Συντακτική ή αναθεωρητική
Του Γιώργου Κατρούγκαλου
"Θα είμαστε το σφυρί ή το αμόνι;"
Ξεκίνησε
ήδη η συζήτηση στην «αυγή» γύρω από το χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει η
επόμενη βουλή, με την ευκαιρία της πρότασης που έχω διατυπώσει στο
πρόσφατο βιβλίο μου «κρίση και διέξοδος» και επανέφερα με την ομιλία μου
στην επιτροπή για τις αλλαγές στο κράτος και το πολιτικό σύστημα του
ΣΥΡΙΖΑ, στις 21/2/2013. Το ξεκίνημα δεν έγινε με τους καλύτερους όρους,
δεδομένου ότι ο συνάδελφος Δημήτρης Χριστόπουλος στο άρθρο του στα «ενθέματα» της περασμένης Κυριακής (3/3) με τίτλο «η αβάσταχτη ελαφρότητα του συνταγματικού βερμπαλισμού» επέλεξε να αρθρογραφήσει κυρίως με χαρακτηρισμούς (περί «ελαφρότητας», «ανούσιας φλυαρίας» κ.λπ.) παρά με επιχειρήματα.
Προφανώς, καθένας μας διαλέγει το ύφος και το ήθος που θέλει να
τον προσδιορίζουν. Φοβάμαι... όμως ότι ο αρθρογράφος δεν έχει καταλάβει
την άποψή μου, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνει και τι γράφει προς
αντίκρουσή της.
«H
αναθεωρητική βουλή είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τη διαδικασία
αναθεώρησης που προβλέπει το ισχύον σύνταγμα. Αντιθέτως, στη συντακτική
βουλή ο λαός ξαναγίνεται κυρίαρχος και θέτει εξαρχής νέο σύνταγμα, χωρίς
καμιά νομική δέσμευση»
Ας
ξεκινήσουμε από τα βασικά, και για τους αναγνώστες που δεν είναι
συνταγματολόγοι. Ποια είναι η διαφορά της αναθεωρητικής από τη
συντακτική διαδικασία;
Με απλά
λόγια, η αναθεωρητική βουλή είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τη διαδικασία
αναθεώρησης που προβλέπει το ισχύον σύνταγμα. Αυτό συμβαίνει διότι στη
«συντεταγμένη» πολιτεία, όλες οι εξουσίες (άρα και η αναθεώρηση) «ασκούνται όπως ορίζει το σύνταγμα». Αντιθέτως, στη συντακτική βουλή ο λαός ξαναγίνεται κυρίαρχος και θέτει εξαρχής νέο σύνταγμα, χωρίς καμιά νομική δέσμευση. Προφανώς
αυτό συνιστά εξαιρετικό ιστορικό γεγονός που συμβαίνει μετά από
μείζονες πολιτικές κρίσεις, συνήθως - αλλά όχι αναγκαστικά - μετά από
επαναστάσεις ή πολέμους. Η δε δημοκρατική νομιμοποίηση του εγχειρήματος
ολοκληρώνεται τις περισσότερες φορές με την αποδοχή του νέου συντάγματος
με δημοψήφισμα.
Σε
συνθήκες βαθιάς κρίσης όπως η σημερινή το πώς θα χαρακτηριστεί η επόμενη
βουλή ένα κυρίως πράγμα σηματοδοτεί: τι χαρακτήρα θα έχει η έξοδος από
την κρίση. Θα πρόκειται για τομή ή για συνέχεια; Το
δίλημμα «αναθεωρητική ή συντακτική», για παράδειγμα, το είχε
αντιμετωπίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1910. Ελπίζοντας ότι θα
κατευνάσει το παλάτι, επέλεξε την αναθεωρητική, χωρίς να αποφύγει όμως
έτσι τον εθνικό διχασμό. Αντιστρόφως, το 1975 η τότε βουλή θέσπισε ένα εντελώς νέο σύνταγμα σε σχέση με αυτό του 1952 και ήταν, συνεπώς, συντακτική. Βαφτίστηκε,
παρ' όλα αυτά, Δ' αναθεωρητική από τον Κ. Καραμανλή, ώστε να θεωρηθεί η
τρίτη ελληνική δημοκρατία ως απλή προέκταση του προδικτατορικού
πολιτικού συστήματος, ενόψει και της διάχυτης -και τότε!- προοπτικής
ενός ριζοσπαστικού αναπροσανατολισμού της.
