Το επίδομα αυτό, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, οι υπάλληλοι το λαμβάνουν προς κάλυψη των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί ή για την ταχύτερη και αποτελεσματική διεξαγωγή της.
Κατά συνέπεια, όπως υπογραμμίζει η Ολομέλεια (πρόεδρος ο Κ. Μενουδάκος και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Γ. Βώρος), το επίμαχο επίδομα σύμφωνα με τις επιταγές των άρθρων 4 (περί ισότητας των πολιτών) και 78 (προϋποθέσεις επιβολής φόρων) του Συντάγματος δεν επιτρέπεται να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, γιατί έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα.
Τον αποζημιωτικό αυτό χαρακτήρα του επίμαχου επιδόματος, επισημαίνουν οι δικαστές, δεν αναιρεί το γεγονός, ότι αυτό παρέχεται ανεξάρτητα από την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για τις σχετικές δαπάνες, οι οποίες είναι αναμενόμενες και άρρηκτα συνδεδεμένες με την υπηρεσία που προσφέρει ο υπάλληλος στο εξωτερικό. Γι' αυτό μάλιστα το ύψος του επίμαχου επιδόματος είναι συνδεδεμένο με τη χώρα που θα αποσπαστεί ο υπάλληλος και με το κόστος ζωής της κάθε χώρας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας, αφού ερμήνευσαν τον συνταγματικό χάρτη, τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και τον Οργανισμό του υπουργείου Εξωτερικών, κατέληξαν, ότι κατά παράβαση των συνταγματικών επιταγών, το επίδομα αλλοδαπής υπήχθη σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15%.
Στην προκειμένη περίπτωση το ΣτΕ το απασχόλησε η περίπτωση αστυνομικού, ο οποίος το 2002 υπηρέτησε στην Ελληνική Πρεσβεία μας στην Τυφλίδα της Γεωργίας. Ο αστυνομικός με τη δήλωση εισοδήματος του οικονομικού έτους 2003 που υπέβαλε στην Δ.Ο.Υ., δήλωσε ως εισόδημα φορολογούμενο με ειδικό τρόπο το ποσό των 35.380 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο επίδομα αλλοδαπής που έλαβε κατά το διάστημα παραμονής του στη Γεωργία.
Όμως το επίδομα φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή 15% και παρακρατήθηκε φόρος 6.243 ευρώ. Ο αστυνομικός ζήτησε από τη Δ.Ο.Υ. να του επιστραφεί το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε για το επίδομα αλλοδαπής, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε και η υπόθεση οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη.