την συντήρηση και την διαγνωστική σε αεριοστροβίλους, καθώς και σε τεχνικές βελτίωσης της απόδοσης των κινητήρων diesel. Σημαντικό τμήμα του κεφαλαίου αφορά στην «υπό συνθήκη» συντήρηση και στα «Συστήματα Παρακολούθησης Λειτουργίας Μηχανής» για την υποστήριξη διάγνωσης και εντοπισμού βλαβών από τα συμπτώματα που παρουσιάζονται στον κινητήρα.
Το έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο είναι, μάλλον, συνθετικό των προηγουμένων. Αναφέρεται στην καινοτομική σχεδίαση πολεμικών πλοίων, την οποία δύνανται να αναλάβουν φορείς του «εθνικού δυναμικού», το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού, Έμπειροι Μελετητές και Σύμβουλοι Ναυπηγοί Μηχανικοί. Αναφέρεται, επίσης, στην ενεργοποίηση και ουσιαστική συμβολή της εγχωρίου ναυπηγικής και ευρύτερης αμυντικής βιομηχανίας για την κατασκευή. Σε αυτό το –έβδομο- κεφάλαιο κυριαρχεί η σύνδεση του «εθνικού δυναμικού» με την σχεδίαση του «εθνικού πλοίου».