Αντιθέτως, ο πρόεδρος Ντε Γκολ (De
Gaulle) το 1958, μεσούσης της αλγερινής κρίσης (κατά πολύ ελάσσονος της
σοβούσας σήμερα στη χώρα μας), επειδή ακριβώς ήθελε να σηματοδοτήσει τη
ριζική αλλαγή σελίδας από την τέταρτη στην πέμπτη γαλλική δημοκρατία,
θέσπισε ένα εντελώς νέο σύνταγμα. Για τον ίδιο λόγο, γυρίσματος
πολιτικής σελίδας, πλήρους «restart» του πολιτικού συστήματος, ο λαός
της Ισλανδίας επέλεξε το 2012 ένα νέο σύνταγμα, ως θεσμική έξοδο από την
κρίση.
«O
παλαιοκομματισμός θα αντιδράσει λυσσαλέα στην προοπτική κατάργησης της
νομιμοποιητικής βάσης της εξουσίας του. Εδώ βρίσκεται και το πραγματικό
στοίχημα: θα γίνει δυνατό το νέο σύνταγμα να θεσπισθεί " από κάτω", με
την ευρύτερη συμμετοχή του λαού, όπως στην Ισλανδία;»
Συνεπώς, το βασικό πολιτικό ερώτημα είναι το εξής: βλέπουμε
τον εαυτό μας ως συνέχεια του παλαιοκομματικού συστήματος που
καταρρέει, ή ως το πολιτικό υποκείμενο για την υπέρβασή του; Θέλουμε να είμαστε εξωραϊστές του παλιού ή δημιουργοί του νέου;
Σε
απόκρουση της αυτονόητης απάντησης στο βασικό αυτό ερώτημα (για όποιον
θέλει να θεωρείται αριστερός) ο συγγραφέας προβάλλει τα εξής τρία,
αλληλένδετα αντεπιχειρήματα:
Πρώτον: το σύνταγμα είναι που φταίει για την κρίση; Αν όχι, γιατί να το αλλάξουμε;
Δεύτερον: δεν είναι δυνατό να προωθηθούν «μια σειρά επιβεβλημένες αλλαγές, στις οποίες συγκατανεύει ένα μείζον τμήμα του πολιτικού συστήματος» χωρίς καν συνταγματική αναθεώρηση;
Τρίτον: δεδομένου του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων και της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, μήπως «πάμε για μαλλί και βγούμε κουρεμένοι»;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι σαφής.
Είναι αλήθεια ότι η κρίση δεν είναι δημιούργημα του συντάγματος. Το
αντίθετο: οι μνημονιακές πολιτικές αποτελούν συστηματική καταστρατήγηση
του, συνιστούν ένα πραγματικό «παρασύνταγμα».
Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι το σύστημα θεσμών που εγκατέστησε το
σύνταγμα αυτό, λόγω της γενικευμένης απονομιμοποίησής του, βρίσκεται σε
πλήρη αναντιστοιχία προς την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Δεν έχει
περιθώρια βελτίωσης, μόνο ανατροπής.
Το δεύτερο επιχείρημα προβάλλει
ανάγλυφα τις πολιτικές διαφορές που έχουμε με τον αρθρογράφο: εγώ, σε
αντίθεση με αυτόν, θεωρώ ότι οι αλλαγές στις οποίες «συγκατανεύει το μείζον τμήμα του πολιτικού συστήματος», με άλλα λόγια οι δυνάμεις του παλιού, δεν είναι αυτές που έχουμε ανάγκη. Αντιθέτως, θεσμοί άμεσης δημοκρατίας, αναγκαίοι
για τον αναπροσανατολισμό του πολιτεύματος, όπως η ανακλητότητα των
βουλευτών, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία για ψήφιση νόμων ή διεξαγωγή
δημοψηφίσματος, δεν χωρούν στη θεσμική μήτρα του συντάγματος του 1975.
