|
Συνέντευξη Τύπου των John Kerry και Guido Westerwelle, Βερολίνο, 26 Φεβρουαρίου 2013. |
Η σημειολογία μιλάει από μόνη της. Oι πρώτες επαφές του νέου
υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, John Kerry, δεν είχαν σχέση ούτε με την
σημαντική κίνηση της μεταφοράς βάσεων και ενόπλων δυνάμεων στην Άπω
Ανατολή, ούτε με τα σχέδια κατακερματισμού και αλλαγής συνόρων στη Μέση
Ανατολή. Αφορούσαν στη δημιουργία ενός «οικονομικού ΝΑΤΟ», γεγονός που, όλως παραδόξως για μερικούς, δεν έδειξε να ανησυχεί στο ελάχιστο τους Ευρωπαίους εταίρους των ΗΠΑ. Και όμως, εάν το σχέδιο αυτό εφαρμοστεί άμεσα, θα δώσει μεν λύση στο οξύ πρόβλημα της οικονομικής κρίσης των ΗΠΑ, αλλά εις βάρος των χωρών της Ευρώπης.
Του Thierry Meyssan
21 Απριλίου 2013
Στα πλαίσια της τελετής ανάληψης της προεδρίας του (και το καθιερωμένο «Διάγγελμα προς το Έθνος») στις 12 Φεβρουαρίου, ο
Πρόεδρος Obama ανακοίνωσε μονομερώς την έναρξη των διαπραγματεύσεων για μια
Διατλαντική Oικονομική Ένωση ΗΠΑ – ΕΕ. Λίγες ώρες αργότερα, η εξαγγελία αυτή, που άφησε αρκετούς πολίτες εμβρόντητους, επιβεβαιώθηκε με
κοινή δήλωση του
Προέδρου των ΗΠΑ, του Προέδρου του Συμβουλίου της Ευρώπης, Herman van
Rompuy, και του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, José Manuel Barroso.
To εγχείρημα της δημιουργίας μιας «διατλαντικής εμπορικής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών» εγκαινιάστηκε επίσημα το 1992, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για τη Βορειοαμερικανική Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (NAFTA). Μετά από μια διαδικασία ανάπτυξης, η Ουάσιγκτονθέλησε να επεκτείνει αυτή την περιοχή, ώστενα συμπεριλάβει και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, εκείνη τη χρονική στιγμή, δεν ήταν λίγες οι φωνές στις Ηνωμένες
Πολιτείες οι οποίες εναντιώθηκαν στο εγχείρημα της σύντηξης ΗΠΑ και ΕΕ,
προβάλλοντας την άποψη ότι καλό θα ήταν να αναβληθεί έως την ίδρυση και
την ισχυροποίηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Υπήρχε ο φόβος ότι
τα δύο αυτά εγχειρήματα, αν προχωρήσουν συγχρόνως, αντί να ενισχύσει το
ένα το άλλο, ίσως να αλληλοσυγκρουστούν.
Η δημιουργία μιας διατλαντικής αγοράς συνιστά μόνο ένα μέρος ενός μεγαλύτερου εγχειρήματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η δημιουργία μιας πραγματικής κυβέρνησης αλλά και ενός υπερ-θεσμικού Διατλαντικού Οικονομικού Συμβουλίου, ενός Διατλαντικού Συμβουλίου Χάραξης Πολιτικήςκαι ενός Διατλαντικού Κοινοβουλευτικού Σώματος. Αυτοί οι τρεις φορείς έχουν δημιουργηθεί ήδηκαι βρίσκονται σε «εμβρυϊκή» μορφή, ενώ γύρω από το θέμα τηρείται άκρα μυστικότητα.
Η αρχιτεκτονική δομή των φορέων αυτών βασίζεται σε ένα πολύ
παλαιότερο σχέδιο δημιουργίας ενός μεγάλου καπιταλιστικού μπλοκ, το
οποίο θα αποτελούνταν από όλα τα κράτη και θα τελούσε υπό
αγγλοαμερικανική επιρροή. Στοιχεία αυτού του σχεδίου βρίσκει κανείς
στις μυστικές ρήτρες του Σχεδίου Μάρσαλ και ιδιαίτερα στο Άρθρο 2 της Συνθήκης του Βορειοατλαντικού Συμφώνου(ΝΑΤΟ).
Γι ‘αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, από τους ίδιους τους
εμπνευστές του σημερινού εγχειρήματος δεν γίνεται καμία διάκριση, αλλά
αντίθετα ταυτίζονται οι όροι «Διατλαντική Ένωση» και «Οικονομικό ΝΑΤΟ».
Από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, από την πλευρά των
ΗΠΑ, το σχέδιο αυτό δεν τελεί υπό την επιτήρηση του Υπουργείου
Εμπορίου, αλλά από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας.