Η απάντηση στο τρίτο ερώτημα είναι ακόμη πιο εύκολη. Μόνο η συμμετοχή στην αναθεωρητική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε συνταγματική παλινδρόμηση, όχι η πρόταση για συντακτική βουλή.
Και τούτο γιατί είναι προφανές ότι η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία όχι
απλώς δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για καμιά προοδευτική αλλαγή,
αλλά θα επιχειρήσει την πλήρη συνταγματοποίηση του φιλελευθερισμού
(καθιέρωση του «χρυσού κανόνα» για τον ασφυκτικό περιορισμό των κρατικών
ελλειμμάτων, κατάργηση του άρθρου 16 για την δωρεάν δημόσια παιδεία και
του άρθρου 106 για τον κρατικό παρεμβατισμό κ.λπ). Για τον λόγο αυτό
και η αριστερά οφείλει να απέχει από τη διαδικασία αναθεώρησης που θα
ξεκινήσει τον Ιούνιο, μια που τίποτα καλό δεν μπορεί να βγει από αυτή.
Αντιθέτως, η
συντακτική συνέλευση είτε θα προκύψει κινηματικά, μέσω μιας νέας
κοινωνικής πλειοψηφίας, με καταλύτη την αριστερά, είτε δεν θα υπάρξει
καθόλου. Είναι σαφές ότι ο παλαιοκομματισμός θα αντιδράσει
λυσσαλέα στην προοπτική κατάργησης της νομιμοποιητικής βάσης της
εξουσίας του, που συνεπάγεται το αίτημα για νέο σύνταγμα. Εδώ βρίσκεται
και το πραγματικό στοίχημα: θα γίνει δυνατό, όπως έγινε στην περίπτωση
της Ισλανδίας, το νέο σύνταγμα να μη θεσπισθεί «από πάνω», αλλά από
κάτω, με την ευρύτερη συμμετοχή του λαού;
«Είναι
σωστό πως αλλάζοντας το σύνταγμα, δεν αλλάζει η κοινωνία. Ίσα-ίσα, το
αντίθετο: μόνον αλλάζοντας την κοινωνία, οδηγώντας τη να συμμετέχει
μαζικά στη συζήτηση για το τι θεσμούς και το τι σύνταγμα θέλουμε,
μπορούμε να πετύχουμε συνταγματική αλλαγή»
Ο Δ. Χριστόπουλος υποστηρίζει ότι είναι «αφόρητος ναρκισσισμός και συνάμα επικίνδυνος ιδεαλισμός να νομίσει κανείς ότι δια του συντάγματος αλλάζει η κοινωνία». Πρόκειται ακριβώς για το αντίθετο: μόνο
αλλάζοντας την κοινωνία, οδηγώντας τη να συμμετέχει μαζικά στη συζήτηση
για το τι θεσμούς και το τι σύνταγμα θέλουμε, μπορούμε να πετύχουμε και
την αλλαγή του τελευταίου.
Θυμίζω,
για όσους δεν το ξέρουν, ότι στην Ισλανδία το σχέδιο συντάγματος δεν
συντάχθηκε από μια παραδοσιακή συντακτική συνέλευση, αλλά με την ευρύτερη συμμετοχή του λαού, με
τη βοήθεια και τη χρήση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και
δικτύωσης, από το πρώτο βήμα (μια λαϊκή συνέλευση αποτελούμενη από
χίλιους πολίτες, διαλεγμένους με κλήρο, όπως στην αρχαία αθηναϊκή
δημοκρατία) ως το τελευταίο (έγκριση με δημοψήφισμα).
Εάν η επόμενη βουλή έχει προοδευτική πλειοψηφία, το
θέμα του νέου συντάγματος και η αμεσοδημοκρατική διαδικασία με την
οποία αυτό θα συνταχθεί θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο
δημοψηφίσματος, ώστε ο λαός κυριαρχικά να αποφασίσει.
Σε μας απομένει να διαλέξουμε τι ρόλο θέλουμε να παίξουμε σε όσα έρχονται. Θα είμαστε το σφυρί ή το αμόνι;
* Ο Γιώργος Κατρούγκαλος διδάσκει συνταγματικό δίκαιο στο δημοκρίτειο πανεπιστήμιο Θράκης