Για να αντιληφθούμε τον τρόπο λειτουργίας της «Διατλαντικής Ένωσης», αρκεί να παρατηρήσουμε πώς επιλύθηκαν κάποιες διαφωνίες που αφορούσαν στην παρακολούθηση και ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων.
Οι Ευρωπαίοι έχουν συγκριτικά πιο απαιτητικές προδιαγραφές για την
προστασία των προσωπικών δεδομένων, ενώ η αμερικανική γραφειοκρατία έχει
την ευχέρεια να κάνει ό,τι θέλει στο όνομα της αντιμετώπισης της
τρομοκρατίας. Μετά από μερικές συναντήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ
τους, βλέπουμε τους Ευρωπαίους να έχουν υποχωρήσει, ενώ οι Αμερικανοί έχουν επιβάλει με το «έτσι θέλω» το μη αμφισβητήσιμο μοντέλο τους: οι Αμερικανοί είναι σε θέση να αντιγράφουν ευρωπαϊκά δεδομένα, ενώ οι Ευρωπαίοι δεν έχουν πρόσβαση στα δεδομένα των ΗΠΑ.
Όσον αφορά στα οικονομικά θέματα, σκοπός είναι να καταργηθούν
τα δασμολογικά και μη δασμολογικά εμπόδια, δηλαδή τα τοπικά πρότυπα που
καθιστούν αδύνατη την εισαγωγή ορισμένων ειδών. Η Ουάσινγκτον επιδιώκει να συνεχιστεί, αθόρυβα και χωρίς αντίσταση, η εξαγωγή μεταλλαγμένων προϊόντων στην
Ευρώπη, αλλά και η εξαγωγή πουλερικών στα οποία βρίσκει κανείς ίχνη
χλωρίου, και βοδινού κρέατος με ορμόνες. Θέλει, παράλληλα, όπως ήδη
επισημάναμε, να συνεχίσει ανενόχλητη να αντλεί δεδομένα από το Facebook
και το Google κλπ. χωρίς να εμποδίζεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία η
οποία διέπει την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Σε αυτή τη μακροπρόθεσμη στρατηγική συμπεριλαμβάνονται και μεσοπρόθεσμες τακτικές.Στο διάστημα 2009-2010,
ο Barack Obama είχε δώσει εντολή να συσταθεί η Επιτροπή Οικονομικών
Συμβούλων υπό την προεδρία της Christina Romer, οικονομολόγου και
ιστορικού στο πανεπιστήμιο Berkeley. Η συγκεκριμένη ακαδημαϊκός και
ειδικός στην ιστορία της Μεγάλης Ύφεσης του 1929, είχε αναπτύξει την
ιδέα ότι η μόνη λύση στην τρέχουσα κρίση που μαστίζει τις Ηνωμένες
Πολιτείες θα ήτανμια διαδικασία μετατόπισης των ευρωπαϊκών κεφαλαίων προς την Wall Street.
Για το σκοπό αυτό, η Ουάσιγκτον, αφού κήρυξε τον πόλεμο εναντίον όλων
των μη αγγλοαμερικανικών «φορολογικών παράδεισων», στη συνέχεια άρχισε να «παίζει» με το ευρώ.
Αυτό, ωστόσο, είχε ως αποτέλεσμα, οι καπιταλιστές που αναζητούσαν την
σταθερότητα να αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά τη μεταφορά των
χρημάτων τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλα, όμως, αυτά τα ζητήματα θα
λυθούν με την δημιουργία του «Οικονομικού ΝΑΤΟ». Οι ΗΠΑ θα σώσουν την
οικονομία τους με την προσέλκυση ευρωπαϊκών κεφαλαίων, και όλα αυτά εις βάρος των Ευρωπαίων.
Πέρα από την άνιση φύση του εγχειρήματος αυτού και την παγίδα που αντιπροσωπεύει στο άμεσο μέλλον, το πιο σημαντικό είναι ότι τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και εκείνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πραγματικότητα αποκλίνουν.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι εκ παραδόσεως
ναυτικές δυνάμεις που έχουν αναπτύξει έντονη δραστηριότητα και
ενδιαφέρον γύρω από το διατλαντικό εμπόριο. Αυτό αποτυπώνονταν ως κύριος
στόχος τους ήδη στο Ατλαντικό Σύμφωνο που υπέγραψαν κατά τη διάρκεια
του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε αντίθεση, οι ευρωπαϊκές χώρες εκτός της Βρετανίας έχουν κοινά συμφέροντα με τη Ρωσία, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας. Αν εξακολουθήσουν να υπακούν στις προσταγές της Ουάσιγκτον, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Βρυξέλλες θα υποσκάψουν τα συμφέροντα των χωρών οι οποίες εